Λεπτό προς λεπτό περιγράφει τις δραματικές ώρες που έζησε στην Τουρκία, τη νύχτα του πραξικοπήματος, ο ηθοποιός Τάσος Νούσιας. Μαζί με Έλληνες συναδέλφους του βρέθηκε στην Τουρκία για τα γυρίσματα της ελληνοτουρκικής συμπαραγωγής «Η Ρόζα της Σμύρνης», βασισμένη στο βιβλίο του Γιάννη Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη «Ισμαήλ και Ρόζα», και έζησε από κοντά τα ιστορικά αυτά γεγονότα. Αυτά που είδαν όμως, τα μάτια του τη νύχτα του πραξικοπήματος, δύσκολα θα τα ξεχάσει.
«”Πραξικόπημα; Τι εννοείς πραξικόπημα;”. Δυστυχώς ο Τούρκος οδηγός μας δεν μιλούσε αγγλικά. Επαναλάμβανε συνέχεια τη φράση “çok problem” (σ.σ.: «τσοκ προμπλέμ»), μεγάλο πρόβλημα δηλαδή”, λέει ο Τάσος Νούσιας στο “Βήμα” και συμπληρώνει: «Ήταν 11.15 το βράδυ. Βρισκόμουν 40 χιλιόμετρα έξω από τη Σμύρνη. Ήταν η προτελευταία ημέρα γυρισμάτων και είχα αποκοπεί, μαζί με ακόμη τρεις Έλληνες, από την υπόλοιπη ομάδα παραγωγής προκειμένου επισκεφτώ ένα παραδοσιακό χαμάμ. Ξαφνικά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Ότι τα πράγματα είναι για την ακρίβεια πολύ επικίνδυνα».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Τα πρώτα λεπτά κανείς δεν γνώριζε τι πραγματικά συνέβαινε. Υπήρχε μεγάλη κινητικότητα στο χαμάμ. Αρχικά μιλούσαν για κάποιο μεγάλο τρομοκρατικό χτύπημα. Αργότερα για εχθροπραξίες μεταξύ του στρατού και της αστυνομίας. Ύστερα για πραξικόπημα. Άνοιξα το κινητό μου, προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τους δικούς μου, να αντλήσω πληροφορίες. Οι τηλεφωνικές συνδέσεις δεν ήταν καλές και το Internet κοβόταν συνέχεια. Όλοι έλεγαν ότι στην Κωνσταντινούπολη είχαν βγει τα τανκς. Το πρώτο μου μέλημα ήταν να γυρίσω στο ξενοδοχείο και να συναντήσω την υπόλοιπη ομάδα. Τρέξαμε να μπούμε κατευθείαν στο αυτοκίνητο. Μας περίμενε μεγάλη διαδρομή και δεν ξέραμε τι θα συναντήσουμε».
Το ταξίδι ως τη Σμύρνη, με ένα παλιό αυτοκίνητο του 1987, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες των γυρισμάτων, δεν ήταν εύκολο. «Μας προσπέρασαν τεθωρακισμένα αυτοκίνητα της αστυνομίας. Για καλή μας τύχη ο οδηγός μας ήταν παλιός ταξιτζής και γνώριζε παράπλευρες οδούς για να φτάσουμε στη Σμύρνη. Πήγαμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Το διάγγελμα μέσω Facetime του Ερντογάν είχε ήδη γίνει. Δεν πρόλαβα να το δω. Οι δρόμοι της πόλης ήταν έρημοι. Ακούσαμε τον δυνατό ήχο ενός F16. Τηλεφωνήσαμε στο προξενείο μας στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν πολύ ευγενικοί. Μας έδωσαν τα κινητά τηλέφωνα των προξενικών αρχών της Σμύρνης. Δυστυχώς όμως εκείνοι δεν ήταν καθόλου ευγενικοί. Για την ακρίβεια, δεν μας απάντησαν ποτέ. Αλγεινή εντύπωση. Ήσουν αβοήθητος από την ίδια σου την πατρίδα σε μια ξένη χώρα στην οποία μόλις είχε εκδηλωθεί πραξικόπημα. Μας περνούσαν διάφορες σκέψεις. Εκείνες τις ώρες το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια. Βρισκόμασταν στο “ευρωπαϊκό” κομμάτι της Σμύρνης. Φοβόμασταν λοιπόν ότι ίσως μέσα σε αυτόν τον πανικό, με τον στρατό και την αστυνομία σε πλήρη αναβρασμό, κάποιος παρανοϊκός άνετα θα μπορούσε να εισβάλει με όπλο και να αρχίσει να σκοτώνει κόσμο. Δεν ξέραμε πραγματικά τι να κάνουμε. Υπήρχαν δύο τινά: είτε να ταξιδέψουμε προς το Αϊβαλί για να πάρουμε το καράβι και να περάσουμε απέναντι στην Ελλάδα – πράγμα που δεν ξέραμε βέβαια αν ήταν δυνατόν να γίνει εκείνο το βράδυ – είτε να παραμείνουμε στα δωμάτιά μας. Τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε στο ξενοδοχείο. Για καλή μας τύχη οι άνθρωποι του τουρκικού συνεργείου ήταν συνέχεια κοντά μας και μας καθησύχαζαν».
Οι ώρες περνούσαν. Γύρω στη 1.30 π.μ. άρχισε η κίνηση στους δρόμους της Σμύρνης. «Μπορούσες να ακούσεις κορναρίσματα. Ένα πανηγυρικό κλίμα. Άνθρωποι είχαν βγει με σημαίες. Είναι γνωστό: η Σμύρνη δεν αγαπά τον “σουλτάνο” και ο “σουλτάνος” δεν αγαπά τη Σμύρνη. Σε λίγες ώρες τα πάντα είχαν καταλαγιάσει. Είχε γίνει πλέον σαφές ότι το πραξικόπημα απέτυχε. Οι σημαίες μπήκαν στα ντουλάπια και οι άνθρωποι κρύφτηκαν».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ