Site icon TLIFE

Ο Βαγγέλης Γερμανός στο TLIFE: Το παρατσούκλι του, ο έρωτας, η μουσική και ο λόγος που θα έλεγε “όχι” στο The Voice!

Όταν συζητάς με έναν τροβαδούρο, κι έναν αρμενιστή της ζωής όπως τον Βαγγέλη Γερμανό η συνέντευξη είναι δεδομένο ότι θα πάρει τον δικό της δρόμο και θα αρμενίσει κι εκείνη σαν μια περίεργη γάτα -έχει τρεις, εκ των οποίων η μία τραγουδάει μπλουζ- ανάμεσα σε ερωτήσεις, απαντήσεις, ιστορίες και αναμνήσεις.
Ο Βαγγέλης Γερμανός -όπως είναι το ψευδώνυμο που του κόλλησαν οι φίλοι στις αλάνες του Πειραιά όπου γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1949 και μεγάλωσε- ξεκίνησε την πορεία του ως μαθηματικός που ποτέ δεν εγκατέλειψε την κιθάρα του, έγινε καθηγητής, παράτησε τη διδασκαλία για να αφιερωθεί στη μουσική, έπαιξε ρόλους στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, βίωσε ξανά την διδασκαλία συμμετέχοντας στο Music School και τελευταία έγινε και συγγραφέας.


Από την παρουσιάση του βιβλίου του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός και την σειρά Ιανός ο Μελωδός

Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του “ο Αρμενιστής”, μίλησε στο TLIFE για την τέχνη της μουσικής μα πάνω απ’ όλα της ζωής, την πατρότητα που ήρθε νωρίς στη ζωή του, τον γάμο, το ψευδώνυμο του, την επιτυχία και την σημασία της, ενώ αποκάλυψε τον λόγο που δεν θα έλεγε “ναι” στο να συμμετέχει σε ένα show όπως το The Voice.
Ποια από όλες τις ιδιότητες σας χαρακτηρίζει περισσότερο, του τραγουδοποιού, του ηθοποιού, του ζωγράφου, του συγγραφέα, του δασκάλου σε talent show;
Όλα κι από λίγο. Ειδικά για τη μουσική είναι πολύ όχι λίγο. Τα υπόλοιπα δεν τα περιποιούμαι συνεχώς. Αλλά ας σου πω πρώτα για το “Μαθηματικός”. Στο δημοτικό ήμουν πρώτος, σημαιοφόρος! Αλλά μετά που μπήκα στην Ιωννίδειο, που ήταν πρότυπο σχολείο – δηλαδή ρατσιστικό- έγινα κουμπούρας, δεν καταλάβαινα τίποτα… Δεν διάβαζα κιόλας. Τώρα έφηβος και να διαβάζεις, είναι δύσκολο. (Γέλια). Παρόλα ταύτα επειδή το γυμνάσιο ήταν πρότυπο και υπήρχαν και κάποια υπολείμματα γνώσης από το δημοτικό, δίναμε όλοι εξετάσεις για τα Ανώτατα Ιδρύματα και μπαίναμε όλοι. Οι σπασίκλες μπήκαν πρώτοι στο Χημικό του Πολυτεχνείου, κι εμείς, τα απολωλότα πρόβατα της παρέας, των τελευταίων θρανίων, μπήκαμε αλλού. Έβαλα κι εγώ αρχιτεκτονική γιατί μου άρεσε πολύ να ζωγραφίζω. Αλλά τι να πεις τότε, θέλω να γίνω ζωγράφος; Θα με μουτζώνανε και όχι μόνο οι γονείς αλλά όλοι γύρω γύρω. Είπα λοιπόν θέλω να γίνω αρχιτέκτονας και ευτυχώς για εμένα έχασα την αρχιτεκτονική και την πρώτη χρονιά και την δεύτερη που έδωσα και πέρασα έτσι στο Μαθηματικό Θεσσαλονίκης. Συναντάω λοιπόν έναν φιλαράκο τότε στον Ηλεκτρικό στον Πειραιά και του είπα ότι πέρασα εκεί κι είχε περάσει κι εκείνος Θεσσαλονίκη. Και του λέω: Δεν πάμε μια βόλτα προς τα εκεί να δούμε πως είναι; Και πήγαμε. Εκεί λοιπόν τι περιμένεις; Παιδιά σε μία άγνωστη πόλη, χωρίς γονείς στον σβέρκο… Μια χαρά περνούσαμε. Η φοιτητική ζωή είναι σαν την εμβρυακή ζωή χωρίς έγνοιες. Κατέβηκα στα δύο χρόνια πίσω στην Αθήνα με μεταγραφή και χρωστούσα 30 μαθήματα.
Τα χρησιμοποιείτε όμως ακόμα τα μαθηματικά και στον λόγο σας πολύ…
Ναι, αφού μετά τα αγάπησα και πολύ τα μαθηματικά. Πήγα σε ένα φροντιστήριο εξωπανεπιστημιακό για να βγάλω τη σχολή. Κι ήταν εκεί ένας δάσκαλος, ο συγχωρεμένος ο Γιάννης ο Λαμπρόπουλος, που ήταν καταπληκτικός. Ξέρεις τα μαθηματικά είναι το πλέον αφηρημένο πράγμα που υπάρχει. Αυτός προσωποποιούσε τα μαθηματικά, τα έκανε συγκεκριμένα. Δεν μας έλεγε η f του x, μας έλεγε η Φούλα, λες και ήταν κοπέλα. Και αυτή την αναλογία που μας έδειχνε των μαθηματικών με την πραγματική ζωή, την αγάπησα τόσο πολύ σαν τρόπο μετάδοσης γνώσης που έμεινα τελικά στο φροντιστήριο μετά για να βοηθάω άλλους φοιτητές. Μετά ήρθε ένας φίλος που δεν είχε πάρει το πτυχίο του και μου ζήτησε να βάλω εγώ το δίπλωμα για να ανοίξουμε μαζί ένα φροντιστήριο Μέσης Εκπαίδευσης. Και το ανοίξαμε και σιγά σιγά έγινε μεγάλο φροντιστήριο και κάποια στιγμή φτάσαμε να έχουμε 300 μαθητές. Και τότε ήταν που σηκώθηκα και έφυγα, γιατί δεν είχα χρόνο να κάνω αυτό που ήθελα. Κατά βάθος εκείνο που ήθελα είναι να είμαι με την κιθάρα μου και να γράφω. Γιατί παράλληλα από το πρώτο έτος κιόλας στη Θεσσαλονίκη εμφανιζόμουν επαγγελματικά. Αλλά τα αγάπησα πολύ και πάντα επιστρέφω σε αυτά γιατί είναι και φοβερή άσκηση για το μυαλό.
Και αφιερωθήκατε τότε στη μουσική…

Από πιτσιρικάς με την κιθάρα χανόμουν. Ο χρόνος όταν κάνεις κάτι που αγαπάς εξαφανίζεται. Ακόμα και τώρα κάθομαι να γράψω μουσική και κοιτάζω το ρολόι και είναι 11 το πρωί και μετά από λίγο κοιτάζω το ρολόι και είναι 4 το απόγευμα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί τον χρόνο που τον φτιάξαμε για να μας υπηρετεί και που εντέλει μας καταδυναστεύει γιατί τον αφήσαμε, όταν ασχολείσαι με κάτι που αγαπάς, τον καταργείς. Ειδικά με τη μουσική που είναι τέχνη του χρόνου, μπορείς να επέμβεις πάνω στον αντικειμενικό χρόνο και με τρόπο διδακτικό και για τους πολιτικούς και για όλους. Γιατί αυτό που κάνουμε κι εμείς με τη μουσική είναι να διατυπώνουμε μια διαφωνία και μετά να την λύνουμε.
Η υποκριτική πώς προέκυψε;
Με πήρε κάποια στιγμή ο Νίκος ο Παναγιωτόπουλος, ο σκηνοθέτης και μου λέει “θέλω να παίξεις σε μια ταινία που κάνω το Βαριετέ”. Και του λέω “να παίξω ρε φίλε αλλά εγώ δεν είμαι ηθοποιός”. Η απάντηση του ήταν πως “δεν πειράζει, θα σε καθοδηγήσω εγώ και θα είναι όλα μια χαρά”. Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε αυτή η ιστορία που ανακατεύτηκα με την υποκριτική. Δεν είναι όμως το μεράκι μου εμένα αυτό. Για να είσαι ηθοποιός, με όλη τη σημασία της λέξης, πρέπει να έχεις κουράγιο να ξεροσταλιάζεις σε 10ωρες πρόβες σε 10ωρα γυρίσματα και σε τέτοιες δυσκολίες. Και πρέπει να το αγαπάς πολύ πολύ αυτό που κάνεις για να τα αντέχεις. Εγώ δεν είχα τόση αγάπη γι’ αυτό το είδος της τέχνης. Έχω για το άλλο, για τη μουσική, για την κιθάρα για το γράψιμο για το παίξιμο στον κόσμο. Τότε όμως, το 85, μάλλον πήγα προς τα εκεί, αφενός για να ικανοποιήσω τη ματαιοδοξία μου και αφετέρου γιατί κατάλαβα στην πορεία ότι υπάρχουν κοινές συνιστώσες και στη μουσική και στην υποκριτική και στην ζωγραφική με κύρια αυτή που ήδη είπα, ότι διατυπώνεις διαφωνίες και τις λύνεις. Ο τρόπος που το κάνεις αλλάζει.

Με τον ποιητή Δημήτρη Καλοκύρη στην παρουσίαση του βιβλίου του.

Έτσι όπως μου τα περιγράφατε νιώθω ότι η τύχη έπαιξε μεγάλο ρόλο στην πορεία σας; Είναι έτσι;
Στο βιβλίο που έγραψα, τον “Αρμενιστή”, υπάρχει στη μέση ένα δισέλιδο όπου ο ποιητής που επιμελήθηκε το βιβλίο, ο Δημήτρης Καλοκύρης, μου λέει μάζεψε διάφορα που έχεις πει σε συνεντεύξεις κατά καιρούς να τα βάλουμε κι αυτά μέσα. Ανάμεσα λοιπόν σε αυτά ήταν και το εξής: Εξαρτιόμαστε από κάτι που δεν ελέγχουμε, την τύχη. Η τύχη είναι το πιο αντικειμενικό πράγμα που ξέρουμε, εννοείται ότι έπαιξε ρόλο. Γιατί ό,τι προγράμματα και να κάνεις θα έρθει κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα που θα χρειαστεί να αυτοσχεδιάσεις.
Το παρατσούκλι “Γερμανός” που σας κόλλησαν όταν ήσαστε παιδί οι φίλοι και οι παρέες, σας χαρακτήρισε αφού έγινε και επίσημα το ψευδώνυμό σας. Ήταν κάτι που σαν παιδί σας ενοχλούσε; Το βιώσατε κάπως σαν bullying ποτέ;
Όχι γιατί τότε δεν ξέραμε ούτε το bullying, ούτε και την ιστορία. Είμαι γεννημένος το 50, 5 – 6 χρόνια πριν οι Γερμανοί ήταν στην Αθήνα. Μετά ήταν και ο Εμφύλιος. Αλλά με το που τέλειωσε οι άνθρωποι ήθελαν να ξεχάσουν τον πόλεμο… επιτόπου! Δεν ένιωθα λοιπόν τότε κάποια αρνητική χροιά. Εκ των υστέρων στα 11 το κατάλαβα, αλλά το παρατσούκλι σου δεν το δίνεις εσύ στον εαυτό σου στο δίνουν οι άλλοι. Και δεύτερον εμένα αυτό το Γερμανός μαζί με το Βαγγέλης μου έκανε κάτι περισσότερο ηχητικά. Είναι πολύ εύηχο. Το Βαγγέλης Γεωργουλόπουλος (σ.σ. Το επώνυμό του) ήταν από τη μια πολύ μεγάλο αλλά και από την άλλη ποιος γλίτωνε και από τον γέρο μου, που θα μου λέγε “τι; θα γίνεις μουσικός; Θα μπλέξεις με τους αλήτες; Θα ξενυχτάς;”.
Αργότερα λειτούργησε ποτέ αρνητικά;
Ναι και μάλιστα έχω παράδειγμα που με έχουν αντιμετωπίσει όχι μόνο αρνητικά αλλά μέχρι και με αηδία. Το ’92 με ’93 ήθελα να γράψω έναν δίσκο μόνος μου, το “Ο τροβαδούρος σου” να παίξω όλα τα όργανα, να φτιάξω μόνος μου το εξώφυλλο, να το κάνω όλο χειροποίητο. Τον έφτιαξα λοιπόν και πήρα υπό μάλης τη μακέτα και πήγα σε ένα μεγάλο τυπογραφείο, στον Αδάμ, να τυπώσω το εξώφυλλο. Πήγα εκεί λοιπόν, και τον έβλεπα που με κοίταζε περίεργα και καταλάβαινα ότι δεν υπάρχει ενθουσιασμός. Έσπαγα λοιπόν το κεφάλι μου τι συμβαίνει, και μου έρχεται μια φαεινή ιδέα και του λέω: “Ξέρεις, το Γερμανός δεν είναι το επώνυμο μου είναι παρατσούκλι”. Και μου λέει: “Ε, πέστο ρε παιδάκι μου τόση ώρα”. Και τελικά μου έκανε τη δουλειά τσάμπα. Υπάρχουν όμως και αστεία παραδείγματα. Ήμουν τις προάλλες στην τηλεόραση σε μία εκπομπή και με παίρνει η γυναίκα μου η Χρυσούλα και μου λέει: κάτσε να σου πω κάτι που διάβασα στο Ιντερνετ: “Οι 8 στους 10 Γερμανοί θέλουν να πτωχεύσει η Ελλάδα. Οι υπόλοιποι δύο είναι η Ναταλία και ο Βαγγέλης”. Το χιούμορ σώζει! Είναι η δροσιά της ψυχής. Μετά την καλοσύνη που είναι η υπέρτατη αρετή για εμένα, είναι το χιούμορ! Οι γνώσεις και τα διπλώματα είναι μικροπρόθεσμα. Αλλά η καλοσύνη και το χιούμορ, αν έχεις αυτά τα δύο δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο, ούτε γνώσεις, ούτε φράγκα.
Έχετε ξαναπεί ότι ποτέ δεν είχατε ποτέ σκοπό στη ζωή σας να πλουτίσετε…
Δεν είχα όχι, γιατί ήθελε να ξοδέψω αλλού το χρόνο μου. Γράφω στο βιβλίο για τη δόμηση του χρόνου. Καθώς τον ξοδεύεις κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις. Νομίζω ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει. Εγώ προτίμησα να συμψηφίσω το πέρασμα του χρόνου, σκαρώνοντας τραγούδια κι όχι σκεπτόμενος με ποιον τρόπο θα αβγατίσω το βιος μου ή με ποιον τρόπο θα χειραγωγήσω τον πλησίον μου ή να προσπαθήσω να επιβληθώ στην φύση, αυτό που βλέπω δηλαδή γύρω μου. Λέει ο Σεφέρης: Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει. Εμ, δεν χρειάζεται να ταξιδέψεις κοίτα από το παράθυρό σου. (Γέλια).
Θα σας γυρίσω πίσω στα 21 που γίνατε πατέρας αποφασίζοντας να κάνετε κάτι που τώρα όλοι φοβούνται και στα 30 και στα 35 και στα 40 ακόμα. Πώς την πήρατε εκείνη την απόφαση;
Θα σου πω κάτι, τα παιδιά δεν γεννιούνται με αποφάσεις. Τα παιδιά δεν τα γεννάμε εμείς. Τα παιδιά τα γεννάει η φύση. Σε “παγιδεύει” μέσα σε μια κατάσταση που θα συναντήσεις, προφανώς τυχαία και θα την θεωρήσεις μοιραία, και σου λέει με την τάδε ή τον τάδε θα κάνεις ένα μωρό. Ακόμα κι αν δεν το φαντάζεσαι εσύ ή δεν το θες, εφόσον σε έβαλε σε αυτόν τον δρόμο η φύση τον ακολουθείς σαν υπνωτισμένος στην μαρκίζα απάνω. Η ιστορία δεν ξεκινάει πριν αλλά όταν το κάνεις το παιδί. Το πριν είναι σαν να έχεις ένα ραντεβού και ή έχεις αργήσει να πας και τρέχεις ή πήγες πολύ νωρίς και περιμένεις, δεν είναι κάτι άλλο, γιατί βλέπεις ότι ακόμα και με όλους τους φόβους που έχει η νέα γενιά κάποια στιγμή μένει ένα κορίτσι έγκυος. Η όλη ιστορία ξεκινάει από τη στιγμή που θα το κάνεις το παιδί.
Και πώς ήταν μετά όταν γίνατε πατέρας;
Τότε βλέπεις ότι δεν έχει και τόσο σχέση με τι αποφάσεις είχες πάρει από πριν, τι ευκολίες έχεις ή τι προοπτικές. Δεν σου εξασφαλίζουν οι ευκολίες ότι θα γίνεις καλός γονιός και θα μεγαλώσεις ένα παιδί σωστά. Βλέπεις ότι νομοτελειακά τα παιδιά των πλουσίων είναι λίγο πιο κάτω από τα παιδιά των φτωχών. Ή τα παιδιά της επαρχίας που περνάνε στο Πανεπιστήμιο ενώ εδώ στις πόλεις τα παιδιά έχουν αλλού το μυαλό τους. Η άνεση εμφανίζεται σαν αντιξοότητα στην εξέλιξη του παιδιού. Εγώ θα έλεγα ότι δεν παίζει ρόλο ούτε η ανατροφή που δίνεις ως γονιός στο παιδί σου. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αναγνωρίσεις στα παιδιά είναι η αυτοτέλειά τους που είναι μέσα τους κρυμμένη και αυτή πρέπει να αναπτύξουν κι εσύ σαν γονιός να τους δίνεις χώρο και να τα βοηθάς. Και να τα μάθεις να έχουν κρίση. Εγώ έτσι το βίωσα τουλάχιστον, σαν μια πολύ βαριά ευθύνη από τη μια γιατί ήμουν και 20αρης αλλά από την άλλη δεν έπεσα πάνω στο παιδί να το υποχρεώσω να εκπληρώσει τα δικά μου όνειρα.
Πάντως και η κόρη σας με την τέχνη ασχολήθηκε.
Η κόρη μου (σ.σ. Αλίκη) από τεσσάρων χρονών κόλλησε με το μπαλέτο, το γούσταρε τρελά την πήγαινα στη σχολή χορού, μετά στην Κρατική Σχολή Μπαλέτου, και δεν σταμάτησε ποτέ να αγαπάει αυτό το πράγμα, ακόμα και τώρα το λατρεύει και ακόμα περισσότερο. Αυτό είναι το μαγικό, ότι μπορείς να εμβαθύνεις μέσα σε αυτό που κάνεις. Η ουσία δεν είναι τι διάλεξες και τι σε διάλεξε. Η ουσία είναι να το κάνεις με αγάπη, και όσο πιο καλά μπορείς.
Σας έχουμε συνηθίσει να κρατάτε την ζωή σας μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, είναι κάτι που επιδιώξατε ή κι αυτό έτυχε;
Κοίτα να δεις πώς έχει αυτό το πράγμα με τη δημοσιότητα ή τη μη δημοσιότητα ή την επιτυχία και τη μη επιτυχία. Μοιάζει αυτή η διαδικασία με τη φάλαινα που κάνει ένα μακρύ ταξίδι κάτω στον ωκεανό και κάποια στιγμή βγαίνει στην επιφάνεια και παίρνει μια δυο ανάσες και μετά πάλι εξαφανίζεται, χώνεται πάλι μέσα κάτω από το νερό. Πρέπει να είσαι εσωστρεφής, να ασχολείσαι με τον εαυτό σου πολύ κι όταν έρθει η κατάλληλη ώρα να γίνεσαι εξωστρεφής, να ασχολείσαι με το αντικείμενο. Πρέπει να ασχολείσαι και με τα δύο. Αν είσαι συνέχεια με το “έξω” θα είσαι συνέχεια αντικείμενο. Αν ασχολείσαι συνέχεια με το “μέσα” στο τέλος θα γίνεις υποχόνδριος. Χρειάζονται και τα δυο. Μου λένε δεν εμφανίζεστε δεν παίζετε… Και τους λέω ρε παιδιά, πρέπει να τα γράψω για να βγω και να παίξω, αλλιώς τι θα παίζω;
Ο έρωτας πιο ρόλο έχει παίξει στην ζωή σας και τα τραγούδια;
Τεράστιο, ίσως τον σημαντικότερο. Μου είναι ξεκάθαρο πια ότι αυτό που με οδήγησε σιγά σιγά σε αυτή την διαδικασία του να γράφω τραγούδια, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ερωτική περιέργεια που ένιωσα από πολύ μικρός. Και όποια δραστηριότητα ανθρώπινη, έχει ως αφετηρία και ως βάση αυτό το πραγματάκι, αυτό που ψάχνεις στην αρχή το σώμα σου, στη συνέχεια το σώμα κάποιου άλλου! (Γέλια) Ο έρωτας είναι νομίζω η κινητήριος δύναμη των πάντων, όλου αυτού που λέμε ζωική ενέργεια. Και βέβαια δεν είναι ένα πανέμορφο αγγελάκι με φτερά, μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος δράκος που καταπίνει ηπείρους. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά.
Ο έρωτας και ο γάμος πάνε μαζί; Με τη μητέρα της κόρης σας πήρατε διαζύγιο και από όσο γνωρίζουμε δεν έχετε ξανατολμήσει τον γάμο…
Όχι καλέ, αυτή τη δουλειά θα κάνουμε συνέχεια; Προσωπικά για εμένα, ο μόνος λόγος για να παντρεύεται κανείς είναι για να έχουν δουλειά οι άνθρωποι που φτιάχνουν μπομπονιέρες και όλα τα του γάμου και οι παπάδες που ευλογούν. Αν είσαι υπεύθυνος άνθρωπος για τον εαυτό σου και τη συμπεριφορά σου, δεν σου προσφέρει κάτι παραπάνω ο γάμος. Εντάξει, είναι ένα Μυστήριο, είναι μια διαδικασία που κάτι πιστοποιεί, έχει σχέση με την παράδοσή μας, όλα αυτά τα δέχομαι. Απλά δεν σε προστατεύει από κάτι.
Η συντροφικότητα όμως είναι κάτι που αποζητάτε, και την σύντροφό σας την αποκαλείται “γυναίκα μου”…
Ε ναι πώς να την πω; Ο άντρας μου; (Γελάει). Ναι αλίμονο! Για να δεις πραγματικά ότι έχεις συνείδηση, πρέπει να τη δεις στον απέναντι σου, από μόνος σου δεν τη βλέπεις. Πρέπει να έχεις απέναντι σου έναν άνθρωπο για να δεις τι τρέχει με εσένα. Αλλά τον γάμο γιατί να τον κάνεις; Εντάξει υπάρχουν άνθρωποι πολύ συναισθηματικοί που τον θέλουν. Εγώ το συναίσθημα το θεωρώ έναν τρόπο προσέγγισης του αισθήματος. Λένε την αγαπούσε και τη σκότωσε, αυτό είναι συναίσθημα. Λένε την αγαπούσε και την περιποιήθηκε από την αρχή ως το τέλος, αυτό είναι αίσθημα. Και για να διακρίνεις το συναίσθημα από το αίσθημα ένας μόνο τρόπος υπάρχει, να ρωτάς συνέχεια γιατί. Σου λένε οι γονείς: Να παντρευτείτε. Να ρωτάς εσύ: Και γιατί να παντρευτούμε; Συνήθως η απάντηση είναι: Για να μας κάνετε ένα εγγονάκι. Και έρχεται η απάντηση από την άλλη πλευρά: Γιατί δεν μπορούμε να σας κάνουμε χωρίς να παντρευτούμε. Ε, εκεί σου λένε: Τέρμα η συζήτηση, τράβα να γίνεις άνθρωπος.
Η εμπειρία του Music School πώς ήταν για εσάς;
Πάρα πολύ θετική. Αν κάνει άλλο κύκλο το show θα είμαι, αλλά δεν ξέρω ακόμα αν θα γίνει κάτι. Αλλά ήταν πολύ όμορφα. Ό,τι και να κάνεις όπου και να μπλέξεις πιστεύω ότι το πώς είσαι εσύ καθορίζει το πώς περνάς κι όχι το περιβάλλον. Αν το καθόριζε το περιβάλλον τότε θα ήσουν πράγμα. ‘Ηταν κάτι καινούργιο για εμένα, που με έστειλε πίσω κατευθείαν στην εποχή που έκανα φροντιστήριο σε εκείνες τις ηλικίες. Κι αυτές οι ηλικίες είναι οι καλύτερες για να αφομοιώσει κανείς το οτιδήποτε. Όταν είσαι κάτω των 8 είσαι μαμ, κακά, νάνι και κλάμα. Όταν είσαι πάνω από 13 έχεις τα μυαλά στα κάγκελα. Αυτή η ενδιάμεση ηλικία ήταν η πιο πρόσφορη για να πάρουν τα παιδιά μια κάποια κατεύθυνση. Εγώ το είδα σαν παιδαγωγός, κι όχι σαν γκλαμουριά ή σαν talent show ή ότι άλλο! Και όλα τα παιδάκια που ήταν στο Music School -όχι μόνο αυτά που ήταν στη δική μου ομάδα, όλα- τα παρακολουθώ και ξέρω τι κάνουν και που βρίσκονται. Ξανάζησα μαζί τους τα παιδικά μου χρόνια και συνεχίζω να τα ζω μαζί τους.
Δηλαδή σε κάποιο άλλο show όπως το The Voice δεν θα συμμετείχατε;
Με τίποτα! Για έναν συγκεκριμένο λόγο, όχι για τίποτε άλλο… Όταν ένας άνθρωπος από 20 χρονών και πάνω παίρνει μέρος σε ένα τέτοιο παιχνίδι έχει ήδη σχηματισμένη μια εικόνα για τον εαυτό του και για τον κόσμο. Κι αν θες να τον βοηθήσεις, θα πρέπει ή να του αλλάξεις ή να του τονίσεις την εικόνα του, αυτό που έχει δηλαδή μέσα του κι αυτό που θα είναι ωραίο για τον κόσμο. Ε, αυτό δεν γίνεται στο πιτς φιτίλι, άντε σε ακούσαμε κι αν έχεις ωραία φωνή σε κρατάμε κι αν δεν έχεις σε διώχνουμε. Είναι πολύ πρόχειρο. Είναι βιτρίνα, δεν είναι ουσία. Ενώ, στα παιδιά μπορείς να δώσεις σωστές κατευθύνσεις και να τα μάθεις ίσως να διαλέγουν, να έχουν κρίση. Αυτό σε έναν άνθρωπο με σχηματισμένη πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις. Γίνεται, αλλά είναι πολύ δύσκολο.
Θεωρείτε ότι τώρα οι καλλιτέχνες έχουν περισσότερες ή λιγότερες ευκαιρίες να ξεχωρίσουν; Τα πράγματα δεν αλλάζουν, όλα είναι ίδια. Απλά από κάπου χάνουν από κάπου πλεονάζουν. Όταν ήμουν 25 χρονών τα club που παίζαμε στην Αθήνα ήταν 5 σήμερα είναι 200. Αυτό τι σημαίνει; Έχεις περισσότερες ευκαιρίες να παίξεις, να γράψεις μουσική – άσε με τα κομπιούτερ πια, εγώ έχω στούντιο σπίτι μου και δεν χρειάζεται κάν να τρέξω κάπου για να γράψω- αλλά από την άλλη, όλη αυτή η άνεση μας έχει κάνει τεμπέληδες. Ο άλλος δεν μελετάει, δεν ξέρει τι είναι μουσική, τι μελωδία και τι αρμονία, πατάει δυο κουμπιά και νομίζει ότι έγραψε ένα τραγούδι. Αυτό δεν έχει καμία τύχη, μπορεί να σταθεί όρθιο για λίγο γιατί πιπιλάει το μυαλό του κόσμου αλλά θα διαλυθεί πολύ γρήγορα. Αν δεν το κουράσεις το θέμα δεν θα φτάσεις και σε καλό αποτέλεσμα. Πώς αλλιώς να μάθει ο άνθρωπος, αν δεν έχει δρόμο μπροστά του, αν δεν έχει άγνωστα πράγματα να γοητευτεί και να απογοητευτεί; Σήμερα, δεν ξέρω, όλη αυτή η υπερεκτίμηση της τεχνολογίας, η υπερπαραγωγή, μας έχει λίγο υπνωτίσει ομαδικά. Κι όλη αυτή η ιστορία δημιουργεί και ένα είδος βιασύνης.

Έχετε γράψει τραγούδια που τα αγαπούν ήδη τρεις γενιές. Αυτό δεν είναι επιτυχία;

Αυτό είναι κάτι πολύ ωραίο, ένα πολύ όμορφο αίσθημα… Βλέπεις, λέω αίσθημα και όχι συναίσθημα (γελάει). Ένα αίσθημα χαράς και αδερφοσύνης με τον κόσμο. Αυτό είναι και η ουσία, να ενωθούμε με τον κόσμο. Αλλά αυτό το πράγμα σου βάζει και μία επιπλέον ευθύνη αυτό όλο να το πας και λίγο παραπέρα, ακόμα κι αν κάνεις και λάθη. Αν μείνεις εκεί, πάει πέθανες, μπορεί να μοιάζεις ζωντανός αλλά είσαι πεθαμένο δέντρο. Γιατί εντέλει δεν κάνεις πράγματα για να ξεχωρίσεις, κάνεις πράγματα για να εξομοιωθείς, να γίνεις ένα με το περιβάλλον σου. Αν τα κάνεις για να ξεχωρίσεις τότε είσαι διεφθαρμένος Η διαφορά και η διάφθορα απέχουν μόνο ένα θ.

Δεν θα μπορούσα να μην σας ρωτήσω μιας και ασχοληθήκατε με τόσα διαφορετικά πεδία έκφρασης στην Τέχνη αν κατακρίνετε τους καλλιτέχνες που δοκιμάζονται σε άλλα είδη τέχνης.
Α ναι, όπως ο Ρουβάς τώρα με το θέατρο (Γελάει). Αλίμονο, γιατί να τους κατακρίνω; Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του. Εγώ να κατακρίνω; Εγώ αντίθετα… παροτρύνω.
Δεν θα σας ενοχλούσε λοιπόν ένας ηθοποιός να γίνει τραγουδοποιός ή το αντίθετο;
Αστειεύεσαι; Ίσα ίσα, χαρά μου θα ήταν. Αλλά ξέρεις ποια είναι η πλάκα όμως, για τα συγκεκριμένα πράγματα που ρωτάς. Εγώ έπαιξα σαν ηθοποιός χωρίς να είμαι ηθοποιός. Δεν υπάρχει ηθοποιός που να τον βγάλω στο πάλκο και να παίξει κιθάρα χωρίς να έχει φάει τη ζωή του πάνω στην κιθάρα κι αυτό είναι σοβαρό πρόβλημα. Έτσι όπως το διατυπώνω μοιάζει να είναι υποδεέστερη η ηθοποιία αλλά δεν το εννοώ έτσι. Είναι όμως πρόβλημα.

Κλείνοντας το αρμένισμα μας με τον Βαγγέλη Γερμανό κρατώ και κράτα κι εσύ αυτό που του αποκαλύφθηκε μέσα από το μεράκι του, τη μουσική, μέσα από την τέχνη που περιποιείται όπως λέει πιο πολύ από όλες: “Αυτό που θεωρούμε ως την πιο κρυφή και προσωπική πτυχή μας είναι και το πιο κοινό. Το κατάλαβα μέσα από τα τραγούδια μου. Όταν πρωτοέβγαλα τραγούδια ένιωθα ότι κάποιος είχε βγάλει το ημερολόγιό μου στη φόρα. Άκουγα ανθρώπους να τα λένε ή να τα παίζουν στο ραδιόφωνο και ντρεπόμουν τόσο πολύ. Όταν όμως αυτά σιγά σιγά αγαπηθήκανε και τα παραδέχτηκε το κοινό τότε κατάλαβα ότι τα πιο προσωπικά πράγματα που έχουμε είναι και τα πιο κοινά. Και το τραγούδι είναι αυτή η συνάρτηση, η σύνδεση με την δεξαμενή των ονείρων όλων των ανθρώπων”.

© 2024 tlife.gr