Τρεις μήνες μετά τον θάνατο της συζύγου του και μητέρα της κόρης του, Τασούλας, ο Λάκης Λαζόπουλος παραχώρησε συνέντευξη στον Βασίλη Μπουζιώτη για τη Real Life και μίλησε για τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν μαζί, όσο εκείνη έδινε τη δική της μάχη με τον καρκίνο προκειμένου να κρατηθεί στη ζωή.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Είναι η πρώτη φορά που μιλάς μετά την απώλειά σου, Λάκη..
Δε μου αρέσει να μοιράζομαι τα άσχημα συναισθήματα με τον κόσμο. Αυτή είναι μια απόφαση χρόνων που έχω πάρει: να μοιράζομαι μαζί του την τέχνη μου και τίποτα πέραν αυτού. Αυτός ήταν άλλωστε, και ο λόγος που δεν πήγα τόσα χρόνια να σηκώσω σημαία και να πω «περνάω δύσκολα, σας παρακαλώ σεβαστείτε το». Γενικά, όπως ξέρεις καλά κι εσύ, δεν είμαι «παρακαλετάκιας» σε οποιονδήποτε τομέα. Θέλω να σηκώνω το βάρος που μου αναλογεί κάθε φορά κι έτσι κινούμαι πάντα. Προτίμησα να σιωπήσω και μιλάω τώρα μόνο σε εσένα – μια εξαίρεση.
Ήταν μια δύσκολη περίοδος που αγωνιστήκατε μαζί.
Μαζί, ναι! Και έχω να σου αποκαλύψω πως κράτησα σημειώσεις σε όλο αυτό το διάστημα, που θα κυκλοφορήσουν σε βιβλίο. Γράφω για όλη την πορεία των τριών χρόνων. Για όλες τις αγωνίες, τις προσευχές, τους αγώνες, τις άγριες στιγμές, τις στιγμές της απόγνωσης και αυτές της αισιοδοξίας. Γράφω πως δεν πρέπει κανείς να παραδίδει τα όπλα, πως πρέπει να κοιτά μπροστά, να μην το βάζει κάτω, να κρατά το χέρι των δικών του αι να δυναμώνει από αυτούς, να προσπαθεί να μη χάνει το χιούμορ του, να παλεύει.
Ξέρω πως είχε χιούμορ και η Τασούλα…
Είχε, ναι, και κάναμε χιούμορ μέχρι το τέλος. Όσο δύσκολα κι αν ήταν τα πράγματα. Το παν είναι να ξέρει ο ασθενής όλη την αλήθεια, όπως η Τασούλα, και να μάχεται παίρνοντας δύναμη από αυτούς που τον αγαπούν αληθινά. Μέσα από αυτό το βιβλίο που ετοιμάζω, θέλω να βοηθήσω άλλους ανθρώπους που δίνουν τη δική τους μάχη- ή από τη θέση του ασθενούς ή από τη θέση αυτού που είναι στο πλάι του.
Όλο αυτό το διάστημα έκανες πρόβες και παραστάσεις, έκανες γυρίσματα και Live «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» πως τα κατάφερες;
Ήμουν με έναν μηχανικό τρόπο σε αυτά. Σαν να έπρεπε να διεκπεραιώσω ένα κομμάτι δουλειάς. Υπήρχαν στιγμές που δεν άντεχα άλλο. Έφευγα από την πρόβα, ταξιδεύαμε στο εξωτερικό για τους εκεί γιατρούς και την εκεί θεραπεία, γύριζα άυπνος και εξοντωμένος, έπαιζα στην Επίδαυρο, έκανα το «Τσαντίρι».. Ξέρεις, μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία μέτρησα αλλιώς τα πράγματα. Τα είδα όλα από απόσταση. Και τότε όλα φάνηκαν τόσο μικρά μπροστά σε αυτό που αντιμετώπιζα.
‘Ετρεξες έναν μαραθώνιο με την Τασούλα..
Τρέχεις, παλεύεις – το ξέρεις και εσύ – κ εκεί που είσαι σε ένα τεράστιο γήπεδο, χάνονται ξαφνικά όλα: και το γήπεδο, και οι θεατές, και το νήμα και κινείσαι σε ένα κενό χρονικό, σαν να πήγες στο ανέφικτο. Περπάτησα στο ανέφικτο κι έχει μια ιδιαίτερη περπατησιά αυτό.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ