Την ερχόμενη Κυριακή θα στρωθεί για 97η χρονιά, το κόκκινο χαλί των Oscars. Σχεδόν έναν αιώνα τώρα βραβεύονται οι καλύτερες ταινίες, ηθοποιοί αλλά και συντελεστές και η αλήθεια είναι ότι το χρυσό αγαλματάκι είναι εκείνο που ονειρεύονται όλοι όσοι ασχολούνται με τη βιομηχανία του κινηματογράφου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το έχουν αποκτήσει εκατοντάδες μεταξύ των οποίων υπάρχουν και 6 Έλληνες που έμειναν στην ιστορία. Κατίνα Παξινού, Μάνος Χατζιδάκης, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Κώστας Γαβράς, Θεώνη Βαχλιώτη-Όλντριτζ και Βασίλης Φωτόπουλος. Όλοι τους είναι θρύλοι και καθένας ξεχωριστά ο σημαντικότερος στον τομέα του.
Κατίνα Παξινού, Όσκαρ Β’ Γυνακείου Ρόλου: Τρία μόλις χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του Έρνεστ Χέμινγουεϊ «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» η Paramount Pictures αγοράζει τα δικαιώματα του βιβλίου έναντι του συγκλονιστικού για την εποχή ποσού των 150.000 δολαρίων! Σκηνοθέτης είναι ο Σαμ Γουντ, ο πρωταγωνιστικός ανδρικός ρόλος πάει στον Gary Cooper ενώ την «Μαρία» υποδύεται η Ingrind Bergman. Οι υπεύθυνοι του studio, δυσκολεύτηκαν πολύ με την «Pilar», την Ισπανίδα πατριώτισσα και σύντροφο του αρχηγού των ανταρτών. Όσα δοκιμαστικά κι αν έκαναν δεν μπορούσαν να βρουν την ιδανική.
Κάποιους από τους υπεύθυνους σκέφτηκε την Κατίνα Παξινού που κάνει ήδη επιτυχία στο Broadway. Της τηλεφωνούν και η συνομιλία θεωρείται θρυλική και η ίδια την έχει αφηγηθεί με τον γνωστό της χιουμοριστικό τρόπο σε συνέντυεξή της: «Ο συνομιλητής μου με ρώτησε αν είχα παίξει στον κινηματογράφο και απάντησα όχι. Με ρώτησε αν ήθελα να πάω στο Χόλιγουντ και απάντησα πάλι όχι. Τέλος, με ρώτησε, αν ήμουν διατεθειμένη να λάβω μέρος σε ένα φιλμ της Paramount και απάντησα πάλι όχι.
Πριν καλά καλά κλείσει το τηλέφωνο το είχε ήδη μετανιώσει. «Η Μonique McCall, η μάνατζέρ μου, όταν της είπα πόσο πολύ είχα στενοχωρηθεί, ενθουσιάστηκε. Μου είπε ότι αν είχα δεχτεί αμέσως, θα είχα κάνει ένα μεγάλο σφάλμα. Η άρνησή μου, θα προκαλούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους παραγωγούς οι οποίοι θα με αναζητούσαν σύντομα». Ακριβώς αυτό συνέβη. Οι άνθρωποι της Paramount επανήλθαν και της ζήτησαν να κάνει δοκιμαστικό για το ρόλο της Pilar. Κι εκείνη με το γνωστό της ταπεραμέντο και την έντονη προσωπικότητα αρνήθηκε. Πίστευε πως κανένα δοκιμαστικό, δεν μπορεί να καταγράψει το βάθος της ερμηνείας της. Δεν ήταν αυτός ο τρόπος να καταλάβουν πώς θα αποδώσει το ρόλο. Μετά από συζητήσεις εβδομάδων δέχτηκε μεν να κάνει ένα δοκιμαστικό αλλά με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο. Η Paramount έστειλε μια κάμερα στο ξενοδοχείο της στη Νέα Υόρκη κι εκείνη στάθηκε ατρόμητη μπροστά της φορώντας ένα μαύρο, βραδινό φόρεμα λέγοντας: «Είμαι η Κατίνα Παξινού. Ξέρω καλά πως με προορίζετε για το ρόλο της Pilar και σας τονίζω πως έχω νιώσει τόσο καλά αυτή τη γυναίκα, ώστε όχι μόνο μπορώ να παίξω το ρόλο της, αλλά να μιλήσω και να γελάσω όπως τη φαντάστηκε ο ίδιος ο συγγραφέας. Επειδή όμως έχω μια φήμη, που δεν εννοώ να τη χάσω με μια γελοία δοκιμή, σας λέω πως δεν θα γυρίσω καμία δοκιμαστική σκηνή ως Pilar, παρά μονάχα όταν συζητήσω τις απόψεις μου με τον ίδιο τον (σ.σ. σκηνοθέτη) Sam Wood . Διαφορετικά, κύριοι, λυπάμαι, αλλά δεν θα μπορέσω να σας ευχαριστήσω. Χαίρετε!».
Ο ρόλος της ήταν δικός της. Στις 2 Μαρτίου του 1944, στην 16η Τελετή Απονομής των Oscars ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κράτησε στα χέρια της το χρυσό αγαλματίδιο. Παράλληλα ήταν και η πρώτη μη Αμερικανίδα που βραβεύτηκε ενώ στον συγκινητικό της λόγο είπε: «Το Όσκαρ δεν είναι δικό μου. Ανήκει στην Ελλάδα. Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το βραβείο στους συναδέλφους μου στο Εθνικό Θέατρο της ρημαγμένης από τον πόλεμο Αθήνας. Ελπίζω να είναι όλοι τους καλά».
Μάνος Χατζιδάκης, Oscar Καλύτερους Τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά»: Ο Μάνος Χατζιδάκης ήταν στενός φίλος με την Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασέν. Ήταν εκείνοι που του ζήτησαν να γράψει το τραγούδι για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» που πρωταγωνιστεί η πρώτη και σκηνοθετεί ο δεύτερος. Στις 17 Απριλίου 1961 κερδίζει το Oscar αλλά δεν είναι εκεί για να το παραλάβει. Οι παρουσιαστές αμήχανοι τον καλούν νατο παραλάβει και προσπαθούν να καλύψουν το χρόνο με χιούμορ. «Είναι ο κύριος Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα;» ρωτάει η παρουσιάστρια με τον βασικό παρουσιαστή της βραδιάς Μπομ Χόουπ να απαντά: «Έρχεται με λεωφορείο από τη Γιουγκοσλαβία…». Μιας και ο συνθέτης ήταν άφαντος ο Μπομπ Χόουπ πήρε στα χέρια του το Όσκαρ του Μάνου Χατζιδάκι, λέγοντας «Περίμενα πάντα αυτή τη στιγμή…». Λίγες εβδομάδες μετά οι υπεύθυνοι των Βραβείων έστειλαν μεν το Oscar στον συνθέτη αλλά χάθηκε κατά τη μεταφορά. Όταν χρειάστηκε να φωτογραφηθεί με αυτό ο Χατζιδάκις δανείστηκε της Παξινού.
Η Ακαδημία Κινηματογράφου του έστειλε ένα αντίγραφο που λέγεται ότι το χρησιμοποιούσε για να στερεώνει την πόρτα. Σε αρκετές συνεντεύξεις τους τα επόμενα χρόνια ο Χατζιδάκις τόνιζε ότι δεν αγάπησε ποτέ ούτε τα «Παιδιά του Πειραιά» ούτε το Όσκαρ. Σε κείμενο τους με τίτλο: «Η Ρωμαϊκή Αγορά έτσι όπως γέννησε τα τραγούδια μου» είχε γράψει: «…Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω απ’ τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν’ αφαιρέσω αυτό τον «τίτλο τιμής» από την πλάτη μου…».Λέγεται μάλιστα ότι ένα βράδυ του 1963 ο ο Χατζιδάκις δειπνούσε με τη Μαρία Κάλλας στο Παρίσι. Τέσσερις μουσικοί πλησίασαν το τραπέζι τους και άρχισαν να παίζουν τα «Παιδιά του Πειραιά». Η Κάλλας τους ακολούθησε τραγουδώντας χαμηλόφωνα. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Μάνος έσκυψε και της ψιθύρισε: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια, αυτό το μέτριο τραγούδι».
Βαγγέλης Παπαθανασίου, Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής: Ανήμερα των γενεθλίων του (29 Μαρτίου) του 1982 κερδίζει το Όσκαρ για τη σύνθεση του στην ταινία «Οι δρόμοι της Φωτιάς» που δεν παρέλαβε γιατί τον πήρε ο ύπνος! Έμαθε το αποτελέσματα το επόμενο πρωί: «Δεν ξαφνιάστηκα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το περίμενα. Η προηγούμενη βραδιά μου πέρασε όπως όλες τις βραδιές, χωρίς καμία ιδιαίτερη αγωνία, γιατί ξέρω πάρα πολύ καλά ότι συνήθως δεν είμαι από τους μουσικούς που βραβεύονται, αφού η δουλειά μου δεν είναι γραμμένη με προδιαγραφές βραβείων. Γράφω χωρίς ποτέ να υπολογίζω ότι αυτό που κάνω μπορεί να έχει και κάτι άλλο εκτός από την προσωπική μου επαφή με τη μουσική. Τίποτα δεν θα αλλάξει στη ζωή μου, θα είμαι ο ίδιος άνθρωπος, θα έχω τις ίδιες συνήθειες, θα ζω στο ίδιο σπίτι μόνο που θα έχω και ένα Όσκαρ».
Ο Ευάγγελος Οδυσσέας Παπαθανασίου έγινε παγκοσμίως γνωστός ως Vangelis. Αυτοδίδακτος αλλά ευφυής συνέθετε από τα πέντε του χρόνια και ξεκίνησε στην Ελλάδα την καριέρα του συμμετέχοντας σε πρωτοποριακές progressive rock μπάντες των 60’s όπως ήταν αρχικά οι «Forminx» και στη συνέχεια η εμβληματική «Aphrodite’s child» μαζί με τον Ντέμη Ρούσσο και τον Λουκά Σιδερά.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 φεύγει με τον Ρούσσο για το Παρίσι όπου ξεκινά να πειραματίζεται σε διαφορετικά μουσικά είδη. Στα 70’s είναι πλέον ένας από τους σημαντικότερους και πιο γνωστούς συνθέτες στον κόσμο και πρωτοπόρος της ηλεκτρονικής ορχηστρικής μουσικής. Όσον αφορά στην πηγή έμπνευσης είχει πει σε μία από τις συνεντεύξεις του: «Δεν είναι θέμα έμπνευσης. Η μουσική υπάρχει παντού και το μόνο που πρέπει είναι να την εντοπίσεις. Εγώ στις ταινίες ειδικά, λειτουργώ ως το κανάλι μέσω του οποίου η μουσική αναδύεται από το χάος του θορύβου που προκαλούν οι κινηματογραφικές εικόνες».
Κώστας Γαβράς: Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου για την ταινία «Ο Αγνοούμενος»: Ο Γαβράς κέρδισε το υπέρτατο βραβείο το 1983. Ο Γαβράς δεν ήταν εκεί και το παρέλαβε ο συν-σεναριογράφος της ταινίας Ντόναλντ Στιούαρτ. Ηταινία που βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Χάουζερ που αναφέρεται στην αληθινή ιστορία του Αμερικανού δημοσιογράφου, Τσάρλι Χόρμαν, που εξαφανίστηκε στη Χιλή του Πινοσέτ. Ο Κωνσταντίνος Γαβράς γεννήθηκε στα Λουτρά Ηραίας Αρκαδίας στις 12 Φεβρουαρίου 1933 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Ενταγμένος στην Αριστερά, όπως και ο πατέρας του έφυγε για το Παρίσι το 1952, λόγω του δυσμενούς πολιτικού κλίματος στη χώρα. Σπούδασε αρχικά Φιλολογία στην Σορβόνη και στη συνέχεια στη Σχολή Κινηματογράφου του Παρισιού (IDHEC). Ξεκίνησε την κινηματογραφική του σταδιοδρομία ως βοηθός σκηνοθέτης, κοντά σε γνωστά ονόματα του γαλλικού κινηματογράφου όπως Ιβ Αλεγκρέ, Ρενέ Κλεμάν, Ρενέ Κλερ και Ζακ Ντεμί. Η ταινία που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό είναι το «Ζ» (1963) που είναι βασισµένο στο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού για τη δολοφονία του βουλευτή της Ε∆Α Γρηγόρη Λαµπράκη και προτάθηκε για Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ο ίδιος μάλιστα στη βιογραφία του έχει διηγηθεί με υπέροχο τρόπο εκείνη την αξέχαστη βραδιά.
« Παρ’ όλες τις ελπίδες µας και τις πέντε υποψηφιότητες, εκείνο το βράδυ δεν πήραµε παρά µόνον δύο: για το µοντάζ και ως η καλύτερη ξένη ταινία για την Αλγερία. Η µεγαλύτερη απογοήτευση ήταν για τον Ρούγκοφ, που µου εξηγούσε ότι κάθε ‘Οσκαρ αντιστοιχούσε σε περίπου ένα εκατοµµύριο δολάρια παραπάνω στο box-office. Της καλύτερης ταινίας, πολλὰ εκατοµµύρια. Αυτὰ τα «πολλά εκατοµµύρια» θα τα εισέπραττε το «Midnight Cowboy» µε τον Ντάστιν Χόφφµαν και τον Τζον Βόιτ. Βγαίνοντας, βλέπω έναν κοντούλη κύριο να εγκαταλείπει την παρέα του και να κατευθύνεται προς εµένα. «Ονοµάζοµαι Φρανκ Κάπρα και η ταινία σας Ζ …» Η έκπληξή µου – «Στ᾽ αλήθεια είναι αυτός; Λάθος θα άκουσα!» – µὲ κάνει να χάσω αυτά που µου λέει, αλλά το σπουδαιότερο ήταν πως είναι ΑΥΤΟΣ ! Πλησιάζει ο Περρέν. Ο Κάπρα αναγνωρίζει τον ηθοποιό. Του τονίζω ότι είναι επίσης και ο παραγωγός. Μας µίλησε κι άλλο, µετὰ χαιρέτησε κι έφυγε µὲ γρήγορα βηµατάκια προς τους φίλους του. Με τον Ζακ κοιταζόµαστε κάµποση ώρα σιωπηλοί. Ο Χόρχε είναι δυσαρεστηµένος που δεν τον φωνάξαµε να έρθει κοντά µας, αλλά ὁ Ζακ κι εγώ αναρωτιόµασταν ακόµη µήπως είχαµε δει κανένα όραµα».
Θεώνη Βαχλιώτη-Όλντριτζ: Όσκαρ Κοστουμιών για την ταινία «The Great Gatsby», 1974. Γεννήθηκε σε μια μονοκατοικία στο Κολωνάκι. Ο πατέρας της ήταν ένα από τους πιο γνωστούς δικηγόρους των Αθηνών και εξαιρετικά ιδιόρυθμος. Η Θεώνη με τα τρία αδέρφια της μεγάλωσαν με Γερμανίδα νταντά, καθώς που είχε κάνει μετεκεκπαίδευση στη Χαϊδελβέργη ήθελε να ανατραφούν με γερμανική πειθαρχία. Ήθελε να μορφωθούν στο έπακρον. Οι άντρες της οικογένειας να πολιτευτούν και η Θεώνη κρατήσει επάξια το σπίτι ενός συζύγου πολιτικού. Εκείνη όμως είχε άλλα όνειρα. Σε συνέντευξη της μάλιστα αποκάλυψε εκείνη που την ενέπνευσε να ακολουθήσει την ενδυματολογία: «Το πρώτο μου ενδυματολογικό σοκ ήταν η άφιξη της θείας μου της Αριάδνης, γυναίκας του θείου μου, στο εξοχικό μας στη Γλυφάδα. Έφτασε με μια πορτοκαλί φαρδιά πιτζάμα που δεν είχε καμία σχέση με τη μάνα μου και τις υπόλοιπες «Μπουμπουλινες» -υποταγμένες γυναίκες στον δεσποτισμό του άντρα τους, που με περιέβαλαν. Έτσι χάρη στη θεία Αριάδνη, της οποίας την πιτζάμα χρόνια αργότερα έβαλα στη «Φαίδρα», για πρώτη φορά, αφενός μου μπήκε η υποψία ότι υπάρχουν κι άλλου είδους γυναίκες, αφετέρου, κατάλαβα την κοινωνική εντύπωση που ασκεί το ρούχο-κοστούμι».
Αφού αποφοίτησε από την αμερικανική σχολή στην Αθήνα, σκέφτηκε να ασχοληθεί με τη μόδα. Ο πατέρας της ήταν κάθετος αλλά της επέτρεψε να σπουδάσει θέατρο στις ΗΠΑ και πιο συγκεκριμένα στη σχολή θεάτρου Goodman στο Σικάγο. Όταν είδε την ταινία του 1945 «Καίσαρας και Κλεοπάτρα» έμεινε άφωνη από τα ρούχα της Βίβιαν Λι, στο πολύ θεατρικό έργο του Oliver Messel. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της. Παντρεύτηκε τον συμφοιτητή της Τομ Όλντριτζ και στις διακοπές τους στη Νέα Υόρκη το 1949, παρακολούθησαν το «Λεωφορείο ο Πόθος» και το «Θάνατο του Εμποράκου» στο Μπρόντγουεϊ κι εκεί υποσχέθηκε ο ένας στον άλλον ότι θα το κατακτήσουν. Το ζευγάρι μετακόμισε στη Νέα Υόρκη μόλις το 1959 άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Η ίδια είπε ότι η καριέρα της ξεκίνησε με μια τυχαία συνάντηση στο Μανχάταν με την Τζέραλντιν Πέιτζ, η οποία επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει στο «Γλυκό Πουλί της Νιότης». Τη σύστησε στον Ελία Καζάν ο οποίος της ζήτησε να φτιάξει ένα αξέχαστο φόρεμα για την Πέιτζ κι εκείνη έκανε ένα θαύμα. Τη νύχτα της πρεμιέρας, κοίταξε τα ονόματα της μαρκίζας, Πέιτζ, Kαζάν, Πολ Νιούμαν και Τένεσι Ουίλιαμς, και σκέφτηκε: «Πού πας από εδώ και πέρα όταν ξεκινάς με τους καλύτερους στην κορυφή;». Και τότε εντελώς ανορθόδοξα ήρθε η πρόταση για τα κοστούμια στο «The Great Gatsby». Λόγω αλλαγής παραγωγών, ο σκηνοθέτης Τζακ Κλέιτον την δύο εβδομάδες πριν από τα γυρίσματα, δίνοντάς της ένα πρόγραμμα με δύο μήνες περιθώριο για την κρίσιμη σκηνή του πάρτι. Κατάφερε να ντύσει τη Μία Φάροου έτσι ώστε να ταιριάζει με τις περιγραφές του Σκοτ Φιτζέραλντ. Σκεφτόταν τις φράσεις της παιδικής της ηλικίας: «Οι πλούσιοι δεν λερώνονταν, δεν τους ένοιαζε, πίστευαν ότι μπορούσαν να τα πετάξουν όλα». Η Όλντριτζ επέμεινε να πάρει στην ομάδα της τον άγνωστο τότε νεαρό σχεδιαστή Ραλφ Λόρεν όπουτ στην ταινία ήταν μόνο ως ράφτης και προμηθευτής πουκαμίσων.
Βασίλης Φωτόπουλος: Όσκαρ Καλλιτεχνικής Διεύθυνση και Σκηνικά για Ασπρόμαυρη Ταινία (1964) για τον «Αλέξη Ζορμπά». Αν και έγινε γνωστή για την εμβληματική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, τον πρωταγωνιστή Άντονι Κουίν και τη σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη ο Βασίλης Φωτόπουλος ήταν υπεύθυνος για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Κανονικά θα έπρεπει να είναι το δεύτερο Oscar της καριέρας του μιας και έναν χρόνο νωρίτερα με το «Αμέρικα Αμέρικα» του Ηλία Καζάν ο οποίος αφαίρεσε από τους τίτλους της ταινίας το όνομα του Φωτόπουλου με αποτέλεσμα το βραβείο να πάρει μόνο ο Αμερικανός Τζιν Κάλαχαν, που είχε την επιμέλεια των σκηνικών αντικειμένων. Όταν ζήτησε εξηγήσεις από τον Καζάν εκείνος απάντησε: «Μα ποιος θα πίστευε ότι αυτά τα σκηνικά έγιναν από ένα Ελληνόπουλο»; Από το 1965 έως το 1974 έζησε και εργάστηκε κατά βα΄ση σε θεατρικές παραστάσεις με εξαίρεση το 1965 που επέστρεψε στον κινηματογράφο για χάρη του Φράνσις Φορντ Κόπολα στην ταινία του «Τώρα που έγινες άνδρας».
Κεντρική photo: Getty Images
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ