Σκοτάδι. Αμαλίας 36. Τα έργα φωτίζουν μόνο τις ψυχές που ταξίδεψαν στο χώρο και στο χρόνο. Κι έφεραν λάφυρα. Ρούχα, αξεσουάρ, βλέμματα, συναισθήματα. Φωτογραφίες, έργα τέχνης κι ένα βελόνι που τρύπησε για να τρέξει αντί για αίμα, καθαρή δημιουργία. Ο Βαγγέλης Κύρης σκηνοθετεί τα πρόσωπα μέχρι να αποτυπώσει τις μνήμες του και ο Anatoli Georgiev τους κεντάει μια δεύτερη ζωή. Μια έκθεση διαφορετική από όσα έχεις δει. Να πας. Μέχρι τις 7 Απριλίου, μέχρι την Κυριακή (αφού πήρε παράταση), ένα εσωτερικό ταξίδι σε περιμένει. A Voyage Within έτοιμο να σε μεταφέρει με τις εικόνες και τις κλωστές του σε άλλους τόπους…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Λίγες μέρες πριν, εκεί στη γειτονιά μας, στη Νέα Σμύρνη, στο σπίτι που μένει εδώ και χρόνια, ένας άνθρωπος που δεν μετακόμισε ποτέ. Εκεί στο καταφύγιό του, όπου έχουμε ξενυχτήσει αμέτρητα βράδια με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, το τζάκι αναμμένο και την ποίηση του Καβάφη. Μέχρι να μας βρει το ξημέρωμα. Με τον Βαγγέλη Κύρη, συζητάς πάντα για τέχνη. Για μόδα, για ζωγραφική, για συγγραφείς, για γλύπτες. Ανοίγει συρτάρια, ανοίγει ντουλάπια. Η δημιουργικότητά του ξεχειλίζει μονίμως και η τέχνη είναι πάντα το φίλτρο της καθημερινότητάς του. Η οπτική του γωνία.
Περιφέρεται στο χώρο άλλοτε φορώντας ένα κιμονό, άλλοτε μια κελεμπία… Λάφυρα. Παραδοσιακά στοιχεία που έφερνε πάντα από τα μεγάλα του ταξίδια. Ανέκαθεν ταξίδευε. Σε τόπους μακρινούς, περίεργους. Όχι από εκείνους τους κλασικούς που επιλέγουν όλοι. Και πάντα έφερνε μαζί του εικόνες, βλέμματα, στιγμές που τον άλλαζαν, τον γέμιζαν, τον πήγαιναν παρακάτω. Ποτέ δεν του έφτανε ο τόπος του και ταυτόχρονα είχε ριζώσει. Στο πέτρινο σπίτι με την ιδιαίτερη διαρρύθμιση που σετάρεται ιδανικά με την προσωπικότητά του. Πέτρα, ξύλο, γυαλί, σίδερο. Όλα τα στοιχεία και όλες οι αντιθέσεις μαζί. Φως σκοτάδι. Μπροστά πίσω. Παρελθόν Μέλλον. Παρόν.
Για το παρόν θα μιλήσουμε. Και για την τέχνη του τώρα. Κάνοντας μια βόλτα στο παρελθόν, τσιμπλογώντας κάτι από το μέλλον και καταλήγοντας στο σήμερά του…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
“Είχα πάντα μία τάση να κάνω τη μόδα τέχνη. Είχα μία τάση τις φωτογραφίες και τα editorial να τα βλέπω με ένα μάτι πιο καλλιτεχνικό, πιο ψαγμένο, πιο εσωτερικό, πιο όλα αυτά. Και το κατάφερνα”.
Και τα κατάφερνε. Οι δουλειές του διαφορετικές. Η ταυτότητά του αναγνωρίσιμη. Οι μόδες του αξέχαστα δημιουργικές.
“Η επιλογή μου στη μόδα δεν ήτανε δικιά μου. Ήτανε της μητέρας μου”.
-Τι εννοείς;
Τι εννοώ… Ότι εγώ, μετά από εφτά χρόνια ψυχανάλυση, έχω καταλάβει ότι τη λατρεία για τη μόδα την είχε η μητέρα μου. Εγώ το είχα υιοθετήσει τόσο πολύ σαν δικό μου που νόμιζα ότι ήτανε δική μου επιλογή.
-Τη μαμά σου τη συνδυάζεις με τη μόδα συγκεκριμένα ή και με την τέχνη;
Συγκεκριμένα με τη μόδα. Καμία σχέση με την τέχνη. Η μητέρα μου δεν είχε καμία σχέση με την τέχνη, αλλά λάτρευε τη μόδα. Αν είχα μία άλλη μαμά, μπορεί να μην είχα μπει ποτέ στη μόδα και να έμπαινα κατευθείαν στην τέχνη. Θυμάμαι ως παιδάκι εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός, χορευτής, ζωγράφος, γλύπτης… Ό,τι υπάρχει από τέχνη, το είχα σκεφτεί, να γίνω. Το μόνο που δεν είχα σκεφτεί είναι να γίνω φωτογράφος. Όταν ήρθε η στιγμή να αποφασίσω τι θα κάνω, είπα εγώ θα ασχοληθώ με τη μόδα. Θα γίνω σχεδιαστής μόδας. Κι έγινα σχεδιαστής μόδας.
Ένας σχεδιαστής μόδας επαναστατικός, όπως ανέκαθεν και ο ίδιος ήταν. Αντισυμβατικός και πρωτοποριακός. Με δημιουργίες που εντυπωσίασαν το άγρυπνο και κοφτερό μάτι της Λάουρα Ντε Νίγκρις και του Άρη Τερζόπουλου και το ταξίδι ξεκίνησε. Έγινε στιλίστας, έγινε Διευθυντής Μόδας στο περιοδικό Γυναίκα και η δημιουργικότητά του άνθισε. Τα πατρόν και τα σχέδια έμειναν στην άκρη. Στη ζωή του μπήκαν τα μοντέλα, οι μακιγιέζ, οι κομμωτές, τα επώνυμα ρούχα και τα άμετρητα ταξίδια.
Οργασμός δημιουργίας. Το καλύτερό του. Δουλεύει ασταμάτητα. Κοιμάται στο γραφείο. Τσεκάρει τα πάντα. Και όλα αυτά τον οδηγούν στο αναπόφευκτο…
-Ο λόγος που πήγες στη φωτογραφία ήταν γιατί σε γοήτευε αυτό που κάνει ο φωτογράφος ή γιατί δεν έπαιρνες την εικόνα που είχες οραματιστεί κι έπρεπε να επέμβεις;
Το δεύτερο. Είχα αρχίσει να λέω: τράβα το από πάνω, τράβα το από κάτω, βάλε το φως έτσι, βάλε το φως αλλιώς, ανέβα πάνω, γύρνα εκεί. Και σε ένα ταξίδι που πήγα τέλος πάντων με έναν φωτογράφο που βαριότανε, δανείστηκα τη φωτογραφική μηχανή του Άρη Τερζόπουλου και το ένα editorial το έκανα εγώ.
-Άρα, η ζωή σε πήγε προς τα εκεί.
Ναι.
-Κι εσύ όμως την άκουσες. Άκουσες τη δημιουργικότητά σου και δεν βολεύτηκες εκεί που ήσουν ήδη.
Την ακούω και άκουσα και ανθρώπους που έχει βαρύτητα η γνώμη τους για μένα.
-Έχεις και κάτι άλλο. Δεν φοβάσαι τις αλλαγές.
Όχι. Τις επιδιώκω μάλιστα. Τις επιδίωκα μικρός κι ακόμα και τώρα έχω μια τάση να επιδιώκω τις αλλαγές. Εκεί με είχε οδηγήσει ένα τραγούδι του David Bowie. To Change. Στο να σκέφτομαι και να θέλω τις αλλαγές. Ένιωθα ότι η ζωή μου θα γινότανε πάρα πολύ μικρή αν ζούσα λίγα πράγματα. Ή αν ζούσα το ίδιο πράγμα συνέχεια.
-Τη βολή σου δεν την έχεις αναζητήσει ποτέ;
Τη βολή μου την έχω τακτοποιημένη. Το ότι δεν μετακομίζω, το ότι έχω ρίζα, σε ένα σπίτι.
Σε αυτό το σπίτι τον γνώρισα πριν είκοσι χρόνια περίπου, όταν πήγα για να του κάνω μια συνέντευξη. Ένα γυμνό κορίτσι, μοντέλο, κρατούσε το κομμένο κεφάλι του στα χέρια της κι εκείνος ακέφαλος. Αυτή ήταν η εικόνα που επέλεξε για να συνοδεύσει τη συνέντευξή του. Ακέφαλος. Μιλούσαμε για ώρες και μετά για χρόνια. Για να συνειδητοποιήσω πως ο Βαγγέλης δεν ζει για την τέχνη, αλλά μέσα στην τέχνη.
Περιβάλλεται από έργα του που κανείς μέχρι τώρα δεν έχει δει. Είναι εσωτερικής κατανάλωσης και κάποτε θα δούνε το φως της δημοσιότητας. Περιβάλλεται από αντικείμενα που έχει φέρει από τις χώρες που ταξίδεψε. Από λέξεις και φράσεις γραμμένες. Από χαρτιά, από τυπωμένες φωτογραφίες, από editorial παλιά που σκαλίζουμε. Στο σπίτι του θα συναντήσεις μόνο ανθρώπους που η δημιουργικότητα είναι ψηλά στις προτεραιότητές τους. Καλλιτέχνες με το δικό τους τρόπο. Φυσιογνωμίες συλλεκτικές.
-Όλη σου η ζωή έχει ένα φίλτρο τέχνης. Και όχι μόνο η δουλειά σου. Οι φιλίες σου, οι συζητήσεις σου, ο τρόπος που ζεις, όλα.
Ακριβώς. Εγώ πρώτα από όλα, και τους φίλους μου και τους έρωτές μου και την οικογένειά μου ακόμα, τα έχω κατατάξει μέσα στο μυαλό μου σαν ταινίες. Όλα έχουν κάτι κινηματογραφικό. Έχει και μουσική. Η φιλία μας ας πούμε…
Η φιλία μας. Ξεκίνησε όταν ήταν ήδη επιτυχημένος φωτογράφος. Όταν συνεργαζόταν με τα μεγαλύτερα περιοδικά μόδας. Όταν τα ρούχα τα αντιμετώπιζε σαν ποίηση, το κάδρο ως τρόπο έκφρασης, το αποτέλεσμα ως λύτρωση. Ποιος είπε ότι η μόδα δεν μπορεί να καθίσει δίπλα στην τέχνη;
“Όταν μπήκα στη φωτογραφία, όταν άρχισα να φωτογραφίζω κι έκανα διάφορα πράγματα είδα πόσο μεγάλη τέχνη είναι η φωτογραφία. Είδα ότι υπήρχανε εξειδικευμένοι φωτογράφοι… άλλοι ήτανε μόδας, άλλοι ήτανε πορτραίτου, άλλοι ήτανε τοπίου, άλλοι ήτανε για το θέατρο, άλλοι ήτανε για το χορό, άλλοι για τα κτίρια, για την εσωτερική διακόσμηση. Ενθουσιάστηκα. Λέω: τι τεράστια δουλειά που είναι αυτή! Εγώ δεν θα κάτσω να κάνω ένα. Σιγά μην κάτσω να κάνω ένα. Θα το ψάξω από παντού. Θα βάλω το πορτραίτο μέσα στη μόδα, θα βάλω το κτίριο μέσα στη μόδα, αφού έκανα μόδα. Θα βάλω το χορό, θα βάλω το θέατρο, θα κάνω story, θα κάνω αυτό, θα κάνω εκείνο… Και τι νιώθω; Ότι με τη φωτογραφία μου γίνονται όλα μου τα όνειρα πραγματικότητα. Γιατί αρχίζω και φωτογραφίζω σαν ζωγράφος… κινηματογραφικά, θεατρικά, γλυπτά…”
Αχόρταγος. Αυτή είναι η λέξη του. Ο Βαγγέλης ποτέ δεν χόρτασε τη ζωή, ποτέ δεν χόρτασε την έκφραση και τη δημιουργία. Ποτέ δεν χόρτασε την τέχνη σε όλες της τις μορφές. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμη και αυτή του δίνει ζωή. Βαμπίρ. Είναι ένα βαμπίρ που μυρίζει την καλλιτεχνική σου φλέβα και τη ρουφάει με θαυμασμό και σεβασμό.
“Δεν χορταίνω όχι. Και η αλήθεια είναι ότι τότε αυτό μου έδωσε τέτοιο άνοιγμα που το παράκανα. Το καταλαβαίνω. Το παράκανα και σε θέμα δουλειάς -δούλεψα πάρα πολύ, και το παράκανα αν θέλεις και επιλέγοντας και πολύ βαριά θέματα -γιατί είχα την άνεση κι έκανα ό,τι ήθελα. Μέχρι που τα πράγματα αρχίσανε να αλλάζουνε στο στερέωμα της μόδας. Δηλαδή εκεί που εμείς, οι κάποιοι πηγαίναμε προς την κορυφή τη μόδα την ελληνική, και μάλιστα υπήρχε περίοδος που μας στέλνανε όλα τα καλύτερα μοντέλα εδώ, βγαίνουνε κάποιοι εκδότες που είδανε μόνο το χρήμα και στρίβει η ποιότητα της μόδας και κάνει μια κατακόρυφη βουτιά. Η ποιότητα. Μένουνε τα περιοδικά να βγάζουνε λεφτά… Εκεί, σε συνδυασμό με την παγκόσμια κρίση, κατέρρευσαν όλα. Αλλά το χάος και η καταστροφή φαινότανε πολύ νωρίτερα. Τα γρανάζια του κάτω, της πτώσεις, όποιος είχε λίγη εξυπνάδα, τα έβλεπε. Τώρα βλέπω τα γρανάζια του επάνω, ότι ξεκινάνε να ανεβαίνουν τα πράγματα, όσο και να μην τα βλέπει ακόμα κανείς.”
Παύση. Κενό. Οι δουλειές να μειώνονται …και μια “ρετσινιά”.
“Κάπως πέρασα και περνάω μία περίοδο, μια ρετσινιά που το λέω ακόμα: Για τους εικαστικούς ήμουνα μοδάτος και για τους μοδάτους εικαστικός”.
Εγκλωβισμένος στο μεταίχμιο. Στο σύνορο. Αρνούμενος να παίξει το παιχνίδι της εμπορικότητας από τη μία, με ακόμα εκκολαπτόμενη την αυτοπεποίθηση για να περάσει ξεκάθαρα στην τέχνη. Συνειδητά αντίθετος με τις εκπτώσεις στο όραμά του και στη δημιουργικότητά του, αλλά ακόμα ανασφαλής για να δηλώσει καλλιτέχνης σκέτο.
-Και το άλμα πως έγινε;
Ουσιαστικά δεν έγινε ποτέ κάποιο άλμα. Από τη μία μέρα στην άλλη, από το τίποτα. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι φθίνω και φθίνει και η δουλειά μου μέσα σε αυτόν τον περίγυρο των εμπορικών περιοδικών σε συνδυασμό με το ότι ξεκίναγε η κρίση. Επίσης, δεν μπορούσα να ταξιδέψω πια -κάπως η ζωή μου μάλλον, με τις σχέσεις μου, με τη μητέρα μου, με τους δεσμούς μου και με το ίδιο μου το σπίτι, δεν με άφηνε, παρόλο που είχα τις ευκαιρίες, κάνοντας Armani, κάνοντας κάποια ωραία πράγματα που είχα την ευκαιρία να έχω κι έναν agent στο Μιλάνο, δεν πήγα.
-Το ξέρω.
Το ξέρεις γιατί ήσουνα εκεί. Με αποτέλεσμα να έχω βάλει ένα όριο και να λέω: εγώ θα είμαι στη μόδα μέχρι μια τάδε ηλικία, μόλις φτάσω σε αυτήν την ηλικία, εγώ έφυγα και κάνω τέχνη. Γιατί ήδη εδώ και δέκα χρόνια -πριν από αυτό, μάζευα. Έκανα τον Τσαρούχη, έκανα το ένα έκανα το άλλο. Και τα έβαζα στο συρτάρι μου και στους τοίχους.
-Εκφραζόσουν εσύ για σένα.
Ακριβώς. Αλλά είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι κάποια στιγμή θα τα παρατήσω όλα και θα πάω προς τα εκεί και με ένα υλικό που ήδη φτιάχνω.
-Άρα όλα αυτά που εμείς οι φίλοι σου έχουμε δει, θα τα βγάλεις;
Ναι. Απλά ξέρεις τι, δεν γίνεται να σταματήσω να παράγω, αυτήν την εποχή. Οπότε, δεν ξέρω πως θα το συνδυάσω, αλλά θέλω να παράγω καινούρια πράγματα, γιατί εγώ επειδή τα ξέρω κάτι παλαιότερα, δεν τα θεωρώ καινούρια. Αλλά για τον κόσμο θα είναι καινούρια. Θα δούμε πως θα έρθει ο συνδυασμός και πότε θα βγει ο Τσαρούχης, πότε θα βγει το El Greco κλπ. Τώρα ήταν η στιγμή του A Voyage Within.
“Εγώ όταν είχα βάλει αυτήν ημερομηνία της ηλικίας μου, που θα φύγω από τη μόδα, χτύπησε βαριά η κρίση. Οπότε δεν με έπαιρνε να κάνω μία τέτοια αλλαγή. Με ό,τι είχε απομείνει καταφέραμε να επιβιώσουμε αυτά τα δέκα χρόνια της κρίσης και ψάχνοντας συνέχεια στο μυαλό μου πως θα ξεφύγω και θα πάω από δω εκεί. Σε κάποια στιγμή της ζωής μου, εμφανίζεται στη ζωή μου, ως πολύ καλός φίλος ο Ανατόλι, όπου ξεκινάμε να δουλεύουμε μαζί σε αυτό που υπήρχε. Να με βοηθάει στη φωτογραφία, να μαθαίνει τη φωτογραφία, να με συμβουλεύει με τον αφελή και αθώο του τρόπο πιο σωστά από κανέναν άλλον… Δηλαδή τον τσέκαρα κι έκανα μάλιστα και κάποιου είδους τεστ επάνω του, δικά μου. Τον τσέκαρα στην κοινή αισθητική που είχαμε, στην πιο βαθιά όμως κοινή αισθητική, όχι στην επιφανειακή. Σε πάρα πολλά σημεία. Κι εκεί άρχισε να φαίνεται ότι έχουμε μια κοινή αισθητική, κάτι που δεν μπορείς να το καταλάβεις από τον πρώτο μήνα ούτε από την πρώτη βδομάδα. Περνώντας όμως ο καιρός και δουλεύοντας μαζί, τόσο κοντά…
-Είναι ωραίο όμως όταν αρχίζεις να το υποψιάζεσαι και τελικά να αποδεικνύεται. Και να επιβεβαιώνεται ότι έχεις δίκιο.
Ναι. Και ειδικά όταν επιβεβαιώνεται αλματωδώς μετά. Δηλαδή όχι όσο το υποψιάστηκες, αλλά ξεπερνάει και αυτό που υποψιάστηκες. Κι έρχεται κάποια στιγμή που εγώ έχω την ανησυχία να πάω να κάνω μία έκθεση σε ένα μουσείο ή σε μία γκαλερί. Και βγάζω το A Voyage Within, ως φωτογραφίες τότε και το ετοιμάζω για να το δώσω το Μουσείο Μπενάκη, να περάσει από διοικητικό συμβούλιο, να δούμε αν θα γίνει η έκθεση. Γίνονται όλες οι διαδικασίες κι αυτά… Την ίδια εποχή όμως επειδή εγώ έκανα πάρα πολλές δοκιμές: σε χαρτιά, μέχρι σε χαρτί περιτυλίγματος τύπωσα, τύπωνα έκανα δοκιμές στα πάντα. Έρχεται ένα μηχάνημα στην Έλλάδα που τυπώνει εκπληκτικά σε ύφασμα -επιτέλους!- που είναι αντίστοιχο του τυπώματος μιας καλής φωτογραφίας. Και κάνω αυτήν την πρώτη δοκιμή. Κι επειδή είναι από φωτογραφίες από τα ταξίδια μου κι έχει πολλά κεντήματα… μόλις έχουμε το ύφασμα στο χέρι και το δείχνω στον Ανατόλι, μου λέει: Θέλεις να στο κεντήσω; Λέω γιατί, ξέρεις να κεντάς; Μου λέει, όχι. (γέλια)
-Αλήθεια; Νόμιζα ήξερε.
Όχι, δεν ήξερε.
-Πόσα χρόνια δουλεύεις αυτό το πρότζεκτ;
Τρία χρόνια.
-Κι έφτασε σε αυτό το επίπεδο το κέντημά του σε τρία χρόνια;
Σε αυτό το επίπεδο έφτασε σε μία εβδομάδα.
Anatoli Georgiev
Ο Ανατόλι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βουλγαρία. Κάποτε, παιδί ακόμα, κέντησε το περίγραμμα ενός περιστεριού το οποίο μάγεψε τη δασκάλα του. Ασχολήθηκε με το χορό και τη φωτογραφία και από το 2014 έγινε στενός συνεργάτης και πηγή έμπνευσης για τον Βαγγέλη Κύρη.
Αν τον συναναστραφείς, το πρώτο πράγμα που θα παρατηρήσεις είναι η κομψή του αύρα. Οι αέρινες κινήσεις. Η ελαστικότητα. Το άηχο πάτημα ενός αιλουροειδούς. Οι ντελικάτες κινήσεις και μια φωτιά στο βλέμμα. Χαμηλών τόνων σε πρώτη ανάγνωση. Δημιουργική ένταση σε δεύτερη. Κεντάει ασταμάτητα, όσο μιλάμε.
Τον ρωτάω αν ξέρει από πριν τι θα κάνει. Αν κοιτάει την εικόνα, αποφασίζει που θα κεντήσει και μετά προχωράει. “Όχι. Ξεκινάω και με πάει από μόνο του”
Η αύρα του μοιάζει να μην έχει ήχο. Κι αν κάνεις ησυχία θα ακούσεις μια καθησυχαστική μελωδία. Αν κάνεις ακόμα περισσότερη ησυχία θα ακούσεις μια εκκωφαντική ψυχή που εκφράζεται με κλωστές. Ακούει τα χέρια του και ταξιδεύει. Ταξιδεύει όσο εμείς μιλάμε κι ενώνει με κλωστές το παρελθόν με το παρόν και το απελευθερώνει στο μέλλον. Τα εγκαίνια της έκθεσης πλησιάζουν.
A Voyage Within
Το πρώτο δείγμα, κάπου στο ατελιέ του Βαγγέλη. Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου της Στέγης που πήγε να τη φωτογραφίσει και το εκπαιδευμένο μάτι της έπεσε πάνω του. “Αυτό είναι συγκλονιστικό. Αυτό να προχωρήσεις”.
“Κι εκεί πια μας πιάνει με τον Ανατόλι και κάνουμε δέκα τυπώματα, κι αρχίζει και τα δοκιμάζει. Σιγά σιγά. Δεύτερο, τρίτο, πέμπτο. Κάνουμε δέκα, τα στέλνουμε στον Καναδά σε μία έκθεση… Μέχρι που ένα καλοκαίρι γνωρίσαμε την Έρικα Βασιλείου, που τώρα πια είναι πολύ κολλητή μας φίλη και συνεργάτιδά μας. Έχει στην Κύπρο ένα είδος γκαλερί και το λάτρεψε τόσο πολύ όλο αυτό. Οπότε και κάναμε την πρώτη έκθεση στην Κύπρο. Σε προκαταρκτικό στάδιο. Τώρα το βλέπουμε σαν παιδικό πια. 40 κομμάτια μικρά τότε, και σε μαξιλάρια και σε μικρά τελάρα. Θέλαμε τότε να προσαρμόσουμε την τέχνη σε διάφορα… Δηλαδή το σκεπτικό μας ήταν να κάνουμε ένα μαξιλάρι αλλά να είναι τέχνη. Να κάνουμε ένα αμπαζούρ αλλά να είναι τέχνη. Να κάνουμε ένα κιμονό αλλά να είναι τέχνη. Και πάμε εκεί με 40 κομμάτια και πουλάμε 78. Εκεί, ανέβηκαν τα φτερά μας. Το βλέπει η Έρικα. Της αρέσει αυτό που βλέπει. Και η ίδια αυτό που πίστεψε της βγήκε αληθινό. Ακούσαμε πολύ ωραία πράγματα. Το λάτρεψε ο κόσμος. Την επόμενη χρονιά, κάναμε δύο εκθέσεις στην Κύπρο, μία στη Λεμεσό και μία στη Λευκωσία και τελικά με διπλάσια επιτυχία. Έχουμε πάει πια σε κάποιους μεγάλους πίνακες, έχουμε και μερικά μικρά. Διπλασιάζεται η επιτυχία, διπλασιάζονται τα σχόλια, και το ονομάζουμε όλο αυτό το θέμα όπως το είχαμε ονομάσει στην αρχή A Voyage Within. Ένα εσωτερικό ταξίδι.
-Δικό σου;
Κοίτα, αρχικά ξεκίνησε από δικό μου γιατί ήταν οι πρώτες δικές μου φωτογραφίες με αυτόν τον τίτλο. Ουσιαστικά το είπα A Voyage Within γιατί δεν είναι τίποτα λαογραφικό. Ένα μπέρδεμα είναι όπως είναι το μπέρδεμα των εντυπώσεων από τα πολλά ταξίδια. Και για αυτό το θεωρούσα ένα εσωτερικό μου ταξίδι. Ένα πολιτισμικό μπέρδεμα. Χώρες που εγώ έφερνα διάφορα ως λάφυρα γιατί μου άρεσε να παίρνω κελεμπίες, κοσμήματα, πράγματα… Κι όλα αυτά κάποια στιγμή, λέω, τι τα θέλω. Ας αρχίσω να τα φωτογραφίζω. Κι έτσι ξεκίνησα να κάνω αυτά τα πορτρέτα…
-Και βρήκες κι έναν άλλον τρόπο να ταξιδεύεις μιας και τον τελευταίο καιρό δεν μπορούσες να ταξιδεύεις.
Και ξαναέκανα τα ταξίδια μου από την αρχή και για αυτό γίνανε ένα εσωτερικό ταξίδι. Αυτό το εσωτερικό ταξίδι μετά όμως λειτούργησε… Επίσης, κάτι που είναι τελείως δικό μου είναι τα βλέμματα των φωτογραφιών και των πορτρέτων. Που και αυτά έχουν προέλθει από τα βλέμματα που έχω δει στα ταξίδια.
-Βλέμματα που έχεις δει σε ντόπιους εκεί;
Ναι, ναι. Που έχουν να κάνουν με τη θλίψη, με την αθωότητα…
-Αυτό πως το πετυχαίνεις;
Δεν ξέρω. Με μία καθοδήγηση…
-Που λες τι; Ζητάς να είναι ο όποιος φωτογραφίζεις λίγο πιο θλιμμένος, λίγο πιο αθώος, λίγο πιο χαρούμενος;
Όχι. Άμα πω τη λέξη θλιμμένο το ‘χασα. Γιατί θα πάει να κάνει κάτι θεατρικά θλιμμένο που δεν είναι ποτέ ωραίο. Λέω χαμήλωσε τα μάτια σου…
-What? Δεν κάνεις επίκληση στο συναίσθημα;
Όχι. Γιατί αν κάνω επίκληση στο συναίσθημα το έχω χάσει. Εγώ απλά πατάω βιαστικά το κλικ όταν λέω κάνε αυτήν την κίνηση.
-Άρα καθοδηγείς τα χαρακτηριστικά; Τα μάτια, το πρόσωπο, τη μύτη;
Και το τραβάω πριν φτάσει στο σημείο εκεί που θα φτάσει.
-Σκηνοθετείς το πρόσωπο, τα χαρακτηριστικά;!;!
Κάτα κάποιο τρόπο.
-Δεν το είχα φανταστεί ποτέ αυτό τόσα χρόνια που σε ξέρω. Νόμιζα ότι λες νιώσε αυτό.
Όχι. Δεν έχω πει ποτέ νιώσε αυτό. Γιατί όποτε το είπα ήτανε τραγωδία. Αν πω σε έναν άνθρωπο κάνε μου δράμα θα μου κάνει κάτι υπερβολικό. Αν του πω όμως σήκωσέ μου τα φρύδια στη μέση επάνω σιγά σιγά… όταν αρχίσει να προσπαθεί να το κάνει εγώ αρχίζω και τραβάω πάρα πολύ γρήγορα.
-Τέλειο. Είσαι σαν με έναν τρόπο να ζωγραφίζεις στο πρόσωπό μου, με τη σκηνοθεσία σου ώστε να με κάνεις να νιώθω θλιμμένη ενώ μέσα μου μπορεί να μην είμαι.
Ή το αντίθετο. Μπορεί να βγάλω ας πούμε μία αθωότητα σε κάποιον που δεν είναι καθόλου αθώος.
-Καταλαβαίνεις από πριν τι θα σου δώσει το πρόσωπο που έχεις απέναντί σου; Έχεις στο μυαλό σου την εικόνα που θέλεις να πετύχεις;
Όχι. Για αυτό είναι σαν γέννα όλο αυτό. Κάνουμε την πράξη της γονιμοποίησης αλλά δεν ξέρουμε τι παιδί θα μας βγει.
-Το που θα επέμβει και θα κεντήσει ο Ανατόλι επιλέγει εκείνος;
Ναι. Μετά έρχεται το ταλέντο του Ανατόλι, το οποίο δεν το ήξερε ούτε ο ίδιος, ούτε εγώ, κανένας φυσικά. Έρχεται να ζωντανέψει αυτήν την εικόνα, να την κάνει τρισδιάστατη, με χειροποίητη επέμβαση. Το ταλέντο του Ανατόλι όμως δεν είναι μόνο το πόσο ωραία κεντάει, αλλά και το πόσο σωστά ακολουθεί μία φωτογραφία με τις φωτοσκιάσεις της.
-Μου έλεγε πριν ότι δεν κοιτάει τη φωτογραφία και σκέφτεται από πριν τι θα κάνει, που θα κεντήσει και τι υλικά θα βάλει. Του βγαίνει στην πορεία.
Του βγαίνει με τον ίδιο τρόπο που μου βγαίνει και μένα η φωτογραφία. Αυτό είναι το φοβερό.
-Τον καθοδηγεί μόνο του αυτό που κάνει.
Γιατί σκέψου αν το έπιανε κάποιος άλλος στα χέρια του αυτό, θα μπορούσε να βγει πολύ κιτς.
Κεντάει ώρες. Νύχτα μέρα. Εμένα με σοκάρει. Στον Ανατόλι του αρέσει πολύ. Ταξιδεύει. Βελονιά βελονιά. Έρχεται σε επαφή με το μέσα του. Οι σκέψεις σταματάνε. Το βελόνι ταξιδεύει πάνω σε πρόσωπα από μακριά. Το μυαλό αδειάζει. Η δημιουργικότητα είναι λυτρωτική και η πολύωρη δουλειά δεν τον κουράζει καθόλου. Σέβονται και αγαπούν και οι δυο το χειροποίητο.
“Καταλαβαίνεις ότι η πολλή δουλειά σε κάτι, έχει μία άλλη αξία, έχει μία άλλη ενέργεια.”
-Κοστολογείται;
Δεν κοστολογείται όχι. Κι εμείς δεν το κάνουμε για το κόστος. Εμείς το κάνουμε…
-Για την ηδονή της δημιουργίας.
Της δημιουργίας ναι. Αλλά και για κάτι ακόμα… ανακαλύψαμε κι εμείς κάτι καινούριο, γιατί είναι καινούριο. Και ξέρεις τι, ανακαλύπτω στην πορεία, και οι δυο μας, ότι το κέντημα είναι μία μεγάλη τέχνη, αλλά ήταν στα χέρια των νοικοκυρών. Και για αυτό δεν εκτοξεύθηκε ποτέ.
-Υπάρχει παράδοση σε πολλές χώρες όσον αφορά στο κέντημα.
Υπάρχει παράδοση, αλλά το κέντημα δεν κάθισε ποτέ δίπλα στη γλυπτική, στη ζωγραφική… Όμως θα μπορούσε να κάθεται, αν το σκεφτείς.
-Ανέκαθεν ήσουν πρωτοποριακός…
…είμαι συγχρόνως και πολύ παλιακός μερικές φορές.
-Ναι. Κρατάς πράγματα από το παρελθόν, τα οποία τα φέρνεις στο παρόν, τα πας και στο μέλλον. Είναι σαν… πως είναι οι πολίτες του κόσμου… σαν να είσαι πολίτης του χρόνου.
Πολύ ωραία το είπες.
-Πηγαίνεις ανά πάσα στιγμή όπου θέλεις, σαν να ταξιδεύεις στο χρόνο, ώστε να πάρεις στοιχεία που χρειάζεσαι και να δημιουργήσεις το αποτέλεσμα που θέλεις.
Ξέρεις, σε μία πρόσφατη συνέντευξη που με ρώτησε ο δημοσιογράφος τι σας ενώνει με τον Ανατόλι, ξέρεις τι απάντησα; Και το λες εσύ τώρα, είναι φοβερό. Τα ταξίδια μας στο χωροχρόνο. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε αυτό και το είπα, αλλά όλο αυτό.. Γιατί με τον Ανατόλι ουσιαστικά επειδή γνωριστήκαμε πάνω στην κρίση δεν έτυχε η περίοδος των μεγάλων ταξιδιών που έκανα, να τα κάνουμε μαζί. Αλλά είναι σαν να τα κάνουμε στο χρόνο και στο χώρο.
Στο πριν, στο μετά, στο τώρα. Στο δίπλα, στο παραδίπλα. Στο θέλω, στο θα ‘θελα. Στο κοίτα, στο νιώσε. Στις εικόνες που αποκτούν κι άλλη διάσταση. Στην αφή, στην όραση. Στο τότε. Στον Αρμάνι και στη συνεργασία που αρνήθηκε, στο Βιετνάμ, στο Μπαλί, στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία. Στην κοκέτα μαμά του, στα “κλικ” που σκόρπισε στην πλανήτη. Στον Καβάφη, τον Καραβάτζο, στον Τσαρούχη. Στα έργα τέχνης που κοσμούν τους τοίχους του. Στα όνειρα, στα μελλοντικά επιτεύγματα. Στο μέσα τους. Στο μέσα του και σε όλα αυτά που το συνθέτουν. Σε όλα αυτά που θέλουν να εκφραστούν. Να βγουν και να ταξιδέψουν. Στην ψυχή. Στις ψυχές…
-Οπότε τώρα έχουμε ένα εσωτερικό ταξίδι…
…κι ένα εξωτερικό ταξίδι (γέλια). Το οποίο το βγάζουμε προς τα έξω. Με συνοδοιπόρους σε αυτό το ταξίδι, εκτός τον Ανατόλι και την Έρικα Βασιλείου, όπου σκοπεύουμε τη λέξη να την κρατήσουμε, δηλαδή το A Voyage Within να μείνει για να τα ταξιδέψουμε όλα αυτά.
Τέλος. Το ταξίδι έλαβε τέλος και μόλις ξεκίνησε. Όλα όσα υπήρχαν βγήκαν, εκφράστηκαν, αποτυπώθηκαν και πατήθηκε το restart.
-Πώς νιώθεις; Νιώθεις ότι είναι μία αρχή;
Νιώθω ότι είναι μία αρχή. Θα πω κάτι που πάλι το διαπίστωσα από την ψυχανάλυση. Εγώ φοβόμουν πάρα πολύ το τέλος. Και για αυτό δεν τελείωνα κανένα έργο μου. Ενώ τώρα έχω αλλάξει. Το τέλος το βλέπω ολοκλήρωση. Και πρέπει να γίνεται μία ολοκληρώση για να γίνεται καινούρια αρχή. Εγώ νιώθω αυτή τη στιγμή ολοκληρωμένος.
-Το έχεις αφήσει πίσω σου το προηγούμενο; Τη μόδα, τα editorial. Πέρασες απέναντι;
Κοίταξε να δεις, για να πούμε την αλήθεια, με έναν τρόπο, πάλι μόδα κάνω.
Τη δική του μόδα. Φωτογραφίζει τα λάφυρά του, τα αναμνηστικά του, τα όσα τα μάτια του έχουν συλλέξει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Βαγγέλης δημιουργεί με τα μάτια του. Ο Ανατόλι με τα χέρια του.
-Ανατόλι τι σχέση έχεις με τα χέρια σου;
Πολύ καλή όπως βλέπεις.
-Είχες πάντα καλή σχέση με τα χέρια σου;
Τώρα που το λες, ναι.
-Σκέφτεται με τα χέρια του…
Τα κάνει όλα καλά με τα χέρια του. Μαγειρεύει τέλεια…
-Το λέω, γιατί από τον τρόπο που μου είπε ότι δουλεύει, είναι σαν να ακούει τα χέρια του, σαν να σκέφτεται με τα χέρια του. Ενώ εσύ Βαγγέλη σκέφτεσαι με τα μάτια σου.
Το θαυμάζω αυτό που κάνει. Εγώ ας πούμε τα χέρια μου τα θεωρώ ανίκανα.
-Ανατόλι, πιάνεις ή αγγίζεις;
Αγγίζω.
-Εσύ πιάνεις. Κι εγώ πιάνω.
Εγώ πιάνω και πονάω κιόλας. Δηλαδή πονάνε και τα χέρια μου και το αντικείμενο. Ο Ανατόλι για αυτό νομίζω έχει τόσο elegant προσέγγιση στα πάντα. Ο τρόπος που θα μαγειρέψει είναι elegant, ο τρόπος που θα βάλει τα χρώματα ή θα κεντήσει είναι elegant. Ο τρόπος που θα διακοσμήσει το χώρο είναι elegant.
-Εσένα είναι;
Εμένα είναι πιο δραματικός.
Νυχτώνει. Σκοτάδι. Η μαμά του Βαγγέλη αποχωρεί για το σπίτι της. Εγώ ετοιμάζομαι για το δικό μου. Ο Ανατόλι κεντάει την τέχνη του και ο Βαγγέλης τρυπάει με το βελόνι του τις σάρκες μου. Είναι παράσημο για μένα η φιλία του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ