New food temptation on the block, babe! Εκεί, σε ένα από τα στενάκια στο Σύνταγμα, το Spitjack αργοψήνει στη σούβλα του ζουμερές πάπιες, κοτόπουλα και πορκέτες. Πήγαμε, είδαμε, δοκιμάσαμε και σου γράφουμε… Εγώ δηλαδή, η κοιλιόδουλη της παρέας. Το νέο γευστικό εγχείρημα του Γιώργου Μελισσάρη και του Γιώργου Κανελλόπουλου, αποφάσισε for sure να με παχύνει, με φόντο το σκηνικό του Γιώργου Παντελούκα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ξεκινάω…
Καταπραϋντικός για την αμφιβληστροειδή σου φωτισμός. Λευκά κεριά που οι φλόγες τους τρεμοπαίζουν στο κάθε τραπέζι. Και η αντανάκλασή τους φλερτάρει με την αιχμηρότητα ενός μικρού μπαλτά, δίπλα στο πιρούνι σου. Ο ρομαντισμός μου τέμνεται και χαμογελά πονηρά. Παίζει με το μυαλό μου. Παίζω κι εγώ μαζί του. Οι πολυέλαιοι στο ταβάνι με επαναφέρουν στον Παριζιάνικο ερωτισμό, όσο το σκηνικό γύρω μου με ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη. Το Spitjack είναι μια ζεστή αγκαλιά, ένα μικρό μαγαζί, ίσα ίσα για να σε σφίξει μέσα του, στην οικειότητά του και το στιλ του. Και λίγο αργότερα, να αποπλανήσει τον ουρανίσκο σου. Τα προκαταρκτικά σε προετοιμάζουν για να υποδεχτείς τον πρωταγωνιστή. Πάπια, κοτόπουλο ή ξεκοκαλισμένη πορκέτα; Η ροτισερί γυρίζει αργά. Σε πρώτο πλάνο.
Σκούφου 10. Λίγο μετά τις 9. Καθρεφτίζομαι στον μπαλτά μου. Διορθώνω το κραγιόν μου, αν και ξέρω ότι σε λίγο θα τραπεί σε φυγή καθώς η ζουμερή πρωτεϊνη θα μπαίνει στο στόμα μου. “Μμμμ…” επιφώνημα ηδονής. Συγγνώμη, αλλά έχω μια ερωτική σχέση με το φαγητό. Και η τραγανότητα της πέτσας με έκανε να ξεχάσω τους τρόπους μου δημοσίως. Όταν μερικά πράγματα δεν τα περιμένεις τόσο έντονα, ο αυθορμητισμός παίρνει τα ηνία από το savoir vivre. Το μπαλταδάκι μου λερώνεται. Το ίδιο και χέρια μου. Δοκίμασα πάπια, δοκίμασα την ξεκοκαλισμένη πορκέτα και ακόμα τη σκέφτομαι.
Το κερί ανάμεσά μας λιώνει στο κηροπήγιό του. Πιάνουμε κουβέντα με τα κορίτσια στο διπλανό τραπέζι. Είμαστε τόσο κοντά. Μέχρι να φύγουμε γινόμαστε μια παρέα, υπό το βλέμμα των πολυελαίων. Οι σταρ σε πορτρέτα γύρω μας, με αρτίστικη διάθεση, συμμετέχουν στη γευστική συνωμοσία μας. Να πας. Αν κινείσαι στο κέντρο, να πας οπωσδήποτε. Ακόμα κι αν δεν κινείσαι, αξίζει τον κόπο να κατέβεις για μια γευστικότατη βόλτα στα στενάκια του Συντάγματος.
Άλλη μια γουλιά κρασί και χάθηκε κάθε ίχνος αυτοσυγκράτησης. Έφαγα και καλαμπόκι, πρόστυχα πασαλειμμένο με βούτυρο. Και πουρέ πατάτας. Δεν τρώω πατάτες. Ούτε πουρέ. Η τρούφα μέσα του με λύγισε. “Μμμμ…” Συγγνώμη. Ξανά.
Η ροτισερί εξακολουθεί να στριφογυρίζει αργά. Πάπιες, κοτόπουλα, πορκέτες σιγολιώνουν… Σάλτσες της επιλογής σου τα συνοδεύουν. Χαιρετίσματα. Στη διαιτολόγο μου, στη ζυγαριά μου, στο μπικίνι μου, στο skinny jean μου. Δεν μου καίγεται καρφάκι. Τα αγόρια άλλωστε προτιμάνε τα κορίτσια ζουμερά. Ώχου, άσε μας… Τελειώνω και τη σαλάτα. Chopped salad με λάχανο, καρότο, iceberg, jalapeno, ψιλοκομμένο crispy κρεμμυδάκι. To μενού υπογράφει ο σεφ Μιχάλης Μερζένης. Κι εγώ υπογράφω το ότι δεν θα το μετανιώσεις αν πας. Μα τους χίλιους μπαλτάδες!
Τα κρέατα από τη rotisserie σερβίρονται και σε brioche roll sandwiches. Και σύντομα, αν είσαι τυχερό κορίτσι και μένεις κέντρο, θα μπορεί να έρχεται και σπίτι σου με ένα τηλεφώνημα.
Θα ήθελα να κλείσω λέγοντας ότι η σχέση μεταξύ ποιότητας και τιμής είναι εξαιρετική. Με 15-20 ευρώ κάνεις τον ουρανίσκο σου να χειροκροτεί. Μπορείς να πας και το μεσημέρι. Η rotisserie γυρίζει από τη μία μέχρι αργά το βράδυ. Εκτός Κυριακής, ναι;
Αν πας μην ξεχάσεις να δώσεις φιλιά στην πιο γλυκιά, εξυπηρετική και friendly σερβιτόρα της πόλης. Τη λάτρεψα!
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ