Ο Τάσος Νούσιας ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ηθοποιών που προτιμά να μιλάει με τις πράξεις του. Κάθε του ρόλος είναι μοναδικός. Η ερμηνεία και ο τρόπος που επιλέγει να κινηθεί πάνω στη σκηνή καθηλώνει κάθε θεατή. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έχει υποδυθεί ήρωες είτε του θεάτρου είτε της τηλεόρασης που έχουν χαραχτεί στη ψυχή του κοινού.
Φέτος βάζει ακόμα μια πρόκληση στον εαυτό του και επιλέγει το μονόλογο. Έναν απαιτητικό μονόλογο που υπόσχεται να ταξιδέψει όποιον πάει να παρακολουθήσει την ιστορία του. Ο Τάσος Νούσιας μίλησε στο “Plan Be” του Ελεύθερου τύπου και στην Μαρία Λυσάνδρου για τον ρόλο του Ριχάρδου Β’ που ανεβαίνει στο Θέατρο Άλφα αλλά και για τις αϋπνίες που βιώνει αυτό το διάστημα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ας ξεκινήσουμε με τις προφανείς δυσκολίες ενός μονολόγου. Κατ’ αρχάς, πόσο δύσκολο είναι να υποδύεται ένας ηθοποιός όλους τους χαρακτήρες σε ένα έργο και, κατά δεύτερον, τι ψυχολογικό κόστος έχει αυτό για όποιον μπαίνει σ’ αυτήν τη διαδικασία;
Προς στιγμήν, εγώ το πληρώνω –ή το ξεχρεώνω– με insomnia…
Μηδέν ύπνος; Τίποτα;
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Πολύ ταραγμένος ύπνος. Για αρκετό καιρό. Ωστόσο, με την έναρξη των παραστάσεων, αυτή η ένταση μετριάζεται. Προηγουμένως πήγαινε σωρευτικά· οι πρόβες ήταν συνεχείς, για πάρα πολύ καιρό… Οι δε απαιτήσεις ενός μονολόγου είναι τεράστιες: 90 λεπτά non-stop πάνω στη σκηνή, κατά τα οποία θα πρέπει να κρατήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά και το δικό σου.
Αλήθεια, μπορεί ο ηθοποιός να βαρεθεί; Πώς μπορεί να το αντιστρέψει αυτό;
Μη νομίζεις ότι ο ηθοποιός δεν βαριέται τον εαυτό του όταν δεν παράγει δημιουργικές φόρμες επί σκηνής, όταν δεν ιντριγκάρεται ο ίδιος. Και συνήθως αυτό έχει παράλληλη πλεύση: με τον τρόπο που μου αποκαλύπτεται εμένα το κείμενο, κάνοντάς με να αποκτώ σχέση μαζί του, να εμβαθύνω και να γίνεται ενδιαφέρον για μένα, με τον ίδιο τρόπο περνάει στη συνέχεια ως ολοκληρωμένη και ολοκληρωτική εμπειρία στον θεατή. Έτσι, συνδέεται μαζί σου. Αν δεν συμβεί αυτό, αρχής γενομένης από εσένα, δεν έχεις παράσταση.
Οπότε, για να ξαναγυρίσω στην προηγούμενη ερώτηση, ναι, προς το παρόν έχω insomnia. Άρα, μιλάμε και για ένα μεγάλο βαθμό δυσκολίας ως προς την αποφόρτιση. Γιατί εδώ κάνουμε κάτι πολύ σωματικό, παράλληλα με τον λόγο.
Γιατί τώρα αυτό το έργο; Τι σας ώθησε να το ανεβάσετε φέτος; Είναι κάτι προσωπικό σας; Θεωρείτε ότι ταιριάζει στη δεδομένη χρονική περίοδο…;
Είναι όλα. Αλλά αρχίζεις από εσένα. Πάντα εσύ είσαι και το γέννημα, και ο γεννήτορας. Η σχέση μου με το κείμενο αυτό αρχίζει από τα 18 μου. Με έναν μονόλογο μέσα από τον Ριχάρδο Β’ έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Είμαι συγκλονισμένος με αυτό το κείμενο από τον πρώτο καιρό, όταν η εφηβεία, η οποία προσδίδει μια αίσθηση αθανασίας στον άνθρωπο, ταυτόχρονα αρχίζει να εγκαθιδρύει μέσα του και φόβους, όταν αρχίζουν σιγά-σιγά να προβάλλουν αυτά τα οικουμενικά ερωτήματα, τα οποία καλείσαι να διαχειριστείς…
Μετά από τόσα χρόνια σπουδής, εμπειρίας, δουλειάς κ.ο.κ., το έργο αυτό βρίσκει εμένα πιο ώριμο να μιλήσω μέσω του κειμένου, με τον τρόπο που το έχει γραμμένο ο Σαίξπηρ. Άρα, μέσα εκεί υπάρχουν θέματα και ποιότητες που αφορούν εμένα σε πρώτο χρόνο. Έγινε, λοιπόν, αυτή η δραματουργική επεξεργασία, μέσω της οποίας καταλήξαμε σε ένα μονόλογο. Ήθελα πολύ καιρό να κάνω ένα μονόλογο, να αναμετρηθώ μόνος στη σκηνή με τις αντοχές μου, με τις ικανότητες που έχω αποκτήσει, και όλα αυτά να τα ανταλλάξω. Και να δω και αν μπορώ να τα καταφέρω… Γιατί καλά μπορεί να λες εσύ “το ’χω”, “με συγκινεί”, αλλά όταν έρχεται η ώρα αυτό να σωματοποιηθεί, να ερμηνευθεί και να παραδοθεί, υπάρχει άλλος βαθμός δυσκολίας.
Τι θα είναι πιο σημαντικό για εσάς στο τέλος των παραστάσεων: το να είναι το θέατρο γεμάτο κάθε βράδυ ή το να “περάσει” όλος αυτός ο προβληματισμός που περικλείει το έργο σε αυτόν που παρακολουθεί από απέναντι;
Έχω την αίσθηση ότι θα πρέπει να πάνε παράλληλα. Και είναι πολύ ωραία πάσα αυτή, γιατί εμείς δεν κάνουμε “ελιτίστικο” θέατρο. Το θέατρο που παρήγαγε ο Σαίξπηρ ήταν το λαϊκό θέατρο της εποχής εκείνης. Δεν ήταν απλά δημοφιλές· “κρεμόταν” μια τεράστια κοινότητα από το εκάστοτε επόμενο έργο του.
Έτσι όπως ήταν το Globe Theatre, δίπλα στον Τάμεση, το πρώτο εγκατεστημένο μεσαιωνικά θέατρο, είχε διαβαθμίσεις ως χώρος: υπήρχε η πλατεία, η οποία μπορεί να είχε λάσπες επειδή είχε βρέξει, και έμπαινε εκεί, με το ένα penny, φτωχός κόσμος από διάφορες τάξεις (υπηρέτες, αμαξάδες, εργάτες κ.λπ.). Μετά άρχιζαν τα θεωρεία, εκεί ανέβαιναν οι άρχοντες. Και πιο πάνω ήταν οι βασιλείς, σε εξέχουσα θέση.
Ο Σαίξπηρ, λοιπόν, γράφει για όλους. Τα έργα, δομικά, περιέχουν μέσα όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση – και ο καθείς ταυτίζεται ανάλογα. Γι’ αυτό και δεν φοβάται να καταπιαστεί, καλή ώρα, ακόμα και με έναν έκπτωτο βασιλέα, να πει μια βιογραφική ιστορία που, ίσως για πρώτη φορά, δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του…
Και τι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά στη συγκεκριμένη παράσταση;
Εδώ ο δικός μας αγώνας είναι να έχει το κείμενο αυτό που του αξίζει. Εν αρχή ην ο λόγος, και αριστοτελικά και βιβλικά – ο λόγος είναι Θεός, και ο Θεός είναι Λόγος. Άρα, πάμε με την αξιωματική αρχή του λόγου. Δεν παραβιάζουμε το κείμενο, παρά μόνο το πυκνώνουμε, ώστε να μετασχηματιστεί σε μονόλογο δομικά και δραματουργικά, φέρνοντας τον ήρωα αυτόν στην κατάσταση κλονισμού, στην οποία βρίσκεται.
Δεν αρκεί να λες απλά κάποια λόγια. Από κάτι πάσχει αυτός ο ήρωας, κάτι του συμβαίνει, είναι έγκλειστος στη φυλακή, παρατημένος, διαβαίνοντας όλη την κλίμακα: από τη θέωση (γιατί ο βασιλιάς στην Αγγλία είναι εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, δεν είναι σχήμα λόγου), κατευθείαν στην αποκαθήλωση. Βρίσκεται, λοιπόν, σε μια φυλακή, εγκαταλελειμμένος από όλους, προδομένος, κάνοντας μια αποτίμηση τού τι έφταιξε στη ζωή του, προσπαθώντας να λυτρωθεί.
Κάνει, λοιπόν, ένα σοβαρό βήμα απέναντι σε δύο τεράστιες “κυρίες”, την εξουσία και τη ματαιοδοξία. Το να απεκδυθείς, όντας εξουσιαστής, κομμάτι της εξουσίας και να το διαχειριστείς μέσα σου λέγοντας “τελειώσαμε πια”, είναι τεράστια υπόθεση…
Κι όμως, ενώ όλα αυτά στο έργο αφορούν έναν βασιλιά, στην πραγματικότητα ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί με όσα τον απασχολούν. Μπορεί να συμβεί σε όλους.
Ακριβώς! Κατ’ αρχάς, η πρώτη “εξουσία” ξεκινάει από τον γονέα στο παιδί, από το παιδί στο άλλο παιδί στο σχολείο, από εσένα που είσαι αρχισυντάκτρια στους υπόλοιπους, στους οποίους θα πρέπει να δώσεις κατευθύνσεις… Ποτέ ο άνθρωπος δεν απαλλάχθηκε από αυτή τη νόρμα, από αυτήν την “κανονικότητα”, ακόμα και στις πιο υγιείς κοινωνίες. Υπάρχει πάντα ο ηγέτης, ο οποίος τραβάει μπροστά και οι άλλοι τον ακολουθούν. Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στο αν είναι φωτισμένος ή όχι.
Για σκέψου τώρα να βρεθείς στην εξουσία από κληρονομικό δικαίωμα. Να είσαι από μικρή ηλικία βασιλιάς με υπηρέτες, με βεγγέρες, με πλούτη…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ