Η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη θα είναι τελικά εκείνη που μαζί με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο θα κρατήσουν την ελληνική σημαία στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Η απόφαση της Ε.Ο.Ε. να με ορίσει μαζί με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο σημαιοφόρο της ελληνικής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι, με γεμίζει συγκίνηση και υπερηφάνεια. Για κάθε αθλήτρια και για κάθε αθλητή, το να κρατάει τη σημαία της χώρας του στην τελετή έναρξης της μεγαλύτερης αθλητικής διοργάνωσης στην ιστορία του κόσμου, είναι η ύψιστη τιμή.
Τέτοιες στιγμές τα όνειρα, οι προσδοκίες, οι κόποι και οι αγώνες μιας ζωής ολόκληρης αφιερωμένης στον Αθλητισμό περνούν αστραπιαία από το μυαλό, αλλά αμέσως οι ανάγκες της προετοιμασίας σε προσγειώνουν στις απαιτήσεις των ημερών που έρχονται.
Στο Παρίσι, όλα τα παιδιά της ελληνικής Ολυμπιακής αποστολής, θα κάνουμε ό,τι περισσότερο μπορούμε, ώστε για ακόμα μία φορά να σηκώσουμε ψηλά τα ελληνικά χρώματα» έγραψε η πρωταθλήτρια του βάδην στον προσωπικό της λογαριασμό στο instagram.
Ποια είναι όμως η Αντγόνη Ντρισμπιώτη που στα 40 της κατάφερε από το τσιπουράδικο της μητέρας της να φτάσει στους Ολυμπιακούς του Παρισιού;
Ο δρόμος για την Αντιγόνη Ντρισμπιώτη μόνο εύκολος δεν ήταν αφού όλα αυτά τα χρόνια των προσπαθειών καταφέρνει να συνδυάζει την εργασία στο τσιπουράδικο της μητέρας της στην Καρδίτσα με τις σκληρές προπονήσεις.
Το όνομά της έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα όταν πριν 2 χρόνια, στα 38 της κατάφερε να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στα 35χλμ βάδην στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που διεξάγεται αυτές τις μέρες στο Μόναχο.
Γεννημένη στην Καρδίτσα, μέχρι τα 10 της χρόνια έζησε στην Αταλάντη όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον αθλητισμό, αφού ασχολήθηκε με την ρυθμική γυμναστική.
Αργότερα, επέστρεψαν οικογενειακώς στην Καρδίτσα όπου η μητέρα της άνοιξε το τσιπουράδικο στο οποίο η Αντιγόνη εργάζεται μέχρι σήμερα και μέσα στο οποίο είχε περάσει άπειρες ώρες παρέα με τις τρεις αδελφές της. Με την επιστροφή της όμως στην Καρδίτσα, η Αντιγόνη άφησε και την ρυθμική και για 4 χρόνια ασχολήθηκε με την κολύμβηση. Οι επιδόσεις της ωστόσο δεν ήταν πολύ καλές.
Μία ημέρα, την περίοδο που έδινε εξετάσεις για το αθλητικό σχολείο, είχε φύγει ένα μπαλάκι του τένις και καθώς πήγε να το πιάσει περπάτησε κάπως γρήγορα και έτυχε να τη δει ο μετέπειτα προπονητής της στον στίβο, Θανάσης Δεληγιάννης. Αυτός ήταν που της πρότεινε να ασχοληθεί με το βάδην.
«Εγώ δεν ήθελα να το κάνω, γιατί πολύ απλά δεν μου άρεσε το συγκεκριμένο αγώνισμα. Εκείνος επέμενε για χρόνια, μάλιστα ερχόταν στο τσιπουράδικο της μαμάς μου προκειμένου να με πείσει να ασχοληθώ. Θυμάμαι, μου έλεγε πως είμαι φτιαγμένη για το βάδην, γιατί είχε δει την τεχνική μου από τη στιγμή που πήγα να πιάσω το μπαλάκι του τένις» είχε αποκαλύψει η ίδια σε συνέντευξή της στην ιστοσελίδα iefimerida και τη δημοσιογράφο Χριστίνα Ζάχου.
Για τρία χρόνια, δεν πήγε σε καμία προπόνηση. Όταν το έκανε κατάλαβε πως το βάδην ήταν πράγματι αυτό που της ταίριαζε. Όταν δε, πήρε το πρώτο της μετάλλιο, κόλλησε.
Η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη σταμάτησε το 2004, πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όπως η ίδια είχε πει, δεν ήταν ακόμα ώριμη, μετά ήρθαν και οι σπουδές στο ΤΕΦΑΑ, οπότε σταμάτησε για περίπου 8 χρόνια τον αθλητισμό σε υψηλό επίπεδο. Ευτυχώς για την ίδια, ένα στοίχημα τής άλλαξε πορεία και επέστρεψε ξανά στα τέλη του 2011, σε ηλικία 27 ετών. Όλα αυτά τα χρόνια όμως, δε σταμάτησε ποτέ να εργάζεται στο τσιπουράδικο της μητέρας της. Πολλές φορές μάλιστα αναγκαζόταν να προπονείται τα βράδια καθώς ήταν οι μόνες κενές ώρες που είχε.
Σύμμαχοί της στην προσπάθεια της ήταν πάντα η οικογένειά της και ο σύζυγός της και τελικά το πείσμα και το πάθος της για το βάδην, τη δικαίωσε. Κόντρα σε όλους όσοι έλεγαν ότι έχει μεγαλώσει αρκετά για να ασχολείται με τον πρωταθλητισμό, και παρά την παντελή έλλειψη βοήθειας από την πολιτεία, η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη κατάφερε να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο.
Αμέσως μετά το τέλος του αγώνα έτρεξε να αγκαλιάσει τον σύζυγό της και λίγα λεπτά μετά ξέσπασε σε κλάματα, όχι από λύπη, αλλά από υπερηφάνεια.
Βλέποντας πως οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής και οι θυσίες της έπιασαν τόπο και την ανέβασαν στην κορυφή της Ευρώπης.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ