Δρ. Ελένη Γαλάνη, Ογκολόγος Παθολόγος, Metropolitan Hospital
Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί μία από τις συχνότερα εμφανιζόμενες μορφές καρκίνου παγκοσμίως και είναι η πρώτη κακοήθεια στο γυναικείο πληθυσμό. Στην Ελλάδα αναφέρονται 4.500 περίπου νέες περιπτώσεις το χρόνο, ενώ υπολογίζεται ότι 1 στις 8 γυναίκες παγκοσμίως θα παρουσιάσει καρκίνο μαστού. Παρατηρείται εξαιρετικά σπάνια στους άνδρες, με περίπου 100 φορές μικρότερη συχνότητα συγκριτικά με τις γυναίκες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Γνωρίζουμε σήμερα ότι, περίπου στο ένα πέμπτο των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην επιφάνεια των νεοπλασματικών κυττάρων υπερεκφράζεται ο υποδοχέας HER2. Αυτή η υπερέκταση έχει ως αποτέλεσμα επιθετικότερη βιολογική συμπεριφορά της νόσου, αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης μεταστάσεων και μειωμένη συνολική επιβίωση.
Το 1998 το μονοκλωνικό αντίσωμα εναντίον του υποδοχέα HER2 τραστουζουμάμπη έλαβε έγκριση για τη θεραπεία του HER2 μεταστατικού καρκίνου του μαστού βελτιώνοντας σημαντικά την κλινική έκβαση αυτών των ασθενών, επιπλέον όμως εισήγαγε ένα νέο θεραπευτικό μοντέλο, αυτό των στοχευουσών θεραπειών. Επίσης τo 2011 τέσσερις κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι η επικουρική χορήγηση του τραστούζουμαμπ για ένα χρόνο σε ασθενείς με πρωιμο HER2 θετικό καρκίνο του μαστού βελτιώνει σημαντικά την επιβίωση. Έως σήμερα η τραστουζουμάμπη αποτελεί τη θεραπεία εκλογής για τον HER2-θετικό καρκίνο του μαστού, τόσο σε πρώιμο όσο και σε μεταστατικό στάδιο.
Αρχικά, η τραστουζουμάμπη ήταν διαθέσιμη αποκλειστικά για ενδοφλέβια έγχυση, ανά 3 εβδομάδες ή κάθε εβδομάδα, σε δόσεις που υπολογίζονται από τον ιατρό ανάλογα με το σωματικό βάρος της ασθενούς. Ωστόσο, το 2015 κυκλοφόρησε μία νέα, εναλλακτική, ενέσιμη μορφή της τραστουζουμάμπης, η οποία είναι κατάλληλη για υποδόρια (κάτω από το δέρμα) χορήγηση. Η υποδόρια τραστουζουμάμπη χορηγείται ανά 3 εβδομάδες στη σταθερή δόση των 600 mg με χρόνο έγχυσης 2-5 λεπτά.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Κλινικές μελέτες, όπως η HannaH, η PrefHer και η SafeHer, σε ασθενείς με HER2-θετικό πρώιμο καρκίνο του μαστού έδειξαν ότι η ενδοφλέβια και η υποδόρια μορφή χορήγησης της τραστουζουμάμπης, έχουν συγκρίσιμη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα, είτε ως μονοθεραπεία είτε σε συνδυασμό με άλλους χημειοθεραπευτικούς παράγοντες. Επιπλέον, τόσο οι ασθενείς όσο και το επιστημονικό προσωπικό ανέφεραν υψηλότερα ποσοστά προτίμησης της υποδόριας έναντι της ενδοφλέβιας μορφής της θεραπείας.
Ο λόγος της προτίμησης αυτής είναι ότι η υποδόρια θεραπεία παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα. Το κυριότερο πλεονέκτημα αφορά στο χρόνο χορήγησης των 2 μορφών: η υποδόρια τραστουζουμάμπη χορηγείται εντός 2 έως 5 λεπτών, ενώ η ενδοφλέβια τραστουζουμάμπη χορηγείται εντός 90 λεπτών (πρώτη δόση) ή 30 λεπτών (επόμενες δόσεις). Έτσι, με τη χρήση της υποδόριας αντί της ενδοφλέβιας τραστουζουμάμπης, η κάθε ασθενής αποφεύγει κατά μέσο όρο συνολικά 16.3 ώρες παραμονής στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια των 18 κύκλων θεραπείας, που χορηγούνται στην πρώιμη νόσο. Είναι προφανές ότι η μειωμένη παραμονή στο νοσοκομείο, αποφορτίζει ψυχολογικά τις ασθενείς και βελτιώνει την ποιότητα ζωής τους. Στα πλεονεκτήματα της υποδόριας χορήγησης μπορούν επίσης να προστεθούν η μη καταπόνηση των φλεβών της ασθενούς (καθώς δεν χρησιμοποιούνται ενδοφλέβιοι καθετήρες) και η αποφυγή εξαγγείωσης (δηλαδή διάχυσης του φαρμάκου από τη φλέβα στον περιβάλλοντα ιστό και πέρα από αυτόν). Λόγω των πλεονεκτημάτων αυτών, διαπιστώθηκε ότι σχεδόν 9 στις 10 ασθενείς με πρώιμο HER2-θετικό καρκίνο του μαστού προτιμούν την υποδόρια χορήγηση της τραστουζουμάμπης.
Παράλληλα, η υποδόρια χορήγηση της τραστουζουμάμπης διευκολύνει σημαντικά το έργο των ιατρών, των φαρμακοποιών και των νοσηλευτών. Σε σύγκριση με την ενδοφλέβια χορήγηση, η υποδόρια μορφή δεν απαιτεί υπολογισμό της δόσης, προετοιμασία ενδοφλέβιων διαλυμάτων, φλεβοκέντηση ή τοποθέτηση μόνιμου κεντρικού φλεβικού καθετήρα (port-a-cath), συμβάλλοντας έτσι στην καλύτερη λειτουργία και αύξηση της αποδοτικότητας των ογκολογικών μονάδων. Σε μελέτες φάνηκε ότι 7 στους 10 επαγγελματίες της υγείας προτιμούν την υποδόρια θεραπεία με τραστουζουμάμπη έναντι της ενδοφλέβιας. Επιπλέον, η υιοθέτηση της υποδόριας τραστουζουμάμπης έχει υπολογιστεί, σύμφωνα με μελέτη της Δημόσιας Σχολής Υγείας σε δύο μεγάλα Ελληνικά δημόσια ογκολογικά νοσοκομεία, πως εξοικονομεί πόρους και χρήματα στο σύστημα υγείας, διευκολύνοντας την πρόσβαση των ασθενών σε νέες πιο εξελιγμένες και ακριβές θεραπείες.
Συμπερασματικά, η υποδόρια θεραπεία με τραστουζουμάμπη, στη σταθερή δόση των 600 mg κάθε 3 εβδομάδες, αποτελεί μια εναλλακτική μορφή της ενδοφλέβιας τραστουζουμάμπης, σε ασθενείς με HER2-θετικό καρκίνο του μαστού, με σημαντικά πλεονεκτήματα για τους ασθενείς, τους επαγγελματίες υγείας και το σύστημα υγείας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ