Η Μίνα Αδαμάκη επιστρέφει ύστερα από 45 χρόνια στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης από όπου ξεκίνησε, σκηνοθετώντας τον Εραστή του Χάρολντ Πίντερ.
Ο Ρίτσαρντ και η Σάρα, ένα τυπικό ζευγάρι άγγλων μεσοαστών, ζουν απομονωμένοι σε μια εξοχική κατοικία κοντά στο Windsor. Είναι ευκατάστατοι. Έχουν ένα υπέροχο, καλόγουστο σπίτι με κήπο. Ο Ρίτσαρντ εργάζεται ως οικονομικός σύμβουλος στο City, η Σάρα είναι η τέλεια σύζυγος που φροντίζει να δημιουργεί το ιδανικό περιβάλλον για τη συμβίωσή τους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η ερωτική τους ζωή όμως έχει αρχίσει να εμφανίζει κάποια σημάδια κόπωσης και συνέλαβαν έναν πρωτότυπο τρόπο για να την τονώσουν: αποφάσισαν, από κοινού, να βρει η Σάρα έναν εραστή τον οποίο να δέχεται στο σπίτι τους όποτε εκείνη επιθυμεί, την ώρα που ο Ρίτσαρντ θα βρίσκεται στο γραφείο του. Ο άνθρωπος όμως είναι ένα σύνθετο και απρόβλεπτο ον, δεν χωράει σε καλούπια και πολύ συχνά, πέφτει στις παγίδες που ο ίδιος στήνει!
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Λίγα Λόγια για τον Πίντερ και το έργο
Το σύγχρονο έργο, κατά τον Πίντερ, έχει μια αποστολή: να θέτει ερωτήματα. Χωρίς απαντήσεις. Ο Πίντερ αποφεύγει τις απαντήσεις, όχι γιατί δεν θέλει να τις δώσει, αλλά γιατί τις θεωρεί ύποπτες. Πιστεύει πως οι απαντήσεις μεροληπτούν και άρα δεν εξυπηρετούν την αλήθεια. Για τον Πίντερ η αλήθεια δεν βρίσκεται στον λόγο που αρθρώνεται με καλλιέπεια και καθ’ υπερβολή. Αντιθέτως, κρύβεται μέσα στον σπασμένο κι αγχωτικό λόγο των ανθρώπων σε σύγχυση, πίσω από τις σιωπές όταν δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εκφέρουν αυτό που τους ταράζει. Αυτός είναι ο πιντερικός λόγος, η πιντερική γραφή. Σε κάποιους μοιάζει δύστροπη και δυσκολεύονται να την κατανοήσουν, σ’ άλλους συνταρακτική. Είναι ίσως γιατί βολευτήκαμε στην εύκολη ανάγνωση μιας ιστορίας που σου προσφέρει μια ετοιματζίδικη αλήθεια, «κοινά» αποδεκτή, και βαριόμαστε να καταβάλουμε και την ελάχιστη ακόμα προσπάθεια που απαιτείται για την ανεύρεση της βαθύτερης αλήθειας. Ή, ακόμη, φοβόμαστε να μπούμε πιο βαθιά, γιατί μας τρομάζει αυτό που μπορεί να ανακαλύψουμε, αυτό που κρύβουμε κι από εμάς τους ίδιους. Το αποτέλεσμα είναι ενοχή. Φόβος κι ενοχή. Αυτές τις αλήθειες μας προσφέρει ο Πίντερ. Είναι οι ίδιες που μας προσφέρει κι ο Μπέκετ πριν απ’ αυτόν, κι ακόμα πιο πριν ο Κάφκα. Είναι άβολες, αλλά αν είχαμε την δύναμη να κοιτάξουμε μέσα μας;
Σημείωμα σκηνοθέτη | Από τον Κούν μέχρι τον Πίντερ
Θέατρο Τέχνης, Πεσμαζόγλου 5, Υπόγειο. Εδώ γεννήθηκα ως ηθοποιός. Σ’ έναν μικρό χώρο, στο υπόγειο του «Ορφέα». «Ορφέας» ήταν το όνομα ενός μεγάλου κινηματογράφου της Αθήνας στη Σταδίου που εξελίχθηκε αργότερα σε αίθουσα συναυλιών, μπουζουκιών, και ποικίλων άλλων μεγάλων θεαμάτων. Οι δύο αυτές αίθουσες, λειτουργούσαν αντιστικτικά: η μεγάλη αίθουσα από πάνω και το μικρό θέατρο από κάτω. Η ειρωνεία είναι πως το «μικρό» αυτό θέατρο όρισε και καθόρισε το θέατρο για πολλές γενιές. Με θυμάμαι να μπαίνω το πρωί από την στοά του «Ορφέα», να βγαίνω στη Σταδίου, να κατεβαίνω τη στενή, στριφογυριστή σκάλα και να μπαίνω στο φουαγιέ του θεάτρου για πρόβα ή παράσταση. Πιο συχνά και τα δύο μαζί, γιατί τότε ζούσαμε σχεδόν μέσα στο θέατρο. Από τη σχολή ακόμη, ως μαθητές, είχαμε την τύχη να παίζουμε στο θέατρο. Πρόβα το πρωί, μετά σχολή και μετά παράσταση. Προσωπικά, εμένα αν μου βάζανε ένα ράντζο, θα μπορούσα και να κοιμάμαι εκεί! Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που βρέθηκα σ’ έναν τόσο ιδιαίτερο χώρο. Έναν χώρο συνύπαρξης ανθρώπων αφοσιωμένων, αφιερωμένων θα έλεγες σε κάτι σχεδόν ιερό. Σαν μύστης μπήκα κι εγώ στο θέατρο.
Μύστης μιας ιερής και ιερόσυλης θρησκείας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που κατέβηκα, ως μαθήτρια, στο θέατρο. Με είχε ζητήσει ο Κούν για πρόβα, δεν θυμάμαι ποιο έργο ήταν. Μόνο το γαλαζωπό ημίφως απ’ τον καπνό, την ησυχία, και τα πρόσωπα που φωτίζονταν σαν σε πίνακα του Ρέμπραντ καθώς έσκυβαν ν’ ακούσουν τον δάσκαλο, μόνον αυτό θυμάμαι. Όσο για μένα, μετά από σαράντα πέντε χρόνια περιπλάνησης, ξαναγύρισα στο σπίτι μου, σ’ αυτό το «ταπεινό» – ιστορικό Υπόγειο, μ’ έναν Πίντερ στις αποσκευές μου. Τον Πίντερ που πρώτος ο Κουν ανέβασε στην Αθήνα ταυτόχρονα με όλες τις πρωτεύουσες στην Ευρώπη και στην Αμερική, όπως έκανε και με τον Μπέκετ, τον Άλμπυ, τον Ιονέσκο, τον Τένεσσυ Ουίλιαμς και όλους τους μεγάλους πρωτοποριακούς συγγραφείς που έγραψαν το θέατρο της δεκαετίας του ’60, της πιο εμβληματικής δεκαετίας του περασμένου αιώνα και το οποίο σήμερα θεωρείται κλασικό.
Μίνα Αδαμάκη, 1/ 4/ 2017
Συντελεστές
Σκηνοθεσία – Επιμέλεια Σκηνικού & Κωστουμιών – Φωτισμοί – Μουσικές Επιλογές: Μίνα Αδαμάκη
Επιμέλεια Κίνησης: Καλλιόπη Σίμου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Κλεάρχου
Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης
Video Trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Παίζουν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Ευτυχία Γιακουμή
Φωτογραφίες: Άρης Ασπρούλης
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ