Οι συνεντεύξεις δεν ήταν ποτέ το καλύτερό του Σταμάτη Γονίδη, καθώς, αν είχε την επιλογή, όπως τονίζει και ο ίδιος, «Δεν θα έδινα ποτέ συνεντεύξεις. Μόνο θα τραγουδούσα». Εξάλλου, τα τραγούδια ήταν εκείνα που ανέκαθεν του έδιναν νόημα για ζωή. Τα τραγούδια και οι γυναίκες, που αποτελούσαν πάντα αστείρευτη πηγή έμπνευσης για να γράφει στίχους. Έχοντας ζήσει αυτοκαταστροφικά πάθη, παράφορους έρωτες, επεισοδιακούς χωρισμούς, ο Σταμάτης Γονίδης φλέρταρε πάντα με τα όριά του. Και αυτά τα όρια τα έκανε τραγούδια. «Δεν θα μάθεις ποτέ», «Μη ρωτάς το γιατί», «Είσαι μια πληγή ακόμα», «Μια αγάπη δεν τελειώνει» είναι ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες που αγαπήθηκαν από τον κόσμο. Βιωματικά τραγούδια, όπου ο Σταμάτης έδωσε την ψυχή του.
«Μέσα από την ερωτική απόρριψη και άρρωστες καταστάσεις καψούρας έγραψα τα καλύτερά μου τραγούδια. Τραγούδια που θα μείνουν ανεξίτηλα στο χρόνο» εξηγεί. Στα 59 του χρόνια, μετά τον απολογισμό μιας ζωής, κάνει αναδρομή στα δύσκολα παιδικά χρόνια στην Κύθνο, το νησί που γεννήθηκε. «Χρόνια δύσκολα και ζόρικα», όπως μου επισημαίνει. «Οι γονείς μου ήταν φτωχοί. Είχαμε ένα φούρνο και δούλευαν εκεί από το πρωί έως το βράδυ. Από 8 ετών ξεκίνησα να τους βοηθάω κι εγώ, ενώ το αλεύρι το μεταφέραμε με γαϊδουράκια. Τα καλοκαίρια δεν έκανα μπάνιο όπως τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά βοηθούσα τους δικούς μου. Όπως καταλαβαίνεις, δεν είχα και τόσο ανέμελα παιδικά και εφηβικά χρόνια» περιγράφει στο People και τον Μαρίνο Βυθούλκα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σε ηλικία 12 ετών φεύγει από την Κύθνο και πηγαίνει στη Σύρο, στη Νυχτερινή Σχολή Μηχανικών. Παράλληλα το πρωί δουλεύει στα ναυπηγεία Σύρου. Μόλις τελειώνει τη σχολή, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως οικοδόμος. «Το μεροκάματό μου ήταν 50 δραχμές την εβδομάδα. Αρχικά έμενα σε μια αποθήκη στο Αιγάλεω. Δεν είχε ούτε νερό. Κάποια στιγμή θέλησα να φύγω από εκεί και τα καράβια ήταν ο μόνος τρόπος διαφυγής. Μου φάνηκε παράδεισος. Είχα τη δική μου καμπίνα, ζεστό φαγητό. Μολονότι βρισκόμασταν για μήνες μέσα στον ωκεανό, για μένα ήταν λες και έμενα σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Ο ωκεανός, όμως, έκρυβε πολλούς κινδύνους. Πολλές φορές είχε τύχει να πέσουμε σε κυκλώνες. Κινδύνεψα να πεθάνω μέσα στον ωκεανό. Με το υπόλοιπο πλήρωμα γελούσαμε, γιατί ήμασταν νέοι, δεν φοβόμασταν και το αίμα μας έβραζε» εξομολογείται. Στα καράβια θα εργαστεί για πέντε χρόνια, ενώ παράλληλα στέλνει χρήματα στους γονείς του στην Κύθνο. «Στα καράβια ξεκίνησα να παίρνω οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα και, όταν τα παράτησα κι έγινα τραγουδιστής, ο μισθός μου ήταν ενενήντα χιλιάδες δραχμές. Είχα φτάσει στο βαθμό του μηχανικού. Από τα καράβια την κοπάνησα όταν είχαμε δέσει στην Αμβέρσα. Τραγούδησα τυχαία στου Κουμιώτη, ένα γκράντε ελληνικό μαγαζί, και μου πρότειναν να παραμείνω με ένα καλό για την εποχή νυχτοκάματο. Εκεί τα είδα όλα. Οι περισσότεροι ήταν παράνομοι. Είχαν γυναίκες που δούλευαν σε οίκους ανοχής. Να φανταστείς πως, όταν αργότερα τραγούδησα σε σκυλάδικα στην Ελλάδα και έβλεπα φασαρίες, μου φαίνονταν σαν τους τσακωμούς στα κολέγια» συμπληρώνει. Στην Αμβέρσα θα παραμείνει για επτά μήνες, ενώ κατά την επιστροφή του στην Αθήνα έχει αποφασίσει πως θέλει να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής.
Μολονότι δεν γνωρίζει κανέναν, πηγαίνει σε επιχειρηματίες και ζητά να τον ακούσουν. Η ιδιαίτερη χροιά της φωνής του δεν περνάει απαρατήρητη από τα αφεντικά των μπουζουκιών κι έτσι σιγά σιγά μπαίνει στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. «Πίστευα ότι μπορώ να γίνω αυτό που είμαι σήμερα. Άκουγα τότε τους υπόλοιπους τραγουδιστές και πράγματα που έκαναν εκείνοι εγώ τα έκανα επί δύο». Ένα από τα μαγαζιά που θα τον υποστηρίξει και θα του δώσει χώρο και χρόνο πάνω στην πίστα είναι η Σουίτα, στην οδό Κεφαλληνίας. «Ο επιχειρηματίας πίστεψε σε μένα και αυτό είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ» λέει με συγκίνηση. Ο πρώτος του δίσκος, με τίτλο Προηγείσαι, Έρωτά Μου, βγαίνει το 1986 από τη Minos. «Δεν πήγε καλά. Το δεύτερο δίσκο μου, το 1989, τον πλήρωσα με γραμμάτια. Μάλιστα πλήρωνα και διαφήμιση στην ΕΡΤ γύρω στις 50.000 δραχμές το μήνα. Δεν υπήρχε βοήθεια από πουθενά. Αν κάποιος σου πει πως με έχει βοηθήσει, να μου τον γνωρίσεις. Πέρασα διά πυρός και σιδήρου, αλλά κατάφερα να αγκαλιάσω το όνειρό μου, χωρίς λαμογιές και τσατσιλίκια. Ήμουν πάντα αντιδραστικός και πολλές φορές μού έλεγαν “καλύτερα να τραγουδάς παρά να μιλάς”. Γι’ αυτό και μετέπειτα μου έδωσαν το χαρακτηρισμό “ο αυθεντικός”, διότι ήμουν πάντα καθαρός με τη συνείδησή μου». Εξαιτίας της συμπεριφοράς του οι συνθέτες δεν του εμπιστεύονταν τραγούδια. Αυτό ήταν και το έναυσμα για να ξεκινήσει να γράφει μόνος του. «Επίσης, μου ήταν πολύ εύκολο να μιμηθώ τραγουδιστές. Οι αγαπημένοι μου εκείνη την εποχή ήταν ο Στράτος Διονυσίου, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Έτσι, στον επόμενο δίσκο, που έγινε επιτυχία, έλεγα τα τραγούδια με διαφορετικές φωνές και ο κόσμος ανακάλυψε πως είμαι ένας τραγουδιστής που μοιάζει με τρεις. Σιγά σιγά, έβαλα τη δική μου χροιά, τα δικά μου γυρίσματα και έκανα μια σχολή. Πολλοί τραγουδιστές μιμήθηκαν τον τρόπο που τραγουδώ, ακόμα και τον τρόπο που εμφανίζομαι στην πίστα. Πλέον είμαι ένας βετεράνος τραγουδιστής και φαντάζομαι τον εαυτό μου όπως είναι ο Tom Jones, μια σταθερή αξία, ο οποίος δεν τραγουδάει κάθε μέρα, παρά μόνο επιλεκτικά» εξομολογείται στο People.
Διάβασε όλη τη συνέντευξη στο People που κυκλοφορεί
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ