Συναντήσαμε τον Δημήτρη Μυλωνά στο σπίτι του – όπως αποκαλεί ο ίδιος το “Από Μηχανής Θέατρο” – λίγο πριν ανέβει στη σκηνή για την παράσταση “Σλουθ”. Με την ευγένεια και την ειλικρίνεια που τον διακρίνουν αλλά και τον χειμαρρώδη λόγο του, ο γνωστός σκηνοθέτης-ηθοποιός, μας μίλησε για τις δύσκολες μέρες που βιώνει το θέατρο, τις πέντε παραστάσεις στις οποίες συμμετέχει – είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης -, τη δική του πρώτη επαφή με τον χώρο αυτό αλλά και το πως βλέπει ο ίδιος το κίνημα #metoo.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Φέτος θα λέγαμε πως είναι για εσάς μια πολύ δημιουργική χρονιά. Πως νιώθετε που μετά από ένα μεγάλο διάστημα παύσης λόγω κορονοϊού επιστρέψατε και μάλιστα τόσο δυναμικά;
Πράγματι μετά από αυτό το διάστημα που λόγω κορονοϊού όλα τα θέατρα κλείσανε, είμαστε και πάλι εδώ. Αν και ζούμε σε μια πολύ δύσκολη εποχή, για εμάς το θέατρο είναι η ζωή μας δε θα μπορούσαμε λοιπόν να κάνουμε τίποτα πέρα από το να επιστρέψουμε. Αποφασίσαμε λοιπόν να κάνουμε αυτές τις παραστάσεις – οι περισσότερες έχουν ανέβει πολύ πρόσφατα – και είμαι πάρα πολύ χαρούμενος γι΄αυτό. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα αλλά όπως προανέφερα, οι άνθρωποι του θεάτρου ζούμε και αναπνέουμε μέσα από αυτή τη δουλεία. Δε θα μπορούσαμε λοιπόν παρά μόνο να μπούμε μέσα στο παιχνίδι, να δημιουργήσουμε και να κάνουμε παραστάσεις.
Πόσο εύκολο είναι να είστε – είτε με την ιδιότητα του ηθοποιού είτε του σκηνοθέτη – σε τόσες παραστάσεις ταυτόχρονα;
Το να βρίσκεσαι σε τόσες παραστάσεις ταυτόχρονα είναι πολύ εύκολο και πολύ δύσκολο παράλληλα. Είναι πολύ ενδιαφέρον και πολύ δημιουργικό. Εγώ προσπαθώ να κινούμαι σε διαφορετικά ήδη θεάτρου, με διαφορετικούς συνεργάτες. Αυτό, είναι κάτι που μου δίνει μεγάλη χαρά, με κάνει να μην πλήττω, μαθαίνω καινούργια πράγματα. Αυτή η ζύμωση με τα διαφορετικά έργα και τους διαφορετικούς συνεργάτες είναι κάτι πολύ δημιουργικό που προσωπικά μου δίνει ζωή, με ανανεώνει και με κάνει καλύτερο και σκηνοθέτη και ηθοποιό.
Βρισκόμαστε στο “Από Μηχανής Θέατρο” και γύρω μας βλέπω το σκηνικό της παράστασης “Σλουθ” στην οποία πρωταγωνιστείτε με τον Σωτήρη Χατζάκη. Μιλήστε μου λίγο γι΄αυτή τη συνεργασία.
Με τον Σωτήρη Χατζάκη έχουμε μια ιστορία από τότε που ακόμη εγώ ήμουν στην πειραματική σκηνή του Στάθη Λιβαθινού. Τότε, έτυχε να παίξω για πρώτη φορά ως ηθοποιός εκτός πειραματικής σκηνής στον “Τελευταίο πειρασμό” του Καζαντζάκη σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη στο Εθνικό Θέατρο. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Σωτήρη με εκείνον στον ρόλο του σκηνοθέτη και εγώ του ηθοποιού.
Από τότε αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη αγάπη και ένωση μεταξύ μας. Μετά ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του. Έχοντας διαγράψει ο καθένας την πορεία του και με τους κύκλους που κάνει η ζωή ξαναβρεθήκαμε στο “Frozen” εδώ στο Από Μηχανής Θέατρο σε παραγωγή του Βλαδίμηρου Κυριακίδη, μετά ήρθε το “Δάνειο”, τώρα το “Σλούθ” και ετοιμάζουμε και μερικά άλλα πράγματα για το μέλλον. Τον Σωτήρη τον θεωρώ και σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, αδερφό μου, φίλο μου. Περνάμε καταπληκτικά, μας ενώνει μια μαγική χημεία εντός και εκτός σκηνής. Είναι ένας εξαιρετικός – για μένα – άνθρωπος του θεάτρου, ηθοποιός, σκηνοθέτης, καλλιτέχνης με αρχές, ιδέες, πορεία, τόλμη.
Είναι συγκρουσιακός, δε βάζει νερό στο κρασί του, λέει τη γνώμη του. Αυτό είναι κάτι που εγώ το χαίρομαι πολύ γιατί σε τέτοιους καλλιτέχνες πιστεύω. Δεν πιστεύω σε όσους λένε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να μιλάει μόνο μέσα από το έργο του. Πιστεύω ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι επιδραστικός και να συμμετέχει στα κοινά γιατί τα πάντα είναι πολιτική. Ο καλλιτέχνης πρέπει να ασχολείται από το πιο υψηλό μέχρι το πιο ευτελές γιατί είναι η φύση του τέτοια που πρέπει να ρουφά εμπειρίες, να τις μετουσιώνει και όλα αυτά να τα αποτυπώνει με πράξεις πάνω στη σκηνή.
Πείτε μου λίγα λόγια για το “Σλουθ”.
Το “Σλουθ” είναι ένα από τα καλύτερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας. Έχει παιχτεί πάνω από 3000 φορές. Είναι ένα έργο του Άντονι Σάφερ. Ένα έργο ρεσιτάλ για τους ηθοποιούς. Έχει να κάνει με τη σύγκρουση δυο κόσμων. Ο Άγγλος αριστοκράτης, ο γηγενής που είναι παντρεμένος προσκαλεί στο σπίτι του τον Ιταλό μετανάστη, χαμηλότερης οικονομικής ευμάρειας που τα έχει φτιάξει με τη γυναίκα του. Στην ουσία, προσκαλεί τον εραστή της γυναίκας του για να τον ρωτήσει αν σκοπεύει να την παντρευτεί. Ο εραστής του απαντά “βεβαίως θα παντρευτώ τη γυναίκα σας αλλά με την άδειά σας”. Με βάση αυτό, γίνεται στη συνέχεια μια κωμικοτραγική έκρηξη. Το έργο είναι αστυνομικό θρίλερ, είναι κωμωδία, τραγωδία, είναι υπαρξιακό, είναι φιλοσοφικό, είναι θέατρο… ο θεατής παρακολουθεί ένα γαϊτανάκι, ένα δαιμονικό παιχνίδι “ξεσκίσματος” των δυο αντρών που καθηλώνει.
Ο κόσμος πως έχει ανταποκριθεί στην επαναλειτουργία των θεάτρων;
Τα θέατρα δεν πάνε καλά. Δεν ζούνε μια κανονική εποχή. Τα θέατρα παλεύουν μόνο με αντίξοες συνθήκες. Κορονοϊός, ακρίβεια… Όλα συντελούν στο να μην βγει ο κόσμος από το σπίτι του. Παρ΄ όλ’ αυτά το ελληνικό θέατρο τολμάει, δεν έκανε εκπτώσεις. Σχεδόν όλα τα θέατρα ανεβάσανε παραστάσεις.
Σας τρομάζει το τι θα συμβεί στο μέλλον;
Πολύ. Το ότι ανοίξαμε τα θέατρα το θεωρώ από μόνο του σπουδαίο. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Πρέπει να πούμε ένα μπράβο στο θέατρο που τολμά και μένει ζωντανό σε τέτοιες δύσκολες περιόδους. Ο κόσμος – εμβολιασμένοι και νοσήσαντες- ανταποκρίνεται. Περιμένουμε σιγά – σιγά να τελειώσει αυτή η περιπέτεια και να ξαναμπούμε σε μια κανονικότητα. Ο κόσμος – και του βγάζω το καπέλο σε αυτό – για την εποχή που ζούμε ανταποκρίνεται και με το παραπάνω, ξεπερνάει τον φόβο του και έρχεται στο θέατρο.
Λέμε για τον κόσμο αν φοβάται ή όχι να έρθει στο θέατρο. Από ηθοποιούς έχετε ακούσει να εκφράζονται φόβοι λόγω κορονοϊού;
Οι ηθοποιοί δεν φοβούνται. Το θέατρο είναι έτσι κι αλλιώς συγχρωτισμός, είναι επαφή, αμεσότητα. Οι περισσότεροι δε φοβούνται, τηρούν τα μέτρα προστασίας και όλα καλά. Το θέατρο όπως είπα και πριν, έχει εκ φύσεως την αμεσότητα, τον συγχρωτισμό, την επαφή. Τηρούν όλοι τα μέτρα με ευλάβεια και οφείλω να πω πως τα θέατρα, είναι από τους λίγους χώρους που τηρούνται απόλυτα όλα τα υγειονομικά μέτρα. Τώρα παίζουμε μόνο για εμβολιασμένους και νοσήσαντες με 100% πληρότητα και ζητώντας από όλους να φοράνε τη μάσκα τους.
Είναι η τρίτη χρονιά που έχετε το τιμόνι του “Από Μηχανής Θεάτρου”. Πως πήρατε την απόφαση να αναλάβετε αυτόν τον χώρο;
Όπως σας είπα, είμαι ηθοποιός του Στάθη Λιβαθινού. Δάσκαλός μου σκηνοθετικά και υποκριτικά είναι εκείνος και η ρώσικη σχολή που κομίζει ο ίδιος και την οποία μετέδωσε και σε εμάς. Είμαστε πολύ τυχεροί που τον είχαμε στη σχολή του Κώστα Καζάκου. Μετά τη σχολή κάναμε μια ομάδα μαζί του και πιο μετά πήγαμε στο εθνικό θέατρο και την πειραματική σκηνή επί Νίκου Κούρκουλου. Εγώ λοιπόν, και κάποια άλλα παιδιά όπως η Λιλλύ Μελεμέ, ο Βασίλης Ανδρέου, ο Δημήτρης Ήμελλος κ.α ήμαστε μαθητές που διδαχθήκαμε τη ρώσικη μέθοδο υποκριτικής και σκηνοθεσίας.
Αυτό είναι ο θησαυρός μου, η βαλίτσα μου που μου δίνει την ασφάλεια να κινούμαι σε αυτόν τον χώρο έχοντας μια γερή βάση γνώσης και μεθόδου. Το θέατρο άλλωστε δεν είναι μόνο ταλέντο αλλά είναι και μέθοδος, εκπαίδευση και γνώση. Αφού λοιπόν έμεινα πολλά χρόνια με τον Στάθη Λιβαθινό, έκανα αυτό που πιστεύω πρέπει να κάνει κάθε μαθητής, αποφάσισα να ανοίξω τα φτερά μου και να χαράξω τη δική μου πορεία. Άρχισα λοιπόν να κάνω παραγωγή στον εαυτό μου, μετά ήρθαν άλλοι παραγωγοί και επένδυσαν σε μένα και μετά πήρα το θέατρο.
Παίρνεις ένα θέατρο γιατί είναι το σπίτι σου, δεν ψάχνεις να πηγαίνεις από εδώ και από εκεί. Όταν αποκτάς το σπίτι σου, του δίνεις ταυτότητα όπως και αυτό σε σένα. Αλληλοσυμπληρώνεστε. Σου δίνεται η δυνατότητα να κάνεις τις επιλογές σου, να ρισκάρεις, να αποτύχεις, να κάνεις λάθος, να επιτύχεις. Γι΄αυτό πήραμε το “Από Μηχανής Θέατρο” για να είναι το σπίτι μας και με εφαλτήριο αυτό να μπορούμε να δοκιμάσουμε και να πραγματοποιήσουμε σιγά σιγά το όνειρά μας.
Πως βλέπετε το θέατρο του σήμερα σε σχέση με το θέατρο της εποχής που ξεκινάγατε την καριέρα σας;
Ανήκω σε μια γενιά που έχει ζήσει το θέατρο προ μνημονίων. Τότε υπήρχαν συλλογικές συμβάσεις, υπήρχε ένα πλαίσιο. Μπορεί να μην υπήρχε η άδεια ασκήσεων επαγγέλματος αλλά υπήρχε ένα πλαίσιο. Μετά ζήσαμε τα μνημόνια και την μετά-μνημονίων εποχή. Η βασική διαφορά είναι αυτή. Ζήσαμε ένα θέατρο που επιχορηγούνταν και γι΄ αυτό είχαμε και την έκρηξη θεάτρων και σκηνοθετών. Υπήρξε μια έκρηξη θεατρική γιατί το κράτος είχε λεφτά και είχε γίνει αρωγός σε αυτή την προσπάθεια των μικρών θεάτρων μιας και αυτά είναι που έχουν τη δυνατότητα να πειραματιστούν παραπάνω.
Τα μεγάλα θέατρα στοχεύουν περισσότερο στο να γεμίσουν τις αίθουσες επομένως δεν έχουν και το περιθώριο του ρίσκου με πειραματισμούς – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι παραστάσεις εκεί είναι λιγότερο καλές. Τότε λοιπόν, ζήσαμε μια πολύ καλή εποχή επιχορηγούμενων θεάτρων, άσχετα με το αν ήταν σωστές ή όχι αυτές οι επιχορηγήσεις και τον τρόπο που δόθηκαν. Οι ηθοποιοί με τον τρόπο εκείνο πληρωνόντουσαν καλύτερα, ξέρανε όλοι ότι θα έρθουν και θα πληρωθούν τις πρόβες τους. Με τα μνημόνια σταμάτησαν οι επιχορηγήσεις, οι συλλογικές συμβάσεις, αποδιοργανώθηκε όλο το πλαίσιο με αποτέλεσμα η σημερινή γενιά να είναι πολύ ανασφαλής και να είναι στα κόκκινα.
Ο κάθε επιχειρηματίας μπορεί να κάνει ότι θέλει με τον ηθοποιό να μην προστατεύεται από πουθενά. Επιχορηγήσεις πλέον μπορεί να υπάρχουν αλλά είναι ελάχιστες. Χρηματοδοτείται ένα μόνο μέρος της παράστασης, οι ηθοποιοί υποπληρώνονται. Ελάχιστα είναι τα θέατρα που κρατάνε ένα επαγγελματικό επίπεδο. Αυτή η διαφορά του τότε με το τώρα δημιουργεί ένα τεράστιο πρόβλημα στις εργασιακές σχέσεις και στο πόσο μπορεί κανείς να ρισκάρει. Το κράτος – επειδή έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς – πρέπει να στηρίξει το θέατρο. Το θέατρο είναι πνεύμονας ψυχολογικός, κρατάει την κοινωνία ζωντανή.
Στα παιδιά που ξεκινάνε τώρα σε αυτόν τον χώρο, εσείς τι συμβουλή θα δίνατε;
To θέατρο είναι ένα επάγγελμα και ταυτόχρονα είναι και ένα λειτούργημα. Το θέατρο, αν αποφασίσεις να ασχοληθείς μαζί του, πρέπει να αφιερώσεις τη ζωή σου σε αυτό. Θα ήθελα λοιπόν να συμβουλέψω τα παιδιά να κάνουν θέατρο μόνο αν δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτό. Να είναι μια πολύ συνειδητή επιλογή. Αν η επιλογή τους είναι συνειδητή, να μην φοβηθούν τίποτα. Κάθε εποχή έχει τα καλά και τα άσχημά της. Αν κάποιος όμως το αγαπά πολύ και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό, να το προσπαθήσει μέχρι τέλους και να μη φοβηθεί τίποτα.
Εσείς έχετε σκεφτεί ποτέ τον εαυτό σας έξω από το θέατρο;
Όχι. Δε μπορώ καν να το φανταστώ. Από τότε που ασχολήθηκα με το θέατρο και μπήκε μέσα μου αυτό το μικρόβιο δε μπορώ να φανταστώ διαφορετικά τη ζωή μου. Δεν έχει περάσει ποτέ αυτή η σκέψη από το μυαλό μου.
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το θέατρο;
H πρώτη μου επαφή ήταν όταν μια γνωστή μου από το κολλέγιο που σπούδαζα οικονομικά μου ζήτησε να πάω στη θεατρική ομάδα της Αγίας Παρασκευής που συμμετείχε γιατί έψαχναν αγόρια. Δεν είμαι από εκείνους που από μικροί έλεγαν ότι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί γιατί και οι γονείς μου δεν είχαν μεγάλη σχέση με την τέχνη. Πηγαίνοντας σε εκείνο το εργαστήρι – ήταν όλοι οι άνθρωποι του θεάτρου Τέχνης – μου έδωσαν να διαβάσω ένα κείμενο.
Μου είπαν ότι ήμουν καλός και να ξαναπάω. Εγώ μέχρι τότε δεν είχα καμία σχέση με το θέατρο. Τελικά κάναμε την παράσταση “Ήχος του όπλου” της Λούλα Αναγνωστάκη και εγώ έκανα τον Γιαννούκο. Ότι μου λέγανε το έκανα αμέσως. Έπεσα με τα μούτρα. Ξέχασα όλα τα άλλα. Αφοσιώθηκα σε αυτό και στη συνέχεια, σιγά – σιγά ανακάλυψα τι είναι το θέατρο, ποιος είναι ο Κουν, διάβασα κτλ. Συμμετέχοντας σε διάφορες ερασιτεχνικές παραστάσεις πήρα το πρώτο μου βραβείο (β΄ ανδρικού ρόλου) και έτσι σιγά σιγά ξεκίνησα. Από τύχη.
Τον τελευταίο χρόνο έχουμε ακούσει πολλά για το θέατρο με το κίνημα #metoo. Πόσο πιστεύετε θα επηρεάσει το θέατρο όλη αυτή η ιστορία;
To θέατρο θα βγει σίγουρα πιο καθαρό από όλη αυτή την ιστορία. Το #metoo είναι μια επανάσταση που έγινε στον χώρο μας και καλό θα ήταν να γίνει και σε άλλους χώρους. Μέχρι στιγμής το κάνανε οι αθλητές, οι ηθοποιοί και τώρα κάτι πάει να γίνει στην τηλεόραση με τον Στάθη Παναγιωτόπουλο. Ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης και παραπληροφόρησης.
Το ότι οι γυναίκες αυτές ή τα αγόρια αυτά, μέσα σε αυτή τη συγκυρία, βρήκαν το θάρρος να βγουν δημόσια και να μιλήσουν για σωματικά και ψυχικά τους τραύματα που είχαν θαμμένα μέσα τους, εγώ το βρίσκω συγκινητικό, ιερό και επαναστατικό. Το θέατρο σαν άλλος Οιδίποδας, έβγαλε τα μάτια του και είδε. Αυτό το πράγμα πρέπει όλοι να το αγκαλιάσουμε. Η πράξη αυτή αξίζει παράσημο. Βγάλαμε τα μάτια μας και είδαμε την πραγματικότητα.
Αυτό σίγουρα θα μας κάνει καλύτερους διότι και οι άνθρωποι που έχουν κατά νου να κάνουν κάτι αντίστοιχο θα το σκεφτούν πλέον 2και 3 φορές, και οι άνθρωποι που τυχόν υποστούν κάτι αντίστοιχο θα μιλήσουν 5 φορές πιο εύκολα. Έσπασε αυτή η ομερτά, το κέλυφος σιωπής πίσω από τη φιλοσοφία ότι “στο θέατρο πρέπει να βασανιζόμαστε”. Η εποχή έχει αλλάξει. έχουμε προχωρήσει. Είναι κάτι καταπληκτικό αυτό που έγινε. Η κοινωνία πρέπει να το αγκαλιάσει όλο αυτό και να το μιμηθούν και άλλοι χώροι.
Να πούμε δυο λόγια και για τις υπόλοιπες παραστάσεις πέρα από το “Σλούθ”;
Πέρα από το ¨Σλούθ” κάνουμε τον “Μάκμπεθ – Ο κύκλος του στΑΙΜΑτος” σε σκηνοθεσία δική μου, μετάφραση του Γιάννη Νταλιάνη και πρωταγωνιστούν οι: Γιάννης Νταλιάνης, Θανάσης Βλαβιανός, Άννα Ελεφάντη και Δημήτρης Μπούρας. Πρόκειται για μια μελέτη πάνω στο έργο του Μάκμπεθ, εμείς έχουμε βάλει και τον υπότιτλο “ο κύκλος του στΑΙΜΑτος”. Είναι μια δική μου ανάγνωση στην οποία αναφέρω ότι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να βρεθεί στις ανάλογες συνθήκες – όλοι κρύβουμε έναν Μάκμπεθ μέσα μας – και υπό αυτές τις συνθήκες ο Μέκμπεθ που έχουμε μέσα μας μπορεί να βγει στο φως.
Κάνουμε ακόμα το “Δεν πληρώνω – δεν πληρώνω” στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο με την Μπέσυ Μάλφα, τον Γιώργο Σουξέ, τον Βασίλη Ρίσβα, την Κατερίνα Τσάβαλου, τον Τόνυ Δημητρίου και τον Θοδωρή Ρωμανίδη. Πρόκειται για ένα κλασικό έργο αλλά δυστυχώς πολύ επίκαιρο μιας και η οικονομική κρίση δεν τελείωσε ποτέ και ούτε θα τελειώσει. Αναφέρεται ουσιαστικά στην κρίση του καπιταλισμού, ένα έργο του Ντάριο Φο που δεν σηκώνει το δάχτυλο, δεν κάνει κομματική στρουκτούρα. Το μήνυμα που θέλει να περάσει ο Ντάριο Φο μέσα από αυτό το έργο είναι να αντισταθεί ο κόσμος, να κάνει κάτι, αλλά όλα αυτά με έναν πολύ κωμικό τρόπο. Να πω βέβαια, ότι η συνεργασία μου με αυτόν τον θίασο ήταν μια πολύ ευτυχής συγκυρία γιατί δεν είχα ξαναδουλέψει με κανέναν τους, και η παράσταση παίζεται με μεγάλη επιτυχία.
Είναι ακόμα το “Όπου και να πας να μην χαθείς” που θα ανέβει στις 26 Γενάρη. Πρόκειται για ένα best seller του Νίκου Σκορίνη και θα παίζουν οι: Δημήτρης Λιακόπουλος, Κωνσταντίνα Κλαψινού, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Τόνια Μαράκη, Δημήτρης Μπούρας, Κώστας Κουτρούλης. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που διατρέχει την ιστορία της Ελλάδας από το 1950 μέχρι το 2012. Ξεκινά με την εικόνα των νεκρών προσφύγων στην παραλία της Σάμου και πως αφυπνίζει τον κόσμο αυτό – αν τον αφυπνίζει – και βλέπουμε την πορεία του Ορέστη – ενός αριστερού – στη διάρκεια αυτών τον χρόνων.
Επίσης, κάνουμε και μια φοβερή κωμωδία με την Κατερίνα Ζαρίφη, το “Cavewoman” που είναι μια απάντηση στο “Caveman” για να δούμε και την πλευρά της γυναίκας.
Η επιλογή της Κατερίνας Ζαρίφη πως έγινε;
Η Κατερίνα Ζαρίφη είναι η “Cavewoman”. Eίναι μια προσωπικότητα πολύ έντονη. Φοβερή επαγγελματίας. Είναι πολύ ταλαντούχα, πολυπράγμων, πολύ συμπαθής, μια πολύ καλή ηθοποιός, μια κωμική ηθοποιός. Όταν λοιπόν ήρθε το συγκεκριμένο έργο στα χέρια μου, ήταν η πρώτη που σκέφτηκα. Είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας που θα μιλήσει για τα προβλήματα των γυναικών σαν ίση προς ίσο στους θεατές και όποιος την δει πάνω στη σκηνή σίγουρα θα ταυτιστεί. Είναι φοβερή επαγγελματίας. Είναι αυτό που λέμε “σκυλί” στη δουλειά της. Είναι τρομερή.
Φωτογραφίες: Πέτρος Χόντος
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ