Τι συμβαίνει και δεν “ξεκολλάει” από πάνω σου; Τι είναι η προσκόλληση και τι το άγχος αποχωρισμού;
Η Ψυχολόγος Αγγέλικα Αποστολοπούλου εξηγεί:
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο όρος “προσκόλληση” αναφέρεται στο συναισθηματικό δεσμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και τη μητέρα, ή το άτομο που το φροντίζει, από τη γέννησή του μέχρι και περίπου τα δύο του χρόνια.
Η προσκόλληση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα βρέφη και τις μητέρες τους πρωταρχικά καθιστά δυνατή την εγγύτητα που απαιτείται για την επιβίωση του μωρού. Ο αποχωρισμός από το πρόσωπο προσκόλλησης συνήθως ενεργοποιεί συμπεριφορές, όπως κλάμα, φωνές και κρίσεις οργής, ώστε να διασφαλιστεί αυτή η εγγύτητα. Ωστόσο, όταν η εγγύτητα αποκαθίσταται, οι συμπεριφορές αυτές τυπικά υποχωρούν.
Η ανάγκη για εγγύτητα εν μέρει αντισταθμίζεται από την ανάγκη για εξερεύνηση του κόσμου, καθώς τα μωρά σταδιακά ανεξαρτητοποιούνται. Ο γονιός λοιπόν, και κυρίως η μητέρα, εκλαμβάνεται από το βρέφος ως μια “ασφαλής βάση”, από την οποία μπορεί να εξερευνήσει το περιβάλλον αλλά και στην οποία μπορεί να επιστρέψει για φροντίδα και παρηγοριά.
Τα μωρά διαμορφώνουν εσωτερικά νοερά μοντέλα των καθημερινών τους αλληλεπιδράσεων με τα άτομα που τα φροντίζουν, τα οποία και χρησιμοποιούν ως οδηγό στις διαπροσωπικές τους σχέσεις στην ενήλικη ζωή. Η ποιότητα των αρχικών αυτών αλληλεπιδράσεων θα επηρεάσουν τη μελλοντική γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Ανάλογα με τη φροντίδα που λαμβάνουν τα βρέφη μπορούν να εκδηλώσουν διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης.
Η ασφαλής προσκόλληση χαρακτηρίζεται από αμοιβαία αλληλεπίδραση και μοίρασμα μεταξύ του γονιού και του βρέφους. Ο γονιός σταθερά ανταποκρίνεται και είναι ευαίσθητος στις ανάγκες του βρέφους προωθώντας συναισθήματα ασφάλειας, αυτονομίας και αυτό-ρύθμισης.
Στην αποφευκτική προσκόλληση ο γονιός εμφανίζεται ως αμελής και ασυνεπής και το βρέφος μαθαίνει να αμύνεται απέναντι στην απόρριψη επιδεικνύοντας λίγο συναίσθημα στην επαφή αλλά και στον αποχωρισμό και αποφεύγοντας τον γονιό στην επανένωση.
Στην αμφιθυμική προσκόλληση ο γονιός επιδεικνύει ένα ασυνεπές και απρόβλεπτο μοντέλο επικοινωνίας, όντας κάποιες φορές παρεμβατικός και άλλες υπεύθυνος, αφήνοντας το βρέφος να αισθάνεται απορυθμισμένο και αγχωμένο, να επιζητά συνεχώς τη γονεΪκή προσοχή και να αισθάνεται απογοητευμένο όταν δεν τη λαμβάνει, να την επιθυμεί αλλά και να τη φοβάται.
Τέλος, στην αποδιοργανωμένη προσκόλληση ο γονιός αποτελεί πηγή φόβου και χάους οδηγώντας το βρέφος σε μία κατάσταση αβεβαιότητας και τρόμου.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό να κάνουμε μια διάκριση στο φυσιολογικό άγχος αποχωρισμού που κορυφώνεται στην ηλικία των 13-18 μηνών και συνήθως υποχωρεί σταδιακά μέχρι την ηλικία των 2.5 ετών και στο παθολογικό άγχος αποχωρισμού που υπάγεται στις αγχώδεις διαταραχές της παιδικής ηλικίας και εμμένει και μετά το 3ο έτος της ζωής.
Στην πρώτη περίπτωση, το βρέφος δείχνει προσκόλληση στη μητέρα, επιζητά την παρουσία της και αντιδρά στον αποχωρισμό της με κλάματα, φωνές και συμπεριφορές όπως το να την ακολουθεί και να προσπαθεί να την εμποδίσει να φύγει. Συνήθως, ηρεμεί όταν βρεθεί ξανά μαζί της. Πρόκειται για μια υγιή αντίδραση που εκφράζει την ανάγκη του βρέφους για σωματική και ψυχική εγγύτητα.
Καθώς το βρέφος μεγαλώνει και ωριμάζει ψυχικά και συναισθηματικά, η μητέρα σταματά να αποτελεί το μοναδικό πρόσωπο προσκόλλησης, το παιδί συνάπτει σχέσεις και με άλλα άτομα του περιβάλλοντός του και το άγχος αποχωρισμού υποχωρεί.
Στη δεύτερη περίπτωση, το άγχος αποχωρισμού επιμένει και στην παιδική ή ακόμα και εφηβική ηλικία, ενώ συνυπάρχει συχνά και με διαταραχές του ύπνου και κοινωνική φοβία. Αναπτύσσεται κυρίως σε παιδιά με ανασφαλή προσκόλληση που δυσκολεύονται να απεξαρτηθούν από τη γονεΪκή προστασία ή κυριαρχία.
Το άγχος αποχωρισμού στην παιδική ηλικία χαρακτηρίζεται από αναπτυξιακά δυσανάλογο και υπερβολικό άγχος που αφορά στον αποχωρισμό του παιδιού από το σπίτι ή από εκείνους στους οποίους είναι συναισθηματικά προσκολλημένο και εκδηλώνεται με τρία ή περισσότερα από τα παρακάτω συμπτώματα:
– Επαναλαμβανόμενη και υπερβολική υποκειμενική ενόχληση όταν συμβαίνει ή αναμένεται αποχωρισμός από το σπίτι ή από τα πρόσωπα προσκόλλησης
– Επίμονη και υπερβολική ανησυχία μήπως τους χάσει ή συμβεί κάποιο κακό σε αυτούς ή στο ίδιο
– Επίμονη και υπερβολική ανησυχία ότι κάποιο απρόβλεπτο συμβάν θα οδηγήσει σε αποχωρισμό από κάποιο πρόσωπο προσκόλλησης (π.χ. το να χαθεί ή να απαχθεί)
– Επίμονη απροθυμία ή άρνηση να πάει στο σχολείο ή αλλού εξαιτίας του φόβου αποχωρισμού
– Επίμονο και υπερβολικό φόβο ή απροθυμία να μείνει μόνο χωρίς τα οικεία του πρόσωπα στο σπίτι ή σε άλλα πλαίσια
– Επίμονη απροθυμία ή άρνηση να κοιμηθεί χωρίς να βρίσκεται κοντά στα άτομα στα οποία είναι συναισθηματικά προσκολλημένο ή να κοιμηθεί μακριά από το σπίτι
– Επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες που αφορούν θέματα αποχωρισμού
– Επαναλαμβανόμενα παράπονα για σωματικά συμπτώματα (π.χ. κεφαλαλγίες, πόνους στο στομάχι, ναυτία ή εμετό), όταν συμβαίνει ή αναμένεται αποχωρισμός από τα πρόσωπα προσκόλλησης.
Σε αντίθεση με το άγχος αποχωρισμού στη βρεφική ηλικία που εξαφανίζεται σταδιακά, το άγχος αποχωρισμού στην παιδική ηλικία είναι επίμονο, διαταράσσει τη λειτουργικότητα του παιδιού και θα πρέπει να κινητοποιήσει τους γονείς. Η διαταραχή αυτή αντιμετωπίζεται μέσω κάποιας μορφής ψυχοθεραπείας που θα στοχεύει στο να βοηθήσει το παιδί να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και να ανεξαρτητοποιηθεί. Η θεραπεία θα πρέπει ιδανικά να συνδυάζεται με τη συμβουλευτική γονέων με στόχο την εξερεύνηση οικογενειακών συγκρούσεων που ενδεχομένως να συμβάλλουν στην εκδήλωση και συντήρηση του προβλήματος και θα «εκπαιδεύει» τους γονείς στο να ενισχύουν το παιδί τους, να το βοηθήσουν να χτίσει έναν υγιή εαυτό και να απεξαρτηθεί από τους ίδιους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ