Στη μνήμη του αείμνηστου ηθοποιού Πάνου Χατζηκουτσέλη, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών, θέλησε να γράφει ένα άρθρο στα Νέα ο αγαπημένος του φίλος Άγγελος Πυριόχος.
“Πάνος Χατζηκουτσέλης. Ηθοποιός. Που σημαίνει φως, νερό, τηλέφωνο, νοίκι, κοινόχρηστα και άχρηστα αποκόμματα από παραστάσεις και κριτικές. Μισούσε τις κριτικές και γενικώς την κακία των ανθρώπων” σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο Άγγελος Πυριόχος προσθέτοντας πως “έβαζε στις κουβέντες του φράσεις από θεατρικά έργα, στις αστείες του στιγμές και ήταν πολλές, η καημένη Μπλάνς Ντυμπουά από λεωφορείο γινόταν τρόλεϊ και σε έπειθε ότι πριν γίνει ηρωίδα του Τέννεσι Γουίλιαμς στο Λεωφορείον ο Πόθος ήταν αναπτήρας Ντυμπόν”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο από την εφημερίδα τα “Νέα”:
Γεννήθηκε στα Εξάρχεια στην οδό Νοταρά , στο σπίτι του. Με υπερηφάνεια δήλωνε Εξαρχειωμένο μέλος του ομίλου Νοταριανών. Φτωχή αλλά αγαπημένη οικογένεια, πέντε αδέλφια, με αριστερές χωρίς κομματική ταυτότητα πεποιθήσεις. Διάβαζε πολύ, ήταν όμορφο αγόρι με μια σιγουριά αλητείας τύπου “εγώ είμαι κι άλλος κανείς”. Αργότερα ντρεπόταν γι’ αυτό. Έγινε ηθοποιός για να κερδίσει ένα στοίχημα. Αλητεία μετά τον στρατό, έκανε παρέα με την Αθανασία Συγγελάκη , ηθοποιό τότε που στην συνέχεια έγινε ανταποκρίτρια της ΕΡΤ στην Ρώμη. Του μιλούσε για τις δυσκολίες του επαγγέλματος, ο Πάνος την αμφισβητούσε και έβαλαν στοίχημα ένα κατοστάρικο ότι θα δώσει εξετάσεις για δραματική σχολή και θα περάσει.
Έδωσε, πέρασε, κέρδισε, έμεινε. Δραματική σχολή Θεοδοσιάδη. Χατζηαργύρη, Τουρνάκη, Καπιτσινέα δίδασκαν αλλά και ο Μίμης Φωτόπουλος. Θυμόταν πάντα τι τους είχε πει στο πρώτο μάθημα ο μεγάλος κωμικός. “Παιδιά, για να συνεννοηθούμε. Ουδείς λογικός άνθρωπος ξυπνάει ένα πρωί και λέει, μαμά θέλω να γίνω ηθοποιός. Σημαίνει ότι κάπου έχει φάει την πετριά. Έτσι θα πρέπει να πορευτείτε από δω και μπρος , με την πετριά. Στο καμαρίνι του πάντα κουβαλούσε μια εικόνα κι ένα πετραδάκι, για να θυμάται την πετριά του Φωτόπουλου. Αγαπημένο του μότο “Υπάρχει κάτι που λέγεται αξιοπρέπεια”. Έτσι πορεύτηκε . Με αξιοπρέπεια. Ακόμα και σε περιόδους μεγάλης δημοφιλίας κρατούσε την προσωπική του ζωή διακριτικά απ’ έξω. Έκανε σε νεαρή ηλικία ένα γάμο που διαλύθηκε γρήγορα. Μαζί με την μικρή του αδελφή την Ρούλα ήταν μέλη της παιδικής Χορωδίας των Ανακτόρων. Καμάρωνε για την συμμετοχή του στον δίσκο με τον Ύμνο του Τζάμπορι που είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ήθελε να παίξει όλους τους Τειρεσίες που υπάρχουν στις αρχαίες τραγωδίες. Κάποια στιγμή ξεκίνησε να γράφει το έργο με τίτλο “Τειρεσιάδα”. Μπέρδεψε τον Τειρεσία με τη μεγάλη Θηρεσία , μια τυφλή υπηρεσία και μετά το έβαλε στο συρτάρι. “Θα με δείρουν”. Έμεινε 44 χρόνια στο θέατρο. Πρώτη επαγγελματική εμφάνιση δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη στο μιούζικαλ “Γλυκειά μου Ίρμα”.Σε κάποια παράσταση έκανε μια προσθήκη που άρεσε στο κοινό αλλά όχι στον σκηνοθέτη Δημήτρη Μαλαβέτα. Το επόμενο βράδυ τον φώναξε η Λαμπετη. “Γιατί δεν είπες το αστείο σου απόψε, ήταν πολύ νόστιμο”. “Ξέρετε ο σκηνοθέτης…”Μικρέ μου, ηθοποιός που παίζει για να αρέσει στον σκηνοθέτη, πάει σπίτι του, δεν κάνει για θέατρο”. Θυμόταν πάντα και κάτι άλλο από την Λαμπέτη. Τον είχε ρωτήσει γιατί βγαίνει ο ηθοποιός στη σκηνή. “Για να παίξει”.”Για να αρέσει. Στις πρόβες παιίζουμε, στη σκηνή αρέσουμε”.
Ο Χατζηκουτσέλης είχε ένα τρόπο να ειρωνεύεται χωρίς να προσβάλει. Μια φορά τον ρώτησε νεαρός δημοσιογράφος, “εσείς που πρωτοπαίξατε;” “Στο Μπροντγουέι” είπε ο Πάνος αφού στο Θέατρο Μπροντγουέι είχε ανέβει η παράσταση με την Λαμπέτη. Θαμπώθηκε ο δημοσιογράφος. “Τι μου λέτε, στην Αμερική, με ποιο έργο;”. “Με το Ίρμα λα Ντους” απήντησε ο Πάνος χρησιμοποιώντας τον ξένο τίτλο του έργου . ” Και εσείς πιο ρόλο κάνατε;”. “Το ντους”. Γαλλομαθής ο Πάνος έκανε τρελά μπερδέματα με τη γλώσσα. Όταν συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μίμη Πλέσσα στον Ζυγό της Πλάκας ιδιοκτήτης του Ζυγού ήταν ο Μίμης Δομάζος. Κάθε βράδυ έβγαινε μπροστά στη σάλα , τον έβλεπε ο Πανος και έλεγε, “α να και ο Δομάζος, guel dommage”. γελούσε το κοινό και ο Μίμης δεν έμαθε ποτέ ότι στα γαλλικά του έλεγε “Τι κρίμα”.Δικό του και το Λα σάρ λα μάρ ε λα μοβέζ Ρακόντρ, όταν ήθελε να πει διακριτικά, Η Σάρα η Μάρα και το κακό συναπάντημα. Έμεινε 7 χρόνια στο θίασο του Δημήτρη Ποταμίτη.
Μεγάλο σχολείο, δύσκολοι καιροί αλλά στην Άσκηση των 5 Δακτύλων του Σάφερ τον είδε ο Ιάκωβος Καμπανέλης , τον σύστησε στην Τζένη Καρέζη και πάντα μιλούσε για το πως ένοιωσε όταν η Τζένη τον πήρε τηλέφωνο για να παίξει στην Παναγία των Παρισίων. Η Βουγιουκλάκη τον είδε στο Θέατρο Έρευνας κι έβαλε τον Τρύφωνα Καρατζά να τον παρει τηλέφωνο. Ο ίδιος δεν σήκωσε ποτέ το τηλέφωνο για δουλειά. Η αξιοπρέπεια που λέγαμε. Ξαναβρέθηκαν με την Αλίκη όταν ήρθε να κάνει ένα γκεστ στο σήριαλ Ο Χήρος η Χήρα και τα Χειρότερα που γράφαμε για τον ΑΝΤ1. Μας πρότεινε να γράψουμε ένα μιούζικαλ με θέμα τη ζωή της . Είχαμε βρεί και τίτλο. ” Άλλος με τη βάρκα μου”. Πρόλαβε ο θάνατος ….
Ο Χατζηκουτσέλης είχε μια καρμική σχέση με τον Θάνατο. Έχασε γρήγορα όλα του τα αδέλφια, έφευγαν από δίπλα του πρόσωπα που αγάπησε, φοβόταν τον θάνατο. Στον πρώτο μεγάλο δίσκο του Γιώργου Μαρίνου που κυκλοφόρησε το 1970, υπάρχει ένα τραγούδι σε στίχους δικούς του και μουσική Νικου Δανίκα ” Ο Μανωλιός” Είναι ακριβώς η ζωή του. “Ο Μανωλιός έτσι κι αλλιώς τα μπάλωνε – μονάχος ζούσε μόνος μιλούσε και μόνος μάλωνε-Στα όνειρα του εκεί μονάχος παραβρισκότανε- Κι ονειρευόταν κι όταν ξυπνούσε κι όταν κοιμότανε-Ήτανε λέει το παλικάρι καβάλα στο άτι του- που όλο νικούσε και όλο έπεφτε απ το κρεβάτι του – Και ένα βράδυ στα όνειρά του είδε τον έρωτα – Μια πριγκηπέσσα που την φυλάγαν δράκοι και τέρατα -Κι ενώ τους ρίχτηκε για να την σώσει σ ένα ντιβάνι – πέφτει στη μάχη και κείνη έκλαιγε το παλικάρι – Όταν τον γύρεψαν μετά 3 μέρες κάτι γειτόνοι του – είδαν πώς πνίγηκε πάνω στον ύπνο του με το σεντόνι του’. Το γράψιμο το άρχισε μετά από προτροπή του Γιάννη Ζουγανέλη.
Έκαναν παρέα, έλεγε ο Χατζηκουτσέλης τα χαριτωμένα του και βρέθηκε μαζί τους στο Άχ Μαρία. Ιστορικές εποχές , τότε γνωριστήκαμε. Εποχή ελεύθερης ραδιοφωνίας στις δόξες του ο Αθήνα 984 ο Πάνος έκανε την εκπομπή Ραδιουργίες σε FM Stereo και τον ζήλευα που είχε σε δίσκο το τραγούδι του Χατζιδάκι Μια Περιπέτεια στη Νότιο Καρολίνα με την Βουγιουκλάκη.Ξεκινήσαμε με κόντρες , δείξε μου τι δισκάκι έχεις να σου δείξω τι δισκάκι έχω εγώ για να καταλήξουμε σε συνεργασία χρόνων γράφοντας και παίζοντας ενίοτε μαζί. Πάνω απ όλα έγινε ο Φίλος μου. Από κει που ήταν δέος για μένα. Θυμάμαι τι γινόταν με την Αναδυομένη, το κλάμα που έπεσε όταν πέφτοντας στον γκρεμό φώναζε στην Κλέλια “πάρτα με τις ρίζες”. Έτσι μίσησα τα κρινάκια της θάλασσας.
Τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες με τον Πάνο , έλεγε όμως “αν όλοι οι άνθρωποι ήμασταν ίδιοι θα είχαμε αυτοκτονήσει από πλήξη” Αγαπούσε το ελαφρό ελληνικό τραγούδι, λάτρευε την Βέμπο και την Τζένη Βάνου, τον Νάσο Πατέτσο και την Βλαχοπούλου. Με την Σπεράντζα Βρανά έκαναν μια εκπομπή στον 984 με τίτλο Ας Επιθεωρησιολογήσουμε. Κρίμα που δεν υπάρχει τίποτα από αυτές. Πέρασαν όλη την ιστορία της Επιθεώρησης, ήξερε τόσα πολλά ο Πάνος που έκανε έξαλλη την Σπέραντζα. “βρέ κερατά που τα ξέρεις αυτά”. Υπήρχε ένα μπαράκι στην Μαυρομιχάλη το Εναλλάξ. Το είχαμε κάνει στέκι . Ενα βράδυ ειναι η Βρανά με τον Δημήτρη Μητροπάνο και προσπαθεί η Σπεράντζα να μάθει στον Μητροπάνο πως έκαναν τις διφωνίες στην επιθεώρηση. Μπαίνει ο Χατζηκουτσέλης , “οχι Μήτσο μου δεν στα λέει καλά”. Αγριεύει η Σπεραντζα , ο Μητροπάνος να κάνει τσαλκάντζες , εμείς να έχουμε πέσει στα πατώματα , η διφωνία έγινε τριφωνία και λέει η Σπεράντζα. ” Μη χειρότερα, για αδελφές Καλουτά το ξεκινήσαμε σε τρίο Βάμπαρη το καταλήξαμε”.Ενα απόγευμα περπατάμε στην 3ης Σεπτεμβρίου και βλέπουμε μια κυρία μεγάλης ηλικίας με λαμέ μπλουζάκι και μαλλί Τζην Χάρλοου, ” Η Πάολα” λέει εκστασιασμένος ο Χατζηκουτσέλης. ¨Οντως ήταν η Πάολα η παλιά δόξα του τραγουδιού. Αγκαλιές, φιλιά και στο θυμάσαι θυμάμαι πιάνουν το τραγούδι γωνια Σεπτεμβρίου και Ηπείρου ” Πάολα Πάολα δεν σας ξέρω παρα τόσο λίγο”, σταμάτησε η κυκλοφορία. Φεύγοντας μου λέει “συμμαθήτρια και η Πάολα”.Κάθε φορά που κάποιος πέθαινε τον έκανε πυγολαμπίδα. Τον ρωτούσα στο τηλέφωνο πως είναι και μου έλεγε ” να εδώ περιμένω τις πυγολαμπίδες μου να τα πούμε”.
Πριν 2 χρόνια στα γενέθλια του, 5 Δεκεμβρίου πήρα τηλέφωνο να του ευχηθώ. “Πέθανε Ο Τζόνι Χαλιντεί , άντε χαλινάιτ τώρα”. κι έκλεισε το τηλέφωνο. Φοβόταν που μεγάλωνε. Το ωριμάζω είναι το πρώτο στάδιο πριν το σαπίζω έλεγε. Σ’ αυτό που μου ζητήσατε να γράψω για τον φίλο μου δεν θα βάλω πολλά για την καριέρα του, τι σημασία έχει πια. Έφυγε ένας αξιοπρεπής άνθρωπος. Γιατί κυρίως στο θάνατο χρειάζεται η αξιοπρέπεια…”!
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ