Εκτός από τα εμβληματικά τραγούδια του δημιούργησε έναν τύπο. Αυτόν με την τραγιάσκα που δεν σταματάει να μελετά, να ονειρεύεται και να δημιουργεί. Και θα ζει για πάντα. Όσο υπάρχει γούστο, λογική και ανθρωπιά.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Έγραφε για την ψυχή του. Τα τραγούδια του έμοιαζαν με κεράκια που φώτιζαν τον κόσμο. Κάποτε σε μια εκδήλωση μια νεαρή φωτογράφος που δεν τον γνώριζε φατσικά τον πλησίασε ρωτώντας τον “μήπως ξέρει το Μάνο Ελευθερίου”. Ήθελε να τον φωτογραφίσει γιατί της άρεσαν οι στίχοι του. “Δεν έχω ιδέα”, της απάντησε με εκείνο το λοξό, μισό, γεμάτο πυκνή σιωπή και ξέχειλη αγάπη χαμόγελό του. Έτσι ήταν η ζωή του. Μια ψυχή χωρίς εφέ. Γεμάτη μεγαλείο που δεν φώναζε. Καλοσύνη που έπνιγε ακόμα και τις επικρίσεις του. Λόγο σαν παρτιτούρα, ακριβή, πλήρη αισθητικής και αυθεντικότητας που μόνο σε νησιώτες συναντάς.
Όπως διαβάζουμε στο περιοδικό People, ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Ταξίδευε συνέχεια. Ουσιαστικά τον γνώρισε στα επτά του χρόνια. Ήξερε για τις δυσκολίες και τους κινδύνους της θάλασσας. Για την αδυναμία να κάνεις φιλίες και οικογένεια. Παρόλα αυτά στα δεκαοκτώ του σκέφτηκε να τον ακολουθήσει. “Είχα βγάλει και βιβλιάριο. Υποτίθεται ότι θα με έπαιρνε μαζί του, όμως δεν με πήρε”, μας είπε. Δεν ταξίδεψε. Αλλά δεν γλίτωσε. Από τα κύματα της θάλασσας βρέθηκε στα κύματα της δισκογραφίας. “Βέβαια η θάλασσα δεν αστειεύεται. Μας έλεγε ιστορίες ο πατέρας μου για θύελλες με εννιά και δέκα μποφόρ. Το καράβι κατέβαινε στο βυθό και ανέβαινε στην κορυφή του κύματος μέχρι να ξαναχαθεί. Οι ναυτικοί έκαναν το σταυρό τους”, μας έλεγε με έμφαση.
Το 1961 υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στα Γιάννενα όταν ο φίλος του Βαγγέλης Καπετανάκης τον προέτρεπε με γράμμα του να στείλει στίχους του στον συνθέτη Κώστα Καπνίση που τον ήξερε και μεσουρανούσε εκείνη την εποχή. Απάντηση δεν πήρε ποτέ. Ανάμεσα σε εκείνους τους στίχους ήταν και το “Τρένο φεύγει στις οκτώ” που το εμπνεύστηκε από την ιστορία ενός στρατιώτη. Τελικά τα τραγούδια του έπεσαν στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη που τα μελοποίησε για το δίσκο τους “Τα λαϊκά”. Η συγκίνησή του ήταν μεγάλη. Ένιωσε ότι άνοιξε μια πόρτα. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Βέβαια ο δίσκος είχε τη δική του περιπέτεια. Η δικτατορία απέτρεψε προσωρινά την έκδοσή του, που τελικά έγινε στο Παρίσι το 1971 με την Μαρία Δημητριάδη και τον Αντώνη Καλογιάννη. Μάλιστα επειδή είχε απαγορευτεί στην Ελλάδα, οι φίλοι του τον έφερναν από το εξωτερικό μέσα σε εξώφυλλα κλασσικής μουσικής, του Μπαχ, του Μπετόβεν, του Σούμπερτ που δεν εμπόδιζε η λογοκρισία.
Διάβασε περισσότερα στο People, που κυκλοφορεί μαζί με το Έθνος της Κυριακής.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ