Ο Γιάννης Ίτσιος ανήκει σε μια νέα γενιά ηθοποιών, που μπορεί να μη γνώρισαν τις «χρυσές εποχές» της τηλεόρασης, έχουν όμως κάτι να πουν. Αγαπά την επαφή με τους ανθρώπους, και του αρέσουν οι χαλαρές συζητήσεις με γνωστούς, φίλους ή και άγνωστους που μπορεί να προκύψουν σε ένα ήρεμο τσιπουράδικο με τους Χαΐνηδες για μουσική υπόκρουση.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Έχω μια τίγρη μέσα μου άγρια λιμασμένη. Π’ όλο με περιμένει, κι όλο την καρτερώ. Την μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει, μα ελπίζω να φιλιώσει, καιρό με τον καιρό» είναι μερικοί από τους στίχους του τραγουδιού που ο ίδιος θα έβαζε ως soundrack στη ζωή του αφού, όπως λέει, όλοι μας διαρκώς παλεύουμε μέσα μας με τις διαφορετικές πτυχές του εαυτού μας.
Τον συναντήσαμε με αφορμή το ρόλο του στη σειρά του ΣΚΑΪ, «Οι Πανθέοι» και μας μίλησε για όλα. Για τον Γιάννη Ίτσιο είναι σπουδαίο, όπως λέει, να ξέρει ότι μπορεί να κρατά συντροφιά μέσα από τη δουλειά του σε ανθρώπους που είναι μόνοι τους, και αν γύρναγε τον χρόνο πίσω, πάλι ηθοποιός θα γινόταν, αφού μέσα από την υποκριτική ανακαλύπτει τον εαυτό του.
Η φετινή τηλεοπτική σεζόν σε βρίσκει στην σειρά του ΣΚΑΪ, «Οι Πανθέοι». Πώς προέκυψε αυτή η πρόταση;
Ήξερα τον σκηνοθέτη μας, τον Σπύρο Μιχαλόπουλο, λόγω μιας συνεργασίας που τελικά δεν προχώρησε. Έμαθα λοιπόν ότι ετοιμάζει μια νέα σειρά και του έστειλα ξανά το βιογραφικό μου προκειμένου να περάσω από casting. Έτσι κι έγινε. Πέρασα από casting και τελικά επιλέχθηκα, και είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι μέρος αυτής της δουλειάς.
Είχες διαβάσει προηγουμένως το βιβλίο του Τάσου Αθανασιάδη, στο οποίο βασίζεται η σειρά; Γνώριζες την ιστορία των Πανθέων;
Η αλήθεια είναι πως όχι. Όταν έμαθα για τους Πανθέους, έψαξα και είδα κάποια από τα επεισόδια της σειράς, όπως είχε παιχτεί για πρώτη φορά στην ΕΡΤ το 1977. Διάβασε και ένα μέρους του βιβλίου. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο. Μας μεταφέρει σε μια Αθήνα που, η δική μου γενιά τουλάχιστον, δεν έχει γνωρίσει.
Το γεγονός πως πρόκειται για μια σειρά που έχει παιχτεί και στο παρελθόν, αποτελεί για σένα πρόκληση;
Σαφώς και αυτό αποτελεί μια παραπάνω πρόκληση. Υπάρχει κόσμος που έχει δει τη σειρά στην αρχική της εκδοχή και έχει συνδεθεί με αυτή. Ο κόσμος αυτός λοιπόν, ενδεχομένως να περιμένει να δει το ίδιο πράγμα, αλλά νομίζω θα έχει ενδιαφέρον να δουν τους «Πανθέους» μέσα από τη δική μας ματιά. Εκ των πραγμάτων άλλωστε, δε θα μπορούσαμε να αντιγράψουμε μια δουλειά. Εμείς ερχόμαστε να παρουσιάσουμε τους δικούς μας «Πανθέους», για τους οποίους είμαστε πολύ περήφανοι, και ελπίζουμε να μπουν εξίσου στις καρδιές των τηλεθεατών.
Έχεις ανθρώπους στο περιβάλλον σου που να είχαν δει τότε τη σειρά, και τώρα να την ξαναβλέπουν με εσένα μέσα σε αυτή;
Η αλήθεια είναι πως στο οικογενειακό μου περιβάλλον δεν έχω κάποιον. Το αστείο είναι όταν είπα στον άνθρωπο που έχει το γυμναστήριο που πηγαίνω, ότι θα παίξω στους Πανθέους, είχε ενθουσιαστεί. Όπως μου είπε, όταν ήταν μικρός το έβλεπε συνέχεια. Τώρα που βλέπει εμένα στη σειρά λοιπόν, χαίρεται πολύ.
Στη σειρά σε βλέπουμε να υποδύεσαι τον Δημήτρη. Πες μου λίγα λόγια γι’ αυτόν.
Υποδύομαι τον Δημήτρη, έναν νεαρό που είναι ερωτευμένος και αρραβωνιασμένος με τη Θάλεια. Οι συνθήκες όμως τον αναγκάζουν να φύγει στα καράβια για έναν χρόνο, προκειμένου να μαζέψει κάποια χρήματα, προκειμένου να επιστρέψει και να παντρευτούν. Μέχρι στιγμής έχουμε δει τη σχέση τους, τον αποχωρισμό τους… έρχονται όμως κάποια συνταρακτικά γεγονότα που θα ανατρέψουν τα δεδομένα.
Πόσο εύκολοι είναι οι ρυθμοί μιας καθημερινής σειράς;
Δεν είχα ξαναβρεθεί σε καθημερινό σήριαλ, και ομολογουμένως είναι μια δύσκολη συνθήκη. Στην προηγούμενη τηλεοπτική μου δουλειά, το «Κόκκινο ποτάμι», που δεν ήταν καθημερινό οι ρυθμοί ήταν διαφορετικοί. Στο καθημερινό, είναι σαν να μην ξέρεις μπάνιο και να σε πετάνε σε μια θάλασσα χωρίς μπρατσάκια και να πρέπει να κολυμπήσεις. Είναι μεγάλο σχολείο για μένα το καθημερινό.
Όπως είπες, έχεις συμμετάσχει στο «Κόκκινο ποτάμι» και τώρα στους «Πανθέους». Πρόκειται για δυο σειρές εποχής. Θα ήθελες να δοκιμαστείς και σε κάτι που να αναφέρεται στο σήμερα;
Πάρα πολύ. Θα ήθελα να κάνω πάρα πολύ έναν ρόλο που να αναφέρεται σε άτομα αποκλεισμένα από το κοινωνικό σύνολο. Μου αρέσουν αυτού του είδους οι ρόλοι. Σε βάζουν σε μια άλλη διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης και σκέψης. Δε συναντάμε συχνά τέτοιους ρόλους, δυστυχώς. Θα ήθελα να δώσω φωνή μέσα από τη δουλειά μου στα άτομα που δεν έχουν τη δύναμη να ακουστούν.
Θεωρείς ότι υπάρχει έλλειψη φαντασίας στους Έλληνες δημιουργούς;
Το αντίθετο. Θεωρώ ότι έχουμε πολύ καλούς σεναριογράφους στη χώρα μας. Η γνώμη μου όμως είναι, ότι πρέπει να πάρουμε μεγαλύτερα ρίσκα.
Γιατί θεωρείς ότι δεν παίρνονται αυτά τα ρίσκα;
Δε ξέρω να σου πω με σιγουριά. Ίσως προσπαθούμε να ακολουθήσουμε τον σίγουρο δρόμο. Αυτόν που ξέρουμε πως θα έχει την αποδοχή του κοινού, και βέβαια γι’ αυτό δεν οφείλονται πάντα οι δημιουργοί. Όταν μιλάμε για μια τηλεοπτική παραγωγή, μιλάμε για μια επιχείρηση, που προφανώς – και είναι απόλυτα λογικό και κατανοητό – στοχεύει στην επιτυχία και το κέρδος.
Οι ηθοποιοί πιστεύεις είναι δεκτικοί στα ρίσκα;
Είμαι απόλυτα σίγουρος, ειδικά για τους Έλληνες ηθοποιούς, πως θα ήθελαν να δοκιμάσουν πολλά νέα πράγματα. Αυτό το λέω με σιγουριά γιατί έχουμε κάνει άπειρες συζητήσεις μεταξύ μας. Βλέπουμε ξένες σειρές και σκεφτόμαστε πόσο ωραίο θα ήταν να βλέπαμε αντίστοιχα πράγματα κι εδώ. Άλλωστε βρισκόμαστε σε μια χώρα που έχει «διαμάντια» ηθοποιούς, πραγματικά διαμάντια.
Πολλούς από αυτούς τους ηθοποιούς όμως το κοινό δεν τους γνωρίζει ακόμα, για πολλά χρόνια βλέπαμε μια ανακύκλωση προσώπων στις ελληνικές σειρές. Αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει;
Ναι, σε έναν βαθμό υπήρχε πράγματι μια ανακύκλωση προσώπων. Τα τελευταία χρόνια όμως, από τότε που η μυθοπλασία επέστρεψε και πάλι δυναμικά, δόθηκαν πολλές ευκαιρίες σε πολλά νέα παιδιά. Και στους «Πανθέους» βλέπουμε πολλά νέα παιδιά.
Η δική σου γενιά θεωρείς ότι είναι μια αδικημένη γενιά ηθοποιών;
Ίσως ναι. Αν μιλάμε για την τηλεόραση, ναι, δε ζήσαμε τις «χρυσές εποχές» που λένε όλοι. Από την άλλη όμως, αυτή η δυσκολία, ίσως να μας έδωσε περισσότερα εφόδια, προκειμένου όταν μας δοθεί η ευκαιρία, να καταφέρουμε περισσότερα πράγματα.
Όταν ξεκίνησες να ασχολείσαι με την υποκριτική, ήσουν συνειδητοποιημένος για τον δρόμο που ακολουθούσες;
Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω απάντηση σε αυτό. Αν με ρωτήσεις γιατί έγινα ηθοποιός, δε ξέρω να σου πω. Νιώθω ότι είναι κάτι που το ανακαλύπτω καθημερινά. Ίσως επέλεξα αυτό τον δρόμο γιατί μου αρέσει η επαφή. Επίσης, στη ζωή, υπάρχουν κομμάτια και πτυχές του εαυτού μας που δε μπορούμε να τα δείξουμε και η υποκριτική σου δίνει αυτή την ελευθερία έκφρασης.
Είναι μια διέξοδος από την καθημερινότητα η ενασχόληση με την υποκριτική;
Τεράστια διέξοδος. Παράλληλα όμως, μου αρέσει να είναι η καθημερινότητά μου η υποκριτική. Ξέρω ότι ακούγεται παράδοξο και περίεργο αλλά είναι η πραγματικότητα.
Το 2019 έπαιζες στο θέατρο, μέχρι που λόγω κορονοϊού, όλες οι θεατρικές παραστάσεις «πάγωσαν». Εκείνη την περίοδο, που για τους ηθοποιούς ήταν εξαιρετικά δύσκολη, σκέφτηκες να αφήσεις την υποκριτική;
Θα είμαι πολύ ειλικρινής. Δεν το σκέφτηκα τότε, το σκέφτομαι κάθε μέρα. Αυτή είναι η αλήθεια μου. Το αγαπώ τόσο πολύ αυτό που κάνω. Παράλληλα όμως το αποστρέφομαι. Αγαπώ τη δουλειά μου, και θέλω αυτή να είναι η ζωή μου, πάντα όμως υπάρχει στο μυαλό μου η σκέψη, «μετά από αυτό τι;».
Κι αυτή είναι η φύση της δουλειάς. Μπορεί να έρθει μια άλλη δουλειά, μπορεί και όχι ή μπορεί να αργήσει αρκετά. Και πάντα σκέφτεσαι αν φταις εσύ σε κάτι.
Πόσο εύκολο είναι να παλεύεις συνεχώς με αυτές τις σκέψεις;
Εύκολο δεν είναι σίγουρα. Υπάρχει όμως πάντα μέσα μου αυτή η μικρή φωνή – όπως και σε άλλους συναδέλφους μου πιστεύω- που μου λέει, «μην τα παρατήσεις, αν το κάνεις θα είσαι δυστυχισμένος».
Την απόρριψη πώς τη διαχειρίζεσαι;
Πάρα πολύ ωραία. Η κάθε απόρριψη είναι για μένα ένα επιπλέον κίνητρο. Ίσως να ακούγεται εγωιστικό. Με ρίχνει ψυχολογικά, δε λέω ότι χαίρομαι. Μετά την πρώτη “πίκρα” όμως, πεισμώνω, και θέλω να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό για να αποδείξω ότι μπορώ να το κάνω. Νομίζω έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε την απόρριψη.
Έτσι βλέπεις όλα τα πράγματα στη ζωή;
Ναι. Η κάθε απόρριψη, η κάθε δυσκολία που μπορεί να προκύπτει, με πεισμώνει.
Διάβασα σε μια παλαιότερη συνέντευξή σου ότι είχες πει, πως θες να γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Σήμερα, λίγα χρόνια μετά τη δήλωση αυτή, πιστεύεις ότι έχεις γίνει η καλύτερη εκδοχή σου;
Όχι. Και λέω όχι γιατί νομίζω ότι αυτό, είναι κάτι που δεν έχει ταβάνι. Ο άνθρωπος εξελίσσεται συνέχεια. Αν φτάσεις στο σημείο να πεις ότι «έπιασες ταβάνι», τότε κάτι δεν έχει γίνει σωστά. Η κάθε στιγμή που ζούμε έχει κάτι να μας δώσει και να βοηθήσει στην εξέλιξή μας. Το θέμα είναι να ξυπνάς και να κοιμάσαι, και να λες, «μου αρέσει αυτός που είμαι».
Αυτή η συνεχής προσπάθεια για προσωπική εξέλιξη, είναι κάτι που ζητάς να έχουν και οι άνθρωποι που σε περιστοιχίζουν;
Δεν ψάχνω ανθρώπους με συγκεκριμένα κριτήρια. Συμβαίνει όμως, επειδή και οι δυο πλευρές αναζητούμε αυτή την εξέλιξη, να συναντιόμαστε. Η ζωή με έναν μαγικό τρόπο μας φέρνει κοντά. Τόση ώρα που μιλάμε, γεννιέται μια σύνδεση. Μπορεί να μην τα ξαναπούμε ποτέ, μπορεί και να ξαναβρεθούμε, αυτή η συνδιαλλαγή όμως συνέβη.
Εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους;
Προσπαθώ. Πολλές φορές δυσκολεύομαι να εμπιστευτώ κι εμένα τον ίδιο. Είναι ωραίο να δίνεις ευκαιρίες στους ανθρώπους.
Τι είναι αυτό που μπορεί να σε εξοργίσει;
Η ασέβεια είναι αυτή που με εξοργίζει. Αν πω κάτι κακό για κάποιον, στην πραγματικότητα το λέω για τον εαυτό μου. Δεν πρόκειται για τίποτα παραπάνω από μια διαστρεβλωμένη εικόνα του εαυτού μου. Αυτό βλέπουμε στους άλλους, είναι το καθρέφτισμα του εαυτού μας.
Πέρα από την υποκριτική, ασχολείσαι και με την πυγμαχία. Από τη μια έχουμε μια τέχνη που απαιτεί έντονη πνευματική καλλιέργεια, και από την άλλη, ένα άθλημα αρκετά «σκληρό», αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δυο;
Αυτά τα δυο, η πυγμαχία και η υποκριτική διαφέρουν πολύ, αλλά ταυτόχρονα μοιάζουν και πολύ. Η πυγμαχία, είναι η τέχνη του “εδώ και τώρα”, το ίδιο και η υποκριτική. Στην πυγμαχία, δεν πυγμαχώ με κάποιον άλλον, στην πραγματικότητα πυγμαχώ με τον εαυτό μου. Έτσι και στην υποκριτική, κοντράρομαι συνεχώς με τον εαυτό μου.
Η ανάγκη είναι που με οδήγησε σε αυτά τα δυο. Δε ξέρω πως θα ακουστεί, αλλά όλοι μας, καλώς ή κακώς έχουμε μέσα μας κι έναν βίαιο εαυτό. Αυτό εκφράζεται και στην πυγμαχία και την υποκριτική.
Είσαι από τους ανθρώπους που ζουν τα συναισθήματά τους ή προσπαθείς με κάποιο τρόπο να τα κοντρολάρεις;
Δε μπορώ να ελέγξω τα συναισθήματά μου, γι’ αυτό κι έχω φάει πολλές φορές το κεφάλι μου. Αποδέχομαι τα συναισθήματά μου. Καλώς ή κακώς, όλοι μας έχουμε πολλούς εαυτούς. Είναι αυτό που είχε πει ο Αrthur Rimbauf, “Ι is another”, το “εγώ” είναι κάποιος άλλος. Πρέπει όλοι μας να αποδεχόμαστε, όλα μας τα πρόσωπα.
Λόγω της δουλειάς σου, πρέπει συνεχώς να μπαίνεις σε νέους ρόλους και να ζεις διαφορετικές ζωές. Τυχαίνει να «μπερδεύονται» οι ρόλοι αυτοί με την πραγματική σου ζωή;
Δε θα έλεγα ότι ζω τους ρόλους μου στην πραγματική μου ζωή, αλλά τους κουβαλάω. Ένας ηθοποιός, ακόμη και όταν είναι έξω με τους φίλους του, πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του, θα δουλεύει τον ρόλο του.
Ακούγεται βασανιστικό.
Καθόλου βασανιστικό. Είναι υπέροχο. Πραγματικά υπέροχο να μπορείς να κουβαλάς μαζί σου τη δουλειά σου. Αρκεί βέβαια να την αγαπάς και να το θες πραγματικά.
Σε έχει κουράσει ποτέ η δουλειά σου;
Ποτέ. Δεν ήρθε κανείς να μου επιβάλλει να γίνω ηθοποιός. Το επέλεξα. Μακάρι, όλη μου η ζωή να είναι έτσι. Μου το εύχομαι. Και τον χρόνο να γύριζα πίσω, την ίδια επιλογή θα έκανα. Μέσα από τη δουλειά αυτή με μαθαίνω.
Υπάρχουν ρόλοι που «ζηλεύεις» και ονειρεύεσαι να παίξεις κάποια στιγμή;
Πάρα πολύ. Ένας ρόλος που μου έρχεται τώρα στο μυαλό είναι αυτός του Στάνλεϋ Κοβάλσκυ, τον οποίο υποδύθηκε ο Μάρλον Μπράντο στην ταινία «Λεωφορείον ο πόθος».
Τον εαυτό σου τον παρακολουθείς στη σειρά;
Ναι και είναι ίσως το πιο ζόρικο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Το κάνω γιατί πρέπει να διορθωθώ. Νιώθω όμως ότι δε μου αρέσει τίποτα. Νιώθω πολύ αμήχανα όταν βλέπω τον εαυτό μου. Είναι όμως μια διαδικασία που πρέπει να κάνω. Μόνο έτσι θα βελτιωθώ.
Μου δίνεις την εντύπωση ενός ανθρώπου που περνά αρκετό χρόνο με τον εαυτό του.
Πάρα πολύ. Κάνω πολλές συζητήσεις με τον εαυτό μου, σε βαθμό που αν περάσεις έξω από το σπίτι μου θα νομίζεις ότι είναι και άλλοι άνθρωποι εκεί, ενώ είμαι μόνος μου (γέλια). Μου αρέσει να περνάω χρόνο με τον εαυτό μου. Είναι πολύ ωφέλιμο να μιλάμε με τον εαυτό μας.
Φωτογραφίες: Πέτρος Χόντος
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ