Για επτά ολόκληρες ώρες, η Αφροδίτη Μπάρμπα επιχειρούσε να πείσει εισαγγελέα και ανακριτή ότι όχι μόνο είναι αθώα, αλλά και θύμα ενός ανθρώπου που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να την καταστρέψει. Σε αυτόν έριξε τα πάντα… Ωστόσο χωρίς τα αποδεικτικά στοιχεία στα χέρια της, οι λειτουργοί της Θέμιδος αποφάσισαν να προφυλακίσουν το νεαρό μοντέλο.
Μέσα από το απολογητικό της υπόμνημα, το οποίο δημοσιεύεται σήμερα στην εφημερίδα «Θέμα» και σύμφωνα με το δημοσίευμα των Δημήτρη Πώποτα και της Άριας Καλύβα, το 31χρονο μοντέλο έκανε μια ανασκόπηση όλης της ζωής της. Από τον γάμο της με τον Άραβα κροίσο και τα καλλιστεία, μέχρι τη νέα της σχέση και τη νέα της δουλειά στον τομέα του digital marketing.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Προτού αναφερθεί στο σκηνικό της σύλληψης, η Αφροδίτη Μπάρμπα περιγράφει πώς πέρασε το καλοκαίρι της: «Για μεγάλο χρονικό διάστημα του καλοκαιριού έλειπα σε διακοπές, κυρίως οικογενειακά. Άλλοτε με το αυτοκίνητό μου το Ranger Rover και άλλοτε όχι. Την περασμένη εβδομάδα ήμουν στην Ίο, όπου πήγα χωρίς το αυτοκίνητό μου με τον σύντροφό μου. Το αυτοκίνητό μου ήταν παρκαρισμένο πλησίον της οικίας μου. Από τις διακοπές μου επέστρεψα μια μέρα νωρίτερα, δηλαδή την Παρασκευή 20 Αυγούστου. Έως και το βράδυ του Σαββάτου, δεν μετακινήθηκα πουθενά, αλλά παρέμεινα στο σπίτι μου, αφού είχαμε κανονίσει με την αδερφή μου και τέσσερις φίλες μου να πάμε για φαγητό, καθώς είχε τα γενέθλιά της μία από τις φίλες μου».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στη συνέχεια, περιγράφει το πώς την έπιασαν οι αστυνομικοί: «Αναχώρησα από το σπίτι μου με προορισμό εστιατόριο στην περιοχή της Βουλιαγμένης. Καθώς εκινούμην σε δρόμο της Ανθέων, είδα αστυνομικούς της ΔΙ.ΑΣ. να βρίσκονται στο σημείο, όπως γίνεται συνήθως. Σε όλη τη διαδρομή και στα φανάρια της οδού Λαμπράκη, δεν είδα κανέναν από τους αστυνομικούς να κινείται προς το μέρος μου. Όταν όμως έφτασα στο φανάρι που ήταν κόκκινο κατάλαβα ότι ήταν πίσω μου. Παρέμεινα στο φανάρι συμμορφούμενη στους κανόνες της κυκλοφορίας, ώσπου αστυνομικοί πλησίασαν το όχημά μου…
Με ρώτησαν αν υπάρχει κάτι που πρέπει να τους πω ή να τους δείξω και απάντησα αρνητικά, αφού δεν ήξερα ότι υπήρχε κάτι παράνομο στο αυτοκίνητό μου […] Τότε ένας από τους άνδρες της ΔΙ.ΑΣ εμφάνισε μια σακούλα και με ρώτησε τι είναι αυτά. Ήμουν πλέον σε κατάσταση σύγχυσης, είχα πάθει σοκ και ξεκίνησα να φωνάζω αφού δεν μπορούσα να σκεφτώ λογικά και να δώσω μια εξήγηση. Στο υπό κρίση διαβιβαστικό, όλα αυτά αναφέρθηκαν ως ένδειξη ενοχής, ανησυχίας και κρίθηκα ένοχη. Επέδειξα πλήρη συνεργασία, δεν έκανα καμία προσπάθεια διαφυγής, ούτε κάποιο ελιγμό στον δρόμο για να επιταχύνω και να αλλάξω πορεία».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ