Η Κρυσταλλία Κεφαλούδη είναι ένα κορίτσι με φωτεινό χαμόγελο που αμέσως θα σε κάνει να νιώσεις οικεία. Το θέατρο μπήκε στη ζωή της σε μικρή ηλικία, αλλά το “κλικ” μέσα της για να ασχοληθεί με αυτό έγινε, όταν κατάλαβε ότι είναι το “φάρμακό” της στα δύσκολα.
Τελείωσε το θέατρο Τέχνης και στη συνέχεια έφυγε στο Λονδίνο, όπου συνέχισε τις σπουδές της στην υποκριτή και οι καταστάσεις δεν την ανάγκαζαν να επιστρέψει στη χώρα μας, ίσως να μην το είχε κάνει και ποτέ. Ωστόσο, αν δε το είχε κάνει, δε θα τη γνωρίζαμε εμείς.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Με αρκετές θεατρικές παραστάσεις στο ενεργητικό της, τα τηλεοπτικά της βήματα είναι πολύ πιο προσεκτικά. Τη φετινή τηλεοπτική σεζόν υποδύεται τη Μαριάννα Παπαθανασίου στη νέα σειρά του ΣΚΑΪ, “Οι Πανθέοι” και μιλώντας στο TLIFE αποκαλύπτει τα κοινά στοιχεία με την ηρωίδα της, καθώς και όσα την έκαναν να μάθει να θέτει πιο εύκολα τα όριά της.
Φέτος συμμετέχεις στην τηλεοπτική σειρά, “Οι Πανθέοι”, μια σειρά βασισμένη σε ένα εξαιρετικό βιβλίο που αγαπήθηκε πολύ και στο παρελθόν. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Νομίζω ότι αυτή η συνεργασία ήρθε σαν ευλογία στη ζωή μου και τα χρωστάω όλα στον σκηνοθέτη μας, Σπύρο Μιχαλόπουλο. Είχα ακούσει ότι προετοιμαζόταν η σειρά. Τη θυμόμουν από παλιά γιατί την παρακολουθούσαν οι γονείς μου, οι οποίοι όταν μάθανε ότι θα ξαναγίνει, μου λέγανε πόσο ωραίο θα ήταν να βρίσκομαι κι εγώ σε αυτή.
Άρχισε να γίνεται σιγά σιγά και δική μου επιθυμία. Και κάπως, με τη σκέψη μου και τις ευχές μου, ήταν σαν να το “προκάλεσα να συμβεί”.
Το βιβλίο το είχες διαβάσει;
Το βιβλίο δε το είχα διαβάσει. Το διάβασα αφού βρεθήκαμε με τον Σπύρο Μιχαλόπουλο και μου πρότεινε τον ρόλο. Να σου πω, πως εξ αρχής ο ρόλος για τον οποίο με είχε σκεφτεί ο Σπύρος, ήταν αυτός της Μαριάννας. Δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου στο να “δώσουμε τα χέρια”. Δέχτηκα με πολύ χαρά την πρότασή του. Δεν υπήρξε στιγμή που να έκανε δεύτερες σκέψεις. Ήρθε μάλιστα και σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου και οι “Πανθέοι” ήταν η μοναδική μου χαρά. Εξακολουθεί αυτή η σειρά να είναι η “υγεία” μου, αν μπορώ να το πω έτσι.
Πες μας λίγα λόγια για τη Μαριάννα Παπαθανασίου, την ηρωίδα που υποδύεσαι.
Αχ, η Μαριάννα μου… Η Μαριάννα είναι ο παράνομος δεσμός του Φάνη Πανθέου, που υποδύεται ο εξαιρετικός Θανάσης Κουρλαμπάς, Μιλάμε για ένα ερωτικό τρίγωνο, όπως καταλαβαίνεις. Ο Φάνης είναι παντρεμένος με τη Βέτα, που υποδύεται η υπέροχη Χριστίνα Αλεξανιάν. Η Μαριάννα όμως, δεν είναι απλώς το τρίτο πρόσωπο σε έναν γάμο. Είναι σε σχέση με τον Φάνη για περισσότερα από δέκα χρόνια.
Είναι μια διπλή ζωή. Έχει επενδύσει πραγματικά σε αυτή τη σχέση. Για πάρα πολλά χρόνια, ήταν πεπεισμένη ότι την αγαπά και πως η σχέση τους θα έχει μέλλον. Αυτό που αρχίζουμε να βλέπουμε να εξελίσσεται, είναι πολύ πικρό για τη συγκεκριμένη ηρωίδα. Εγώ, πολλές φορές νιώθω το δίκιο της. Όταν έχεις επενδύσει τόσο χρόνο από τη ζωή σου σε κάποιον, το να βλέπεις ξαφνικά πως όλα ήταν ένα ψέμα, μια κοροϊδία, είναι σκληρό.
Μιλάμε για μια μορφή εξαπάτησης και προδοσίας που προκαλεί τεράστιο πόνο. Γκρεμίζεται ένα ολόκληρο συναισθηματικό οικοδόμημα που είχες χτίσει και δε ξέρεις πως να το διαχειριστείς. Είναι αυτό που λέμε πολλές φορές, ότι γνωρίζουμε έναν άνθρωπο αλλά τελικά δε ξέρουμε τίποτα για εκείνον. Κι επειδή έχω βιώσει την προδοσία, σε ένα βαθμό τη συναισθάνομαι. Είναι πολύ δύσκολο να το διαχειριστείς όλο αυτό. Το πιο εύκολο είναι να κρίνει και να κατακρίνει ο άλλος μια κατάσταση. Καλό είναι όμως, να μπαίνουμε κάποιες φορές και στα παπούτσια του άλλου.
Η Μαριάννα θα βρει τη δύναμη να σηκώσει ανάστημα και να φύγει τελικά από αυτή την κατάσταση και να βάλει σε προτεραιότητα τον εαυτό της;
Ναι, θα τη βρει αυτή τη δύναμη. Με έναν ακραίο ίσως τρόπο, αλλά θα το κάνει. Δε συμφωνώ ως Κρυσταλλία με τον τρόπο της, ωστόσο, ποτέ κανείς δε μπορεί να προβλέψει μια ανθρώπινη αντίδραση. Όταν μιλάμε για την καρδιά, ποτέ δε ξέρεις πως μπορεί να αντιδράσει κάποιος.
Η Μαριάννα θα βρει τη δύναμη, και θα σηκώσει ανάστημα. Είναι μια γυναίκα ανεξάρτητη και αυτόνομη για την εποχή της. Η Μαριάννα πρεσβεύει τις γυναίκες της “νέας εποχής” που είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν το 1939 – την εποχή στην οποία αναφέρεται η σειρά.
Αυτή της η ανεξαρτησία και ο δυναμισμός της δίνουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την κατάσταση με έναν απίστευτο δυναμισμό. Είναι πολύ συνειδητοποιημένη. Την ακούμε πολλές φορές να λέει, “δε το έκανα για σένα, ήθελα να ξυπνήσω και την άλλη γυναίκα”. Και το εννοεί. Τότε, οι γυναίκες ήταν “υπό”. Δεν ήταν εύκολο να σηκώσουν το ανάστημά τους, να πάρουν διαζύγιο… Όντως νιώθει ότι θέλει να κινητοποιήσει την άλλη γυναίκα, που δε τη βλέπει ως αντίζηλο. Η Μαριάννα συναισθάνεται τη Βέτα, τη βλέπει ως θύμα, τη βλέπει ως μια επίσης εξαπατημένη γυναίκα.
Εσύ ως Κρυσταλλία είσαι εξίσου δυναμική; Θα βάλεις σε προτεραιότητα τον εαυτό σου;
Πλέον ναι. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να θέσει κάποιος σε προτεραιότητα τον εαυτό του. Τα τελευταία χρόνια, νιώθω πως πρέπει να θέτω πιο έντονα τα όριά μου. Αν δε το κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας, δε θα το κάνει κανείς άλλος. Έχω υπάρξει σε χειριστικές σχέσεις στο παρελθόν και εξαιτίας αυτών έχω χάσει ένα κομμάτι του εαυτού μου, έχω πει πως δε θα επιτρέψω να μου ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.
Πλέον θέτω τα όρια μου πιο έντονα, πιο άμεσα και αβίαστα. Από τα λάθη μας άλλωστε μαθαίνουμε.
Όπως μου είπες, είχες υπάρξει σε χειριστικές σχέσεις. Όταν βίωνες τις σχέσεις αυτές, τον χειριστικό τους χαρακτήρα τον αντιλήφθηκες μόνη σου ή ήταν κάτι που το περιβάλλον σου σε βοήθησε να καταλάβεις;
Ας μη γελιόμαστε, όταν κάτι δεν πάει πολύ καλά, το καταλαβαίνουμε. Όταν όμως μιλάμε για συναισθήματα, είναι δύσκολο να μπορέσουμε να πάρουμε κάποιες αποφάσεις. Αν έχω ένα προτέρημα, είναι ότι είμαι ένας ακριβοδίκαιος άνθρωπος. Δε μου αρέσει να παίρνω βιαστικές αποφάσεις, ούτε να κρίνω εύκολα μια κατάσταση. Θέλω να δίνω χρόνο στα πράγματα, προκειμένου να μην αδικήσω κανέναν.
Μπορεί λοιπόν να έβλεπα ότι κάτι δε πάει καλά, αλλά έδινα χρόνο. Δε γίνονται και πάντα όλα τα πράγματα επίτηδες. Δε θέλει πάντα ο άλλος να σε κοροϊδέψει, είναι πολλές οι παράμετροι. Όταν βλέπεις ότι κάτι δε γίνεται σκόπιμα, του δίνεις χώρο και χρόνο. Έτσι κι αλλιώς, στις σχέσεις μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον. Όλα αυτά, μέχρι να δεις ότι δεν υπάρχει καμία πρόοδος.
Αυτό που έχω αποφασίσει για μένα, είναι ότι θέλω να εξελίσσομαι σε όλους τους τομείς της ζωής μου. Όταν νιώθω ότι δεν υπάρχει εξέλιξη, μου κόβονται τα φτερά. Παύω να είμαι δημιουργική, δε μπορώ να δώσω και ενδεχομένως ούτε να λάβω. Κάπου εκεί, πλέον με πιο ξεκάθαρο και δυναμικό τρόπο, θέτω τις κόκκινες γραμμές μου.
Στη δουλειά σου έχεις νιώσει αδικημένη;
Ναι, εννοείται. Έχω υπομείνει καταστάσεις. Έχω υπομείνει καταστάσεις που το περιβάλλον ήταν πιο σκληρό, ανταγωνιστικό και ίσως και κακοποιητικό. Είναι κάτι που μου συνέβη στα πρώτα χρόνια της πορείας μου. Είχα τελειώσει το θέατρο Τέχνης, και αφού είχα επιστρέψει από το Λονδίνο, βίωσα μια μορφή κακοποίησης. Ήταν πιο ανώδυνο βέβαια μπροστά σε άλλες περιπτώσεις που έχουμε ακούσει.
Τώρα, ίσως έχω αποκτήσει και ένα μεγαλύτερο ένστικτο και “μυρίζομαι” πλέον τις κακοτοπιές. Στην υποψία του ότι κάτι δεν πάει καλά, ή αν νιώσω ότι μια κατάσταση είναι λίγο πιο σκληρή για μένα, αποχωρώ, δε δείχνω πλέον ανοχή. Η δουλεία μας, είναι από τη φύση του δύσκολο, αν και το περιβάλλον στο οποίο εργαζόμαστε, δε βοηθά και στο αποτέλεσμα που παράγουμε.
Πρέπει οι άνθρωποι να αρχίσουμε να λέμε και όχι, εκεί που χρειάζεται και εκεί που αρχίζουμε να μη νιώθουμε καλά. Η μαρτυρία είναι αυτή που φέρνει τη διαμαρτυρία.
Εσένα τι σε έκανε να στραφείς στην υποκριτική;
H ενασχόλησή μου με το θέατρο ξεκίνησε ερασιτεχνικά, όταν ήμουν ακόμη στο Γυμνάσιο, στη Νάουσα απ΄όπου και κατάγομαι. Περνούσα φανταστικά. Αυτό όμως που δε θα ξεχάσω ποτέ, είναι όταν στο Λύκειο, τότε που αρχίζουν τα πρώτα μας υπαρξιακά. Εκείνη την περίοδο λοιπόν, έχασα έναν πολύ δικό μου άνθρωπο, τη γιαγιά μου, της οποίας έχω πάρει και το όνομα. Είναι ο άνθρωπος που με μεγάλωσε και νόμιζα ότι δε θα πεθάνει ποτέ.
Παράλληλα, την ίδια εποχή, με χώρισε ο πρώτος μου έρωτας. Τότε, κάναμε τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη. Θυμάμαι, ότι βγαίνοντας στη σκηνή, ξεχνούσα τα πάντα. Για τις τρεις ώρες που ήμουν εκεί, δεν υπήρχε ούτε ο πόνος, ούτε η θλίψη. Εκεί έγινε το κλικ μέσα μου. Το ότι ένιωθα να φεύγω από την πραγματικότητα για κάποιες ώρες και επέστρεφα σε αυτή πιο ανάλαφρη, είναι που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου.
Στον πορεία, μέσα από την τριβή με τη δουλειά, ανακάλυψα έναν μαγικό κόσμο. Ένα άλλο σύμπαν μέσα στο οποίο νιώθω ευτυχισμένη να υπάρχω.
Σκέφτηκες ποτέ να παραμείνεις στο εξωτερικό και να κυνηγήσεις εκεί την καριέρα σου;
Ναι, και το είχα ξεκινήσει. Είναι όμως κάποια πράγματα στη ζωή που δε τα σχεδιάζεις. Επέστρεψα στην Ελλάδα για οικογενειακούς λόγους. Κύλησε όμως καλά μέχρι σήμερα. Δε μπορώ να πω ότι έκανα λάθος. Ίσως, σε έναν πολύ μικρό βαθμό να μου έχει μείνει ένα απωθημένο, γιατί μπόρεσα και είδα πως δουλεύουν έξω, τις πιο επαγγελματικές και αυστηρές-σε σημεία-συνθήκες που υπάρχουν.
Απολαμβάνω όμως τον δρόμο στον οποίο με έχει οδηγήσει η ζωή μέχρι σήμερα. Δε μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ ότι ίσως θα έπρεπε να είχα επιστρέψει στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια άλλωστε, στην Ελλάδα κάνουμε μεγάλη πρόοδο στον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε. Οι “Πανθέοι” για παράδειγμα, είναι μια εξαιρετική παραγωγή, με ένα φοβερό καστ ηθοποιών.
Πόσο εύκολο είναι να μπεις σε ρυθμούς καθημερινής σειράς;
Δεν είναι εύκολο, ταυτόχρονα όμως δεν είναι και δύσκολο. Μιλάμε για μια σειρά εποχής, καθημερινή, οι απαιτήσεις εκ των πραγμάτων, είναι αυξημένες. Όταν όμως έχεις ένα τόσο όμορφο και αρμονικό κλίμα και λειτουργούν όλοι άξονα τον κοινό στόχο, στο τέλος της ημέρας ξεχνάς την όποια δυσκολία.
Σε έχουμε δει σε πολύ επιλεγμένες τηλεοπτικές παραγωγές. Είναι μια προσωπική επιλογή αυτό;
Ήθελα τα βήματα μου να είναι προσεκτικά. Ωστόσο, δε μπορώ να κρύψω ότι σε έναν βαθμό τη φοβόμουν την τηλεόραση. Σαν παιδί του θεάτρου Τέχνης, είχα μόνο το θέατρο στο μυαλό μου. Ένας λόγος που πήγα και στο εξωτερικό ήταν για να εκπαιδευτώ και στο “acting on camera”. Επιστρέφοντας λοιπόν στην Ελλάδα, ήμουν λίγο φοβισμένη με το κομμάτι “τηλεόραση”. Δεν υπήρχε και κάτι που να με έκανε να νιώθω ότι αντιπροσωπεύει τα θέλω και τις απαιτήσεις μου. Σε κάποιες φάσεις, ίσως υπήρξα και λίγο υπερβολική με τα όχι μου. ‘Έκανα όμως πολύ θέατρο, έπαιξα στο Ηρώδειο, δεν ένιωθα ότι μου λείπει κάτι… Το “Καρτ Ποστάλ” ας πούμε, ήταν μια δουλειά που ήθελα πολύ να την κάνω και την “κυνήγησα”, όπως έγινε και με τους “Πανθέους”.
Φωτογραφίες: Πέτρος Χόντος
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ