Σε ηλικία 81 ετών άφησε την τελευταία του πνοή ο Τόλης Βοσκόπουλος, έπειτα από ανακοπή καρδιάς. Ο “πρίγκιπας” του μουσικού πενταγράμμου σκόρπισε θλίψη στην οικογένειά του και στον καλλιτεχνικό κόσμο, ο οποίος σπεύδει να τον αποχαιρετήσει.
Ανάμεσα σε εκείνους που θέλησαν να πουν το δικό τους ξεχωριστό αντίο στον Τόλη Βοσκόπουλο είναι και η Σάσα Σταμάτη. Η δημοσιογράφος μέσα από ένα μακροσκελές κείμενο που έγραψε στα Parapolitik.gr “αποχαιρέτησε” τον πρίγκιπα του ελληνικού πενταγράμμου κάνοντας μάλιστα και μια ιδιαίτερη και συγκινητική αναφορά στον πατέρα της που έφυγε από τη ζωή λίγους μήνες πριν.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Διαβάστε παρακάτω ολόκληρο το κείμενο της Σάσας Σταμάτη
“Ο πατέρας μου ήταν 78 χρόνων όταν πέθανε. Εγώ είμαι 40. Oι δίδυμες κόρες μιας αγαπημένης μου φίλης είναι 17 ετών. Ο ανιψιός μου έγινε 8μηνών. Ξέρετε τι κοινό είχαμε και, είμαι βέβαιη πως θα έχουμε; Ότι ακούγαμε με την ίδια λατρεία, με το ίδιο πάθος τον Τόλη και το ίδιο θα συνεχίσουμε να κάνουμε όλες τις επόμενες δεκαετίες.
Και αυτή μπορεί να θεωρηθεί η πιο μεγάλη αναγνώριση για έναν καλλιτέχνη. Να ενώνει γενιές, να ξεπερνά τις διαφορές ηλικίας και να απευθύνεται σε όλα τα κοινά. Και το έκανε όχι μόνο γιατί είχε μια τόσο σπουδαία φωνή, αλλά και γιατί ήταν Άνθρωπος. Και ο άνθρωπος δεν έχει ηλικία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όποιος διατρέξει σήμερα το διαδίκτυο θα διαπιστώσει τη θλίψη που επικρατεί και μόνο στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Βοσκόπουλου. Ουδείς είχε να πει άσχημη κουβέντα για τον πρίγκιπα. Εμείς, δε, οι δημοσιογράφοι απολαμβάναμε κάθε συζήτηση μαζί του, διότι ήταν αληθινός, δεν προσποιείτο.
Ποιος δεν έχει κλάψει με τα τραγούδια του, ποιος δεν έχει καψουρευτεί με τα τραγούδια του, ποιος δεν έχει απογειωθεί με τα τραγούδια του. Γιατί ο Τόλης είχε μια μαγεία. Προσοχή. Δεν αναφέρομαι μόνο στη μαγεία της φωνής του, αλλά και στο μύθο της ζωής του. Λέγαμε για καψούρες και ο νους μας πήγαινε σε αυτόν. Λέγαμε για πάθος και η σκέψη μας πήγαινε σε αυτόν.
Προσωπικά μεγάλωσα σε μια οικογένεια που είχε τον Τόλη ως κάτι πολύ ξεχωριστό. Ο πατέρας μου, που δυστυχώς έχασα πριν τρεις μήνες, είχε το παρατσούκλι «Γιασάν». Ήταν κιμπάρης, λαϊκός, αυθεντικός γλετζές παλαιάς κοπής. Επί χρόνια ένιωθα πως κάποιο αόρατο νήμα της ζωής τον έκανε να μοιάζει με τον Τόλη. Όχι γιατί ήταν ανεπανάληπτος για εμένα, όπως για τους περισσότερους έλληνες ο Τόλης. Αλλά γιατί ο πατέρας μου ζούσε τη ζωή του μέχρι το τέρμα, με όποιο κόστος για τη ζωή του.
Δεν θα ξεχάσω τα τελευταία χρόνια τις μοναδικές βραδιές στο Baraonda. Εκεί που κανείς νόμιζε ότι ο χρόνος έχει γυρίσει πίσω στις αθώες δεκαετίες του 60’ και του 70’”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ