Η άγρια επίθεση που δέχτηκε την Παρασκευή το βράδυ ο Στέλιος Μάινας στην καρδιά της Αθήνας απο αλλοδαπούς που θέλησαν να τον ληστέψουν, είναι ένα απο τα θέματα που βρίσκονται ακόμα και τόσες μέρες μετά, στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Είναι ένα θέμα το οποίο σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως… Μάλιστα, ο Θέμος Αναστασιάδης μέσα απο το “Ολα” της Δευτέρας, δεν δίστασε να κατηγορήσει τον ηθοποιό για… υποκρισία, κάνοντας λόγο για την στάση την οποία θέλησε να κρατήσει ο Στέλιος Μάινας, μετά την επίεθση.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ετσι, σήμερα ο ηθοποιός μέσα απο νέα ανάρτησή του στο aixmi.gr, θέλησε να δώσει μία απάντηση στα περί… υποκρισίας, αλλά και για όλα όσα ακούστηκαν αυτές τις ημέρες και τον αφορούσαν… Σας αναδημοσιεύω το άρθρο του !
“Δεν είμαι υποκριτής, αλλά δεν είμαι και ήρωας…”
“…Είμαι ένας άνθρωπος με σαρκίο που θέλει να το θρέψει, να ευτυχήσει, να ζήσει, και φυσικά κάθε ενέργεια που θα μου αφαιρούσε αυτό το δώρο, μου δημιουργεί φόβο. Τον φόβο των ανθρώπων απέναντι στον πόνο και στον Θάνατο.
Πάντα προχωρούσα ανέμελα στη γειτονιά μου, χωρίς καμιά υποψία και φόβο πως μπορεί να μου συμβεί κάτι κακό, ίσως από την ενστικτώδη αντίδραση στο φόβο που όταν τρυπώσει μέσα σου, σου αφαιρεί την απόλαυση της ζωής, σε μετατρέπει από χαρούμενο σε δυστυχισμένο από ανοιχτό σε όστρακο.
Μεγάλωσα με ελληνική Παιδεία, σε μια γειτονιά που ο ένας εμπιστευόταν τον άλλον, σε μια γειτονιά που η γειτόνισσα μας έφερνε μια κούπα ρύζι όταν δεν είχαμε και εμείς με τη σειρά μας ξενυχτάγαμε πάνω απ’ το προσκέφαλο του γείτονα που ήταν άρρωστος. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που όταν έφευγε η μάνα μου για έκτακτη δουλειά με εμπιστευόταν στους γείτονες, κι όχι άδικα.
Πήγα σ’ ένα σχολείο που οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας εμπότιζαν με τις ιδέες της ελληνικής Παιδείας, της κατανόησης της ανεκτικότητας και του ανθρωπισμού.
Οι δάσκαλοί μου είχαν περάσει κατοχή και πόνο, είχαν δει σαν τους γονείς μας το θάνατο και το αίμα, είχαν δει αδελφοσκοτωμούς και διχόνοιες και ήξεραν πως μόνο αν μας ενσταλάξουν την αγάπη και την ομόνοια, οι επόμενες γενιές θα επιβιώσουν την ιδέα της πατρίδας, του τόπου που μας γέννησε όλους και αγαπάμε. Πως μόνο αν πιστέψουμε σε αξίες, θα μας κρατήσουν ενωμένους…
Μεγάλωσα και πιστεύω μέχρι σήμερα δεν πρόδωσα τους γονείς και τους δασκάλους μου. Δεν μου φτάνει να πιστεύω στην ιδέα του ανθρωπισμού, θέλω και να την μεταδίδω, σαν βάκιλο, να κολλήσουν όσοι μπορούν περισσότεροι αυτή την αρρώστια που μας ενώνει αντί να μας χωρίζει και μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, χωρίς μιζέριες, να ξέρουμε πως δώσαμε τη σκυτάλη, και πως η φλόγα δεν σβήνει, θα συνεχίσει να ανάβει στα μυαλά κάποιων άλλων.
Μέχρι που έφτασε ένα περιστατικό για να δοκιμάσει τις αντοχές μου, γιατί στον καθένα μας θα υπάρξουν δοκιμασίες στη ζωή του που θα τον τεστάρουν.
Φυσικά το περιστατικό που μου συνέβη με φόβισε, με άγχωσε, με προβλημάτισε.
Είδα πως ό,τι φτιάχνουμε στη ζωή, ό,τι έχουμε επενδύσει ό,τι έχουμε ονειρευτεί, μπορεί για μια στιγμή να χαθεί, έτσι πεζά και απλά, για ένα κωλοκινητό, για μια χρυσή αλυσίδα, για ένα μάτσο ευρώ. Και μάλιστα ανακάλυψα πως αυτό, την ύβρη στη ζωή, τώρα στη δική μου περίπτωση, δεν την έκαναν κάποιοι συμπατριώτες μας αλλά κάποιοι ξένοι, κάποιοι που αν τραυματίσουν, αν σκοτώσουν δεν θα αισθανθούν ένοχοι γιατί δεν έχουν δώσει ας πούμε μια αντίστοιχη αξία στη ζωή τους και στη ζωή των άλλων κατά συνέπεια. Κάποιοι που είναι έτοιμοι για όλα γιατί δεν έχουν να χάσουν τίποτα.
Και είπα το έγκλημα πρέπει να τιμωρείται, αλλά είναι απλουστευτικό και άδικο να καταδικάσεις τους πάντες για όλα τα κακά της γης. Κανένα συγχωροχάρτι δεν δίνω στο έγκλημα, γιατί έγκλημα ήταν αν εκείνα τα μπουκάλια είχαν βρει το στόχο τους, κι όχι μόνο εμένα αλλά και όλα αυτά να ανώνυμα θύματα που δεν είχαν την τύχη να τους λένε Μάινα για να πάρει διαστάσεις η περιπέτειά τους, όλοι αυτοί με τα σπασμένα σαγόνια, τα σπασμένα κεφάλια, τους μαχαιρωμένους της πλατείας του Αγίου Παντελεήμονα, όλους αυτούς που τους κλέβουν στο μετρό και τους χτυπούν στα σκοτεινά σοκάκια, και το ξαναλέω, Έλληνες με έσωσαν, τους ευχαριστώ και νιώθω την ψυχή και την δική τους αγωνία, και αναγνωρίζω την Παιδεία τους, ίσως γιατί κι αυτοί σαν παιδιά είχαν μάθει απ’ το σπίτι και το σχολείο τους να δίνουν χωρίς να ρωτάνε να σώζουν χωρίς να υπολογίζουν, να προσφέρουν χωρίς να παίρνουν.
Μα πιο πολύ θα έλεγα πώς Άνθρωποι με έσωσαν, Άνθρωποι, ένα είδος που θέλει δουλειά για να το πετύχουμε, θέλει αγώνα για να το διατηρήσουμε, και αυτοί οι Άνθρωποι θα ήταν άδικο να τους δώσουμε αποκλειστικά φυλετικά χαρακτηριστικά, γιατί είναι όχι μόνον ανάγκη αλλά επιταγή η Δημοκρατική κοινωνία να μην ανέχεται την ανθρώπινη εξαθλίωση χωρίς διαχωρισμό φυλής και χρώματος.
Αντίθετα η Δημοκρατική πολιτεία έχει υποχρέωση να διασφαλίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, γιατί μόνο πάνω σ’ αυτήν μπορεί να διασφαλίσει ένα μεγάλο μέρος της Δημοκρατικής μας υπόστασης, να ενσταλάξει, να εκπαιδεύσει, να γαλουχήσει τους πολίτες να έχουν για διακύβευμα Δικαιώματα και όχι συμφέροντα.
Η βία, δεν είναι λύση φίλοι μου, η βία είναι στείρα, δυστυχώς τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί απ’ αυτήν.
Σε περιόδους κρίσης του πολιτισμού μας, όπως τώρα δεν υπάρχουν αντίπαλοι, μόνο ο άνθρωπος που απεγνωσμένα ψάχνει τη χαμένη του ψυχή.
Εννοείται πως δεν θα γίνω οσιομάρτυρας κανενός. Μου φτάνει να είμαι ένας καλλιτέχνης που αγωνιά για την ζωή τη δική του αλλά και των γύρω του…”
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ