Ξεχασμένες μνήμες και πληγές που ίσως να μην έχουν κλείσει ακόμη, αλλά και την ελπίδα ότι όλα μπορούν να αλλάξουν, ξύπνησε το πρώτο επεισόδιο από το “Νησί”, την πολυαναμενόμενη σειρά του Mega, που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες παραγωγές των τελευταίων χρόνων. Βασισμένο στο bestseller της Victoria Hislop, “Το Νησί” φέρνει στο φως μια ιστορία που έχει σημαδέψει τον κόσμο, την ιστορία της Σπιναλόγκα…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τι ήταν η Σπιναλόγκα;
Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησάκι το οποίο κλείνει από τα βόρεια τον κόλπο της Ελούντας στην Επαρχία Μεραμπέλλου του νομού Λασιθίου Κρήτης. Το αρχαίο του όνομα ήταν Καλυδών αλλά μετά την κατάληψη του από τους Ενετούς ονομάστηκε Σπιναλόγκα, που σημαίνει μακρύ αγκάθι (spina lunga). Οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς τόσο από κατασκευαστικής και αρχιτεκτονικής άποψης όσο και από απόψεως αισθητικής του όλου τοπίου που και σήμερα ακόμη διατηρεί την ομορφιά του.
Συγκεκριμένα, άρχισε να οχυρώνεται το 1574 από τους Ενετούς όταν οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Κύπρο. Μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1649 από τους Τούρκους, η Σπιναλόγκα έμεινε ακόμη στα χέρια των Ενετών έως το 1715. Το νησί κατελήφθη από τους Τούρκους το 1715 και κατοικείτο από Μουσουλμάνους. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο αριθμός των κατοίκων αυξήθηκε εφ’ όσον το νησί αποτέλεσε κοιτίδα εμπορίου. Μετά το 1898 οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί.
Από το 1903 χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο, όπου μεταφέρθηκαν οι πρώτοι 251 λεπροί (Κρητικής καταγωγής), που λόγω αφ΄ενός της αποκρουστικής όψης τους και αφ’ ετέρου της μεταδοτικότητας της ασθένειας κατοικούσαν αρχικά εξορισμένοι και απομονωμένοι από την τοπική κοινωνία, στις απόμακρες παρυφές των πόλεων, σε μέρη τα οποία ονομάζονταν “μεσκηνιές”. Οι συνθήκες ήταν σκληρές αν σκεφτείς πως δεν υπήρχε κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ενώ ο ιός της λέπρας ήταν μεταδοτικός και δεν θεραπευόταν. Μετά το 1913 μεταφέρθηκαν σταδιακά ασθενείς προερχόμενοι από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και από άλλες χώρες του εξωτερικού, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών στους 1000. Η Σπιναλόγκα μετατράπηκε εκείνη την περίοδο σε “Διεθνές Λεπροκομείο”.
Αρχικά, οι συνθήκες διαβίωσης τους δεν ήταν καλές και η Σπιναλόγκα έμοιαζε με μια απέραντη τρώγλη, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους νοσούντες, ακόμη και χωρίς ελπίδα για κάποιους. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν το 1936, όταν έφθασε στο νησί ο ασθενής Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, ο οποίος ιδρύει την “Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας” και αγωνίζεται τα χρόνια που ακολούθησαν για την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών. Το 1948 ανακαλύφθηκε στην Αμερική το φάρμακο που θεράπευε τον ιό της λέπρας και από το 1948 έως το 1957 ο αριθμός των ασθενών της Σπιναλόγκας μειώθηκε δραστικά. Άλλοι ασθενείς θεραπεύθηκαν και επέστρεψαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και άλλοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα για παρακολούθηση στο ειδικό Νοσοκομείο, το Λοιμωδών νόσων που βρίσκεται στο δήμο της Αγίας Βαρβάρας, ενώ κάποιοι δεν τα κατάφεραν.
Το 1957, το νησί εγκαταλείφθηκε και πολλά από τα κτίρια του κατεδαφίστηκαν. Σήμερα αποτελεί αρχαιολογικό χώρο και κάποια κτίρια αναστηλώνονται. Θεωρείται τουριστικός προορισμός για ημερήσιες εκδρομές και κολύμπι και ο αριθμός των τουριστών που την επισκέπτονται αγγίζει τους 300.000. Παρ΄όλα αυτά κάποια ερείπια, απομεινάρια άλλων εποχών μένουν για να θυμίζουν αυτούς τους ανθρώπους.
Μανώλης Φουντουλάκης: Ο άνθρωπος που νίκησε τη λέπρα…
Ο Μανώλης Φουντουλάκης είναι ο άνθρωπος που βοήθησε την Victoria Hislop και αποτέλεσε πηγή έμπνευσής της για το βιβλίο “Το Νησί”. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που έζησε στη Σπιναλόγκα και θεραπεύτηκε από τη νόσο, αλλά δυστυχώς έχασε τη μάχη με τη ζωή τον περασμένο Μάιο σε ηλικία 87 χρόνων. “Για ‘μένα ήταν πολύ σημαντικό να είμαι προσεχτική με τις αυθεντικές ιστορίες και υπήρχε και η βοήθεια ενός Κρητικού, του Μανώλη Φουντουλάκη, που έζησε σ’ αυτά τα μέρη και μου μίλησε πολύ για τον τρόπο ζωής τους και μου έλεγε να προσέχω γιατί είναι πραγματική ιστορία και όχι ένας μύθος ή κάτι που ανήκει στη φαντασία“, αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας σε συνέντευξή της στο TLIFE.
Ο ίδιος ο Μανώλης Φουντουλάκης αποτελούσε ίσως την ιστορική μορφή που είχε ζήσει στη Σπιναλόγκα και μπορούσε να διηγηθεί τις ιστορίες, του πόνους, τους φόβους, αλλά και τα γλέντια και τις χαρές που είχαν ζήσει εκεί όλοι οι νοσούντες. Ήταν τα μάτια και τα αυτία της Victoria Hislop και αυτός που την μύησε στα κρυφά μονοπάτια της ψυχής των ανθρώπων που είχαν ζήσει εκεί. Ο ίδιος μεταφέρθηκε στο νησί στις 18 Φεβρουαρίου του 1949, σε ηλικία είκοσι έξι χρονών, όταν ήταν αστυφύλακας στον Πειραιά. Από το 1980 που αποθεραπεύτηκε ζούσε στην Πάνω Ελούντα, απέναντι από το νησί της Σπιναλόγκας μέχρι και τα 87 του χρόνια.
Τα πρώτα χρόνια της ασθένειας ήταν γι’ αυτόν βασανιστικά, καθώς είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον πόνο του σώματος, αλλά και της ψυχής, καθώς έπρεπε να μείνει μόνος μακριά από την οικογένειά του και την αγαπημένη του Λενιώ και ταυτόχρονα, να αντιμετωπίσει την ταμπέλα του “λεπρού” που θα του έβαζαν οι συγχωριανοί του. Το 1951 πήρε μια άδεια έξι μηνών, καθώς οι κηλίδες είχαν εξαφανιστεί και οι εξετάσεις ήταν καθαρές. Βρήκε δουλειά ως φύλακας σε μια αποθήκη του υπουργείου Δημοσίων Εργων στο Κερατσίνι και το ΄54 πήρε το Λενιώ του και στεφανωθήκαν στο Σεληνάρι, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της. Έκαναν μια κόρη έναν χρόνο μετά και άρχισαν να χτίζουν το σπίτι τους. Η αρρώστια, όμως, δεν είχε πει την τελευταία κουβέντα, καθώς τον Νοέμβριο του 1973 έπαθε την υποτροπή. Χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, αλλά δεν είχε πει τίποτα στην κόρη του που ήθελε να μπει στη Νομική σχολή. Αναγκάστηκε να μπει στο νοσοκομείο, αλλά η οικογένειά του ήταν πάντα εκεί. Το 1978, άρχισε να νικά την ασθένεια, αλλά έχασε την γυναίκα του και έμεινε μόνος με την κόρη του.
Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις που είχε δώσει στο Βήμα, είχε πει: “Το “Νησί” της Hislop θα βάλει τέλος στην προκατάληψη. Δεν είναι και λίγο να μιλάει κανείς για τον γάμο μιας άρρωστης με τον γιατρό της. Ομως ταφόπλακα δεν μπαίνει τελικά στην προκατάληψη. Είναι άξιος ακόμη κάποιος να με δείξει με το δάχτυλό του και να πει: Να, αυτός είναι ο λεπρός!.”
Ο Μανώλης Φουντουλάκης είχε βρεθεί για αρκετά χρόνια στη Σπιναλόγκα και περιγράφει πέρα από τις άσχημες στιγμές και κάποιες καταστάσεις με γλέντια και χαρές, καθώς η ζωή συνεχίζεται και υπήρξαν άνθρωποι που δεν το έβαλαν ποτέ κατω. Αυτή η δύναμη ψυχής και το θάρρος παρουσιάζεται και στις καταστάσεις που βιώνουν οι χανσενικοί στο “Νησί”, το οποίο προσπαθεί να δείξει μέσα από την ιστορία της Ελένης και του Γιώργη Πετράκη, πως η αγάπη και η ελπίδα δύσκολα θα πεθάνουν…
Το bestseller της Victoria Hislop εμπνευσμένο από τη Σπιναλόγκα!
Η ιστορία ξεκινά το 1939, φθάνει έως και το 2001 και είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (της λέπρας). Ο αγώνας των λεπρών της Σπιναλόγκας για επιβίωση και για καλύτερες συνθήκες ζωής, πλέκεται με τον αγώνα των κατοίκων της Πλάκας ενάντια στο κοινωνικό στίγμα, που άφηνε η νόσος, όταν χτυπούσε το μέλος μιας οικογένειας.
Από τη μία βλέπεις την ιστορία των κατοίκων της Πλάκας που πρέπει να κρατήσουν μυστική την ασθένεια, να αντιμετωπίσουν το χαμό των δικών τους ανθρώπων, αλλά και να συνεχίσουν τη ζωή τους για χάρη των παιδιών τους. Από την άλλη, στην απέναντι όχθη, στη Σπιναλόγκα, οι μελλοθάνατοι Κρητικοί και Αθηναίοι Χανσενικοί, απομονωμένοι και “φυλακισμένοι” στο νησί, έχουν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες επιβίωσης, να καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα προβλήματα, να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά (αν και αυτό απαγορευόταν), να καλλιεργούν, να κάνουν εμπόριο, και να συνεχίσουν να δημιουργούν και να ζουν…
Το “Νησί” μεταφέρεται στη μικρή οθόνη!
Τη διασκευή του βιβλίου και τη μεταφορά του στη μικρή οθόνη έχει αναλάβει το Mega, με σεναριογράφο την Μιρέλλα Παπαοικονόμου και σκηνοθέτη τον πολυβραβευμένο Χανιώτη Θοδωρή Παπαδουλάκη. Το γυρίσματα της σειράς ξεκίνησαν από το Δεκέμβρη του 2009 και τους βασικούς ρόλους των ηρώων ενσαρκώνουν σημαντικοί καλλιτέχνες όπως η Κατερίνα Λέχου, ο Στέλιος Μάινας, ο Αιμίλιος Χειλάκης, η Φιλαρέτη Κομνηνού, ο Γιάννης Στάνκογλου κ.α.
Η τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίο γίνεται με τη βοήθεια της Victoria Hislop, η οποία είχε αποκαλύψει στο TLIFE ότι επέλεξε την ελληνική παραγωγή, από το να γίνει το βιβλίο της ταινία στο Χόλιγουντ. “Δεν ήθελα “Το Νησί” να γίνει μια ταινία στο Χόλιγουντ γιατί φοβήθηκα ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ταινία τρόμου. Οι χολιγουντιανές παραγωγές υπερβάλλουν και υπήρχε ο κίνδυνος να παρουσιάσουν τα σημάδια της ασθένειας με τέτοιο τρόπο που να κάνουν τους ανθρώπους αυτούς να μοιάζουν τρομακτικοί. Εγώ ήθελα να παρουσιαστεί αυτή η ιστορία των ανθρώπων που προσβλήθηκαν από τη λέπρα, αλλά συνεχίζουν να είναι συνάνθρωποί μας και έχουν ανάγκη από φροντίδα. Ήθελα να επικεντρώνεται στις ανθρώπινες ιστορίες και όχι μόνο στην ασθένεια“, ανέφερε χαρακτηριστικά η συγγραφέας.
Οι συντελεστές που συνεργάζονται στη συγκεκριμένη παραγωγή, εξασφαλίζουν το αρτιότερο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Η εικόνα αποτυπώνεται άριστα μέσα από τη ματιά του διευθυντή φωτογραφίας Βαγγέλη Κατριτζιδάκη. Ο σκηνογράφος Αντώνης Χαλκιάς και οι συνεργάτες του έφτιαξαν από την αρχή όλα τα σκηνικά, προκειμένου να αναπαραστήσουν πιστά την περίοδο από το 1939 έως το 1957. Η Ξανθή Κόντου και η Μαρία Κοντοδήμα, που υπογράφουν την ενδυματολογία, έκαναν έρευνα επί 8 μήνες για τα περίπου 2.000 κοστούμια, που θα χρησιμοποιηθούν στη σειρά. Ο Μίνως Μάτσας, ο οποίος έχει διαπρέψει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ντύνοντας με τις μελωδίες του κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικές παραστάσεις και τηλεοπτικά προγράμματα, υπογράφει τη μουσική.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2009 και πραγματοποιούνται στην Κρήτη: Πλάκα, Σπιναλόγκα, Ελούντα, Άγιο Νικόλαο και αλλού, ενώ πραγματοποιήθηκαν γυρίσματα και στο Λονδίνο. Η προεργασία της παραγωγής ξεκίνησε αρκετό καιρό πριν την έναρξη των γυρισμάτων με την κατασκευή των σκηνικών, που πλαισιώνουν τους φυσικούς χώρους και την προετοιμασία των χιλιάδων κοστουμιών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ