Πρόκειται για ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα, που παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Η χρήση εθιστικών ναρκωτικών ουσιών από παιδιά σχολικής και εφηβικής ηλικίας είναι μια σκληρή πραγματικότητα, που χρήζει άμεσης πρόληψης και αντιμετώπισης. Η ψυχοπαιδαγωγική σύμβουλος Χρυσούλα Μαυράκη αναλύει τους λόγους που μπορεί να οδηγήσουν ένα παιδί στη χρήση, τις ενδείξεις που οφείλουν να προσέξουν οι γονείς, καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης:
Οι έρευνες των τελευταίων ετών από επίσημους φορείς και δομές της Υγείας του Παιδιού, όπως το Γ. Ν. Παίδων “Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού” είναι άκρως ανησυχητικές, παρουσιάζοντας στοιχεία για το πόσο νωρίς τα παιδιά ξεκινούν τη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών. Σύμφωνα με τις έρευνες, ακόμη και παιδιά που βρίσκονται σε προεφηβικό στάδιο, ηλικίας από 11 έως 13 ετών, δοκιμάζουν τις επικίνδυνες και εθιστικές ουσίες, ενώ βέβαια σημειώνεται πως η εφηβεία είναι κατεξοχήν η ηλικία κατά την οποία τα παιδιά όχι μόνο πειραματίζονται με τις απαγορευμένες ουσίες, αλλά συχνά εθίζονται.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το θλιβερό και ανησυχητικό φαινόμενο είναι πολλοί και ποικίλοι. Αρκετές φορές, η περιέργεια των παιδιών σε συνδυασμό με ένα άτυπο “φλερτ” απέναντι σε καθετί απαγορευμένο μπορεί να οδηγήσει σε μια τέτοια συμπεριφορά. Άλλοτε, μπορεί να παρουσιάζεται ως μια μέθοδος τιμωρίας των γονέων και γενικά των ενηλίκων, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από την αυτοκαταστροφικότητα του παιδιού, δηλαδή μέσω της βλάβης που προκαλεί στον εαυτό του. Επιπλέον, άλλες αιτίες μπορεί να είναι ο ναρκισσισμός και οι υπερβολικές αντιδράσεις που αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της ηλικίας. Πέρα, όμως, από αυτούς τους λόγους, αρκετές φορές το υπόβαθρο για τέτοιου είδους συμπεριφορές και προτιμήσεις μπορεί να είναι κοινωνικό και περιβαλλοντικό. Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να είναι, για παράδειγμα, η έλλειψη ορίων, η δυσκολία εγκαθίδρυσης σχέσεων αμοιβαίου σεβασμού, η αδυναμία δυνατότητας έκφρασης, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και το προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον.
Οι γονείς θα πρέπει να συζητούν με τα παιδιά τους, αλλά περισσότερο να τα ακούν και κυρίως να τα αφουγκράζονται. Ανησυχητικές ενδείξεις μπορεί να είναι οι αλλαγές στη συμπεριφορά, η επιθετικότητα ή η απάθεια, η έλλειψη ενδιαφέροντος για το σχολείο και τις εξωσχολικές δραστηριότητες, οι απουσίες, αλλά και οι μικροκλοπές από το οικογενειακό ταμείο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γονείς θα πρέπει διακριτικά να παρακολουθούν διαρκώς το παιδί, χωρίς να παρεμποδίζουν τη φυσική εξέλιξη και ανάπτυξή του και σίγουρα αποφεύγοντας να γίνουν πιεστικοί και απαγορευτικοί. Θα πρέπει, επίσης, να αποφεύγουν τις συνεχείς αναφορές στους κινδύνους και να φροντίζουν να μην μεταδίδουν την ανησυχία τους στα παιδιά, γιατί εκείνα μεταφράζουν τη συμπεριφορά των γονιών τους ως υπερβολική, βλέπουν την απειλή “μεγαλοποιημένη” και τελικά ενδίδουν στους πειρασμούς, αντί να αντισταθούν. Οι συζητήσεις μαζί τους θα πρέπει να είναι διερευνητικές, με “μαιευτικό” Σωκρατικό τρόπο, ώστε να καταλάβουν οι γονείς τι γνωρίζουν και τι πρεσβεύουν τα παιδιά τους για το θέμα και να τα διαφωτίσουν.
Αν ο γονέας αντιληφθεί πως το παιδί έχει αποκτήσει έστω και μία εμπειρία χρήσης, θα πρέπει άμεσα να απευθυνθεί στους ειδικούς των Μονάδων Εφηβικής Υγείας των Νοσοκομείων, του ΚΕΘΕΑ, αλλά και άλλων Οργανισμών που θα βοηθήσουν και θα καθοδηγήσουν σωστά στην επίλυση του προβλήματος.
Φωτογραφία εξωφύλλου: iStock
Επιμέλεια κειμένου: Νίκη Κλεισούρα
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ