O Τόνυ Σαραντίδης ήταν ο κολλητός φίλος του Νίκου Γιγουρτάκη. Όσοι γνώριζαν το Νίκο γνώριζαν και τον Τόνυ αφού οι δυο τους ήταν αχώριστοι. Λίγους μήνες μετά το χαμό του Νίκου, ο Τόνυ μιλάει για πρώτη φορά στην Κυριακή Μιχελιουδάκη και στο free press των Νοτίων Προαστίων Life. Περιγράφει με λεπτομέρειες το τελευταίο μοιραίο βράδυ που ήταν παρέα όπως πάντα, τον “άγνωστο” Νίκο και εξομολογείται ποια είναι η τελευταία του ανάμνηση από τον Νίκο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
-Έχασα τον πατέρα μου πριν 3 χρόνια και ο τρόπος που στάθηκε ο Νίκος σε όλο αυτό το συμβάν ήταν μοναδικός. Ο άνθρωπος πόνεσε και δεν υποκρίθηκε ούτε το δάκρυ του, ούτε τη στεναχώρια του, ούτε τη συμπαράστασή του. Δεν περίμενα ποτέ ότι κάποιος από όλους μου τους φίλους θα ήταν δίπλα μου, σε μια τόσο δύσκολη στιγμή. Ο Νίκος είχε μια πολύ ευαίσθητη πλευρά, την οποία είδα σε όλο της το μεγαλείο εκείνη τη στιγμή της ζωής. Ήταν πολύ κοντά μου, πολύ περιποιητικός, έκλαψε δίπλα μου, χωρίς να ξέρει ιδιαίτερα τον πατέρα μου, που είχε δει πέντε φορές στη ζωή του.
Ο Νίκος ήταν ένας άνθρωπος με πάρα πολύ ανεπτυγμένο ψυχικό κόσμο, πάρα πολλή αγάπη για τον άνθρωπο που είχε δίπλα του. Πολλοί άνθρωποι που δεν ήταν κολλητοί του, όταν χρειάστηκαν τη βοήθεια του, την προσέφερε απλόχερα… Είτε γιατί μπορεί κάποιος να ήταν στεναχωρημένος από ένα χωρισμό, είτε γιατί κάποιος οικονομικά μπορεί να χρειαζόταν μια βοήθεια. Ο Νίκος ήταν εκεί γι’ αυτόν, ακόμα κι αν δεν ήταν από τους κοντινούς του ανθρώπους. Αυτό νομίζω είναι ένα κομμάτι του που δεν το ξέρει πολύς κόσμος και είναι σωστό να μαθευτεί, γιατί ο Νίκος δεν ήταν αυτό που φαίνονταν… πάρτι, πλάκα, ενδεχομένως και κάποιες «αλητείες», ήταν ένας άνθρωπος με ψυχικά χαρίσματα, με συμπόνια για τον συνάνθρωπο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Το τελευταίο βράδυ είχαμε δώσει ραντεβού σ’ ένα μαγαζί που διατηρεί η οικογένεια του Νίκου στη Συγγρού. Κατεβήκαμε Κολωνάκι. Ήμουν εγώ, ο Νίκος και ο Γιάννης ο θεός, ένας τύπος με μακρύ μαλλί,….τον αγαπούσε πολύ ο Νίκος και ο θεός αγαπούσε πολύ το Νίκο. Πριν πάμε στο κλαμπ στο Κολωνάκι, φάγαμε στο μαγαζί του και μιλούσαμε. Ξαφνικά τον βλέπω να πιάνει λίγο το στήθος του και μου λέει:
«Ρε γαμώτο, πάλι κάτι μ’ έχει πιάσει».
Τον ρωτάω:
«Τι σε έχει πιάσει;»
Μου απαντά:
«Νιώθω μια δύσπνοια, κοίταξε να δεις, πάνω που κανονίσαμε αύριο να φύγουμε για Θεσσαλονίκη». (το επόμενο πρωί θα φεύγαμε για Θεσσαλονίκη, είχαμε κανονίσει τα πάντα, ξενοδοχεία, κόσμο να μας περιμένει, μαγαζιά που θα πάμε, τα πάντα).
Συνεχίζει λέγοντας:
«Κοίταξε να δεις που πάλι τελευταία στιγμή γίνεται κάτι ρε π… , ξέρω ‘γω και δε θα πάμε».
Του λέω:
«Κάτσε ρε φίλε, τι αισθάνεσαι;»
Μου απαντά:
«Μια δύσπνοια, εντάξει μωρέ, είναι από αυτά που με πιάνουν κατά καιρούς».
Αυτό ήταν αλήθεια. Πολλές φορές τον έπιανε δύσπνοια, είτε επειδή κουράστηκε ή επειδή είχε φάει λίγο παραπάνω, ή τον έπιανε κανένα πιάσιμο στο στήθος από κάτι, όπως από τη γυμναστική, γιατί έκανε πολύ γυμναστική. Οπότε, αυτό το πράγμα δεν ανησυχούσε τους τριγύρω του, γιατί ήταν τακτικό φαινόμενο, πολλά χρόνια πριν. Του λέω:
«Θες να πάρουμε κανένα γιατρό τηλέφωνο;» και μου λέει:
«Όχι, όχι μωρέ, εντάξει. Θα μου περάσει».
Μετά από ένα τέταρτο πήγαμε στο Κολωνάκι. Εκεί ήμουν εγώ, ο Νίκος, ο Γιάννης ο θεός και είχαμε μαζί μας κάποιες κοπέλες. Αράξαμε και αυτός γενικότερα είχε τη δύσπνοια. Μέσα στη μιάμιση ώρα που κάτσαμε στο μαγαζί, βγήκε 2-3 φορές έξω για να πάρει λίγο αέρα. Ένιωθε ότι κάτι τον ενοχλούσε, αλλά ως εκεί. Όταν τον ξαναρώτησα «τι έγινε», μου απαντούσε, « τίποτα, κάτσε να βγω, να πάρω λίγο αέρα». Δεν φαινόταν και τόσο σημαντικό ή να είχε φοβηθεί τόσο πολύ, ώστε να πρότεινε και ο ίδιος, «Πάμε να το δούμε». Στην ηλικία που είμαστε και που νιώθουμε ότι είμαστε υπερδύναμη, δεν είναι εύκολο να πιστέψεις ότι μια ελαφριά αδιαθεσία ή μια ελαφριά δύσπνοια μπορεί να καταλήξει σε τραγικό γεγονός. Φύγαμε αργότερα και επειδή μετά δεν υπήρχε καπνός, η κλεισούρα και ήταν δροσιά, δεν παραπονέθηκε άλλο. Πήγαμε στο μαγαζί τους στη Συγγρού, όπου τσιμπήσαμε κάτι και μετά χωριστήκαμε. Το πρωί θα φεύγαμε για Θεσσαλονίκη, μ’ ένα καινούριο αμάξι που είχε πάρει. Με πήραν πρωί – πρωί τηλέφωνο και μου ζητούσαν το τηλέφωνο του πατέρα του.
Απάντησα:
«Τι το θέλετε το τηλέφωνο του πατέρα του, γιατί δεν μπορώ να το δώσω έτσι εύκολα». Μου είπαν ότι: «Έχει συμβεί κάτι, κάτι περίεργο».
Δεν μου είπαν τι…
«Δώσε- μου λένε-το τηλέφωνο του Τάκη και πήγαινε στο νοσοκομείο».
Το έδωσα γρήγορα και έψαχνα να βρω σε πιο νοσοκομείο, γιατί μου έκλεισαν το τηλέφωνο και δεν ήξερα που είναι.
Βρήκα ότι ήταν στο Ασκληπιείο Βούλας, πήγα εκεί πέρα και δεν ήξερα τι ακριβώς είχα να αντιμετωπίσω. Άκουγα την κοπέλα, που ήταν μαζί της, να κλαίει και να λέει:
«Ο Νίκος, ο Νίκος, ο Νίκος….».
Και λέω, «ηρέμησε, τι ο Νίκος;».
«Πέθανε ο Νίκος» μου έλεγε, «πέθανε ο Νίκος…»
Δεν ήξερα καν τι συνέβη, από ποιον λόγο, τι, πως και γιατί… Γυρνάω και ακούω από μέσα από ένα γραφειάκι την μητέρα του να σπαράζει στο κλάμα και να φωνάζει:
«Νίκο μου, Νίκο μου, Νίκο μου!!!.».
Και εκεί πέρα ξεκίνησε να με πιάνει κρύος ιδρώτας, τότε καταλάβαινα ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, ακόμα δεν είχα πειστεί…απλώς…πίστευα ότι κάτι έχει γίνει και μπορεί να είναι άσχημα, να είναι στην εντατική, να είναι σε κάποιο κώμα… κάτι… αλλά όχι … επ’ ουδενί δεν πήγε το μυαλό μου… στο θάνατο… Ήταν πολύ μακριά για μένα κάτι τέτοιο… Μπήκα μέσα στη μητέρα του… Ήταν καθιστή, με αγκάλιασε, μ’ έπιασε, κρατιόταν από μένα….και μου είπε:
«Σε παρακαλώ πήγαινε πες στο Νίκο να ξυπνήσει, μόνο εσένα θα ακούσει».
Και τη ρωτάω τι έγινε και εκείνη τη στιγμή έρχεται από πίσω μου έντρομος ο πατέρας του και ρώτησε μια νοσηλεύτρια:
«Τι έχει γίνει, κυρία μου, τι έχει γίνει;»
Εκείνη αποκρίθηκε:
«Εσείς τι είστε;»
Λέω εγώ: «Είναι ο πατέρας του»… και μου κάνει:
«Δυστυχώς, το παιδί δεν άντεξε».
Και τότε μόλις κατάλαβα, όταν είπε πως δεν άντεξε,ότι πέθανε ο Νίκος. Αλλά ποτέ δεν το συνειδητοποίησα πραγματικά… Από κει και πέρα… ήταν διαδικασίες θανάτου… Η τελευταία μου ανάμνηση από το Νίκο, ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που έχω παίξει τζόγο. Παίξαμε μαζί ρουλέτα και Black Jack, τρεις ώρες πριν το θάνατό του. Η μοναδική φορά που έχω παίξει και θα είναι και η τελευταία φορά στη ζωή μου…
Δες φωτογραφίες που δεν έχουν ξαναδημοσιευτεί
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ