Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών ο Γιάννης Σπάθας, ιδρυτικό μέλος και κιθαρίστας του θρυλικού συγκροτήματος Socrates!
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο τραγουδοποιός και κιθαρίστας Φάνης Μαργαρώνης έγραψε για τον θάνατο του Γιάννη Σπάθα
Ο Γιάννης Σπάθας γεννήθηκε στους Παξούς το 1950. Τα πρώτα του μουσικά βήματα έγιναν με την κομπανία του πατέρα του και των θείων του. Από παιδί έπαιζε ακορντεόν, κιθάρα και ντραμς. Το 1962 όλη η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα. Από τα 15 του χρόνια άρχισε να μελετά Jimi Hendrix και γενικά blues & rock. Συνέχισε τη μελέτη με δημοτικά μοιρολόγια του Τάσου Χαλκιά, με κρητικές μαντινάδες, ρεμπέτικα και μουσικές από Ινδία και Bαλκάνια. Αργότερα σπούδασε, με δάσκαλο τον Κώστα Κλάβα, θεωρία και αντίστιξη.
Στα 18 του ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με το συγκρότημα PERSONS. Μετά από ένα χρόνο δημιουργεί τους SOCRATES DRANK THE CONIUM και από το 1970 έως και το 1981 ηχογραφεί επτά δίσκους. Από αυτούς το “On the wings”, που κυκλοφόρησε το 1973, επιλέχθηκε ως πρώτος δίσκος της εβδομάδας στην πολιτεία ΤΖΩΡΤΖΙΑ των ΗΠΑ από τους κριτικούς του έγκυρου μουσικού περιοδικού ‘Billboard’.
To 1975 ηχογραφεί στο Λονδίνο με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου τον δίσκο “PHOS”, που θεωρήθηκε από τους ειδικούς σαν κλασικός δίσκος της rock μουσικής.
Το 1980 ηχογραφεί ξανά στο Λονδίνο τον δίσκο “PLAZA” με παραγωγό τον Vic Coopersmith, γνωστό από τις παραγωγές του στους JAM.
Ο Γιάννης Σπάθας έκανε καριέρα με τους SOCRATES παίζοντας στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει παίξει σε αρκετούς κλασικούς χώρους της rock σκηνής (Hammersmith Odeon και Digwall’ς στο Λονδίνο και σε άλλες 23 πόλεις της Μ.Βρετανίας σε τουρνέ με τους U.F.O., στο PARADISO στο Άμστερνταμ, στο R.T.L. στο Παρίσι κ.ά).
O ίδιος έχει πει για τη ζωή του:
εγάλωσα στους Παξούς, αλλά έφυγα 13 χρονών από εκεί. Όλοι οι Σπαθαίοι –ο πάππος είχε κάνει 7 παιδιά– έπαιζαν από κάποιο όργανο˙ άλλος βιολί, άλλος κλαρίνο. Έπαιζα ακορντεόν και ντραμς με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί από 6 χρονών. Ήταν τόσο καλός που κάποτε μαζευτήκαν οι προύχοντες του νησιού και συγκέντρωσαν λεφτά για να τον στείλουν στην Πάτρα, αλλά ο πάππος μου δεν τον άφησε. Έγινε οικοδόμος και μάλιστα πολύ καλός. Είχε πάει στο γυμνάσιο της εποχής εκείνης και μπορούσε να κυβίζει τους όγκους από τα μπετά, αλλά ταυτόχρονα έκανε και τζάκια, σκάλες, κορνίζες και νεοκλασσικά σπίτια στην Πάργα.
Στους Παξούς είχαμε ένα ραδιόφωνο της κακιάς ώρας, τηλεόραση ούτε κατά διάνοια, δεν υπήρχε ακόμα. Δεν είχαμε ρεύμα, αλλά λάμπα με λάδι. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα το 1962 και πάτησα τον διακόπτη, τρόμαξα. Τον πρώτο χρόνο μείναμε στη Γλυφάδα και τον δεύτερο στον Πειραιά. Έπρεπε να φύγουμε από το νησί, γιατί η επαρχία τότε δεν είχε ψωμί, ενώ οι μεγάλες πόλεις προσέφεραν δουλειά. Πραγματικά, όταν ήρθαμε εδώ, όλη η οικογένεια δούλευε με πολλή ευκολία. Όταν ήμουν 16 χρονών, πηγαίναμε με φίλους σε διάφορους χώρους εργασίας και ρωτούσαμε: «Θέλετε εργάτη;» Αμέσως μας απαντούσε κάποιος: «Έμπα μέσα…» Ούτε χαρτιά ούτε τίποτα… Καθόμασταν μια μέρα, παίρναμε το χαρτζιλίκι, τρώγαμε μετά από 3-4 μέρες τα λεφτά και φτου και από την αρχή.
Ο πατέρας μου ήθελε να γίνω μουσικός, αλλά εγώ ήθελα να γίνω πολιτικός μηχανικός. Ζωγράφιζα κιόλας, ήθελα να γίνω και αρχιτέκτονας, όλα τα ήθελα. Τελικά πέρασα στην ΑΣΟΕΕ για να σπουδάσω οικονομικά. Ήμουνα καλός στα μαθηματικά αλλά στην ΑΣΟΕΕ δεν τα κατάφερα. Έκατσα ένα χρόνο, δεν μπορούσα όμως να διαβάσω και την παράτησα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ