Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές τι σημαίνει τελικά «καλός ηθοποιός». Κι άλλες τόσες, έχω ρωτήσει ανθρώπους που πίστευα ότι έχουν την απάντηση γιατί, για μένα, ανήκαν σε αυτή την κατηγορία. Η πιο ολοκληρωμένη απάντηση, χωρίς καν να τεθεί η ερώτηση, ήρθε την ημέρα που συνάντησα στο θέατρο Δημήτρης Χορν την Θέμις Μπαζάκα Με υποδέχτηκε στο καμαρίνι της, όπως θα με καλωσόριζε ένα απόγευμα στο σπίτι της: με ζεστό χαμόγελο και όρεξη για κουβέντα. Από αυτές τις κουβέντες που δεν μπορούν να περιοριστούν στα στενά όρια μιας συνέντευξης, που κυλούν όπως ο χρόνος στους δείκτες του ρολογιού και που όταν ολοκληρώνονται νιώθεις ότι κάτι πήρες αλλά και κάτι έδωσες.
Αυτό το «δούναι και λαβείν» το νιώθεις και όταν την δεις να παίζει στο θέατρο. Τώρα, στην παράσταση «Αύγουστος» που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και που ήταν η αφορμή για να συναντηθούμε. Υποδύεται, για δεύτερη συνεχή χρονιά, την Βάιολετ. Μία γυναίκα από αυτές που «δεν αφήνουν κάποιον άλλο να τους κάνει κουμάντο, καθώς η σοβαρή αρρώστια της και η εξάρτησή της από τα χάπια ενισχύουν τα βιτριολικά της ξεσπάσματα προς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας». Ένας ρόλος που της χάρισε μία ακόμα διάκριση στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού του Αθηνοράματος. Το πρώτο βραβείο. Την ημέρα της απονομής, στην κατάμεση αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, ήταν σαν να της έκαναν ένα μεγάλο δώρο. Το παρέλαβε με την χαρά ενός παιδιού. Σαν να μην έχει αποσπάσει στην καριέρα της τόσα βραβεία και διακρίσεις.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η αφιλτράριστη χαρά ενός βραβείου
«Δεν είναι πολύ ωραίο πράγμα μια διάκριση;» Κάπως έτσι θα αφοπλίσει την ερώτησή μου, για να συμπληρώσει: «Εγώ ότι νιώθω το δείχνω». Το πλατύ χαμόγελο που είχε την ημέρα της βράβευσης επανήλθε στο πρόσωπό της και εκείνη τη στιγμή και μου εξηγεί πως χαίρεται πάρα πολύ με τα βραβεία και σε όλα έχει χαρεί το ίδιο. Πολύ! Ειδικά όταν μιλάμε για μια τέτοια διάκριση που προέρχεται απευθείας από το κοινό. Από ανθρώπους που είδαν, ξεχώρισαν και ψήφισαν.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Για αυτό είναι τα βραβεία, για να σου δίνουν μια χαρά. Να βάλεις τα καλά σου, να πας και να πάρεις ένα βραβείο.» Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από αυτό για την ίδια. Άλλωστε δεν βγάζει τον εαυτό της έξω από τους ηθοποιούς που έχουν ανασφάλειες άρα η επιβράβευση είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Κάθε φορά που αναλαμβάνει έναν ρόλο είναι σαν να μην έχει προϋπάρξει τίποτα και τον κατακτά μέρα με τη μέρα. Με την προσωπική δουλειά και την σωστή καθοδήγηση του σκηνοθέτη. Για αυτό και το «μπράβο» και το κάθε βραβείο πάντα το υποδέχεται με αυτό τον τρόπο.
Δεν θα επαναπαυτεί, σίγουρα, σε αυτά αλλά θα τα εκτιμήσει υπέρ το δέον καθώς: «Δεν υπάρχουν και πολλά μπράβο στη ζωή μας πια. Δεν είμαστε πολύ γλυκείς ο ένας απέναντι στον άλλον.» Δεν αναφέρεται βέβαια μόνο στο πόσο δύσκολο είναι στο θέατρο να ακουστούν «μπράβο» αλλά το λέει σε σχέση με τη ζωή. Η χαρά άλλωστε μιας βράβευσης δεν κρατάει για πάντα. Εκείνη τη μέρα, όπως περιγράφει, είναι ωραίο που όλοι ασχολούνται μαζί σου αλλά δεν έχει μεγαλύτερη αξία από αυτό. «Το βραβείο το παίρνεις τη μία μέρα, την άλλη το έχεις ξεχάσει», υπογραμμίζει. Και εκείνο το είχε ξεχάσει, μέχρι την στιγμή που της το ανέφερα. Μέχρι τη στιγμή που επανέφερε στη στο μυαλό της το συναίσθημα.
Μετά επιστρέφει στη “ρουτίνα” της. Το κοντέρ της μηδενίζει και αρχίζει πάλι από την αρχή. Κάθε βραβείο, πρωτο βραβείο. Μόνο η μητέρα της συγκρατούσε τον αριθμό τους αφού. όσο ήταν στη ζωή, συνήθιζε να της τα δίνει. Εκείνη έπειτα τα τοποθετούσε στο χώρο, τα ξεσκόνιζε και χαιρόταν και καμάρωνε για την κόρη της. Για μία κόρη που έγινε με τη σειρά της σπουδαία μητέρα.
«Δεν είναι σαν τα Όσκαρ που μπορεί να σου ανοίξουν το δρόμο και να σου ανεβάσουν το κασέ σου. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα εδώ πέρα», μου λέει. Και να υπήρχε όμως, με τον ίδιο τρόπο θα τα αντιμετώπιζε. Ο φόβος ότι μπορεί να είναι πολύ κακή σε μία παράσταση -όσο εξωπραγματικό και να μοθ/σου ακούγεται όταν μιλάμε για μια ηθοποιό της δικής της κλάσης- δεν σβήνει από καμία διάκριση. «Γιατί είναι μία πάλη. Η δουλειά μας είναι μία πάλη. Δεν υπάρχουν guarantee πράγματα. Δεν υπάρχουν δεδομένα, ότι σίγουρα θα γίνει καλή μία παράσταση. Είναι σαν το κέικ. Βάζεις τα καλύτερα υλικά και δε φουσκώνει και λες: «Τι έκανα λάθος; Πριν μια εβδομάδα το έκανα και ήταν τέλειο. Τώρα γιατί είναι έτσι;» Το τι μπορεί να πάει λάθος σε κάθε παράσταση δεν το ξέρει γιατί αν το ξέρανε, όπως σχολίασε και η ίδια, θα γινόντουσαν μόνο επιτυχίες.
Η μητρότητα και η καθημερινότητα
Την επιτυχία κάθε δουλειάς στην οποία συμμετέχει την ερμηνεύει λίγο σαν το κέικ, που περιέγραψε με την κατάρτιση της νοικοκυράς, την οποία επίσης κατέχει. Μπορεί όσοι το δοκιμάσουν να της πουν πολύ ωραία λόγια αλλά εκείνη έχει πάντα μία καχυποψία. Κάθε φορά που βλέπει τον εαυτό της-κυρίως στις ταινίες και στις σειρές που έχει πάρει μέρος- θεωρεί ότι κάποιος θα ανακαλύψει ότι δεν είναι καλή ηθοποιός. Κρύβεται πίσω από το μαξιλάρι και σχολιάζει από μέσα της ότι αν το ξανάκανε τώρα, θα το έκανε καλύτερα. Πάντα βάζει τον εαυτό της σε αυτό το παιχνίδι. Δεν είναι ποτέ ευχαριστημένη. «Είμαι κακός κριτής του εαυτού μου. Όλο αρνητικά σκέφτομαι», εξηγεί.
Τι είναι αυτό που επιδιώκει η ίδια από την κάθε δουλειά της; Να την χαίρεται! Πρόκειται για μια δραστηριότητα που απαιτεί ενέργεια και μάλιστα πολλών διαφορετικών ανθρώπων. Η ατομική ενέργεια γίνεται συλλογική και κατευθύνεται στο κοινό. Για αυτό χρειάζεται όλοι να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Για αυτό το βραβειο της το αφιλερωσε σε όλους όσους δούλεψαν για την παράσταση.
Το να είσαι παρόν σε κάτι που δημιουργείται εκείνη την ώρα είναι κάτι σπουδαίο και η δημιουργικότητα σε κάνει καλύτερο γενικά. Αυτό δεν περιορίζεται σε έναν ρόλο αλλά σε ότι θέλει να κάνει ο καθένας. Από το να μαγειρέψεις ένα φαγητό μέχρι να μεταποιήσεις μία παλιά μπλούζα.
Κάτι με το οποίο καταπιάνεται και η ίδια. Όταν δεν έχει πρόβες ή παράσταση είναι μία κόρη, μητέρα και φίλη που φροντίζει τις ανάγκες των αγαπημένων της. Μαγειρεύει και καλεί κόσμο στο σπίτι, φτιάχνει παλιά ρούχα, διαβάζει, γράφει και όλα αυτά που την κάνουν να νιώθει δημιουργική.
Την ρωτάω αν το γεγονός ότι μαγειρεύει καλά έχει να κάνει με το ότι μαγείρευε για την κόρη της και επιβεβαιώνει. Είχε βέβαια και μια πολύ καλή μαγείρισσά για μητέρα αλλά και το ότι της αρέσε από μικρή η διαδικασία. Της αρέσει μέχρι σήμερα να ψάχνει συνταγές και να φτιάχνει ωραία πράγματα για να περιποιείται τα αγαπημένα της πρόσωπα. «Σκέφτομαι κάθε μέρα τι θα μαγειρέψω», κάνοντας ακόμα πιο δυνατή την εικόνα της πραγματικής και αληθινής γυναίκας και όχι αυτή “δημιουργούν” οι ρόλοι της.
Η κόρη της έχει ανοίξει πια τα φτερά της. Τώρα όμως έχει να φροντίζει και τον μπαμπά της που έχει μεγαλώσει αρκετά. Σαν να μην έχει ξεφύγει από την ευθύνη της φροντίδας της οικογένειας. Η μητρότητα την έκανε άλλωστε να βάζει τον εαυτό της πάντα σε δεύτερη μοίρα. Ήταν μεγάλο μάθημα. Νιώθει ωστόσο ότι δεν της στέρησε και τίποτα. Θυμάται πως όταν είχε γεννήσει έπαιζε σε μία ταινία και είχε προσαρμοστεί όλο το συνεργείο στην κατάστασή της. Ήταν μία συνθήκη που δημιουργούσε μια όμορφη ιδιαιτερότητα. «Αυτή ήταν η συμφωνία. Θα έρθω να το παίξω αλλά εγώ θηλάζω».
Η ζωή (που δεν έκανε) στην Αμερική
Όταν ήταν έγκυος ζούσε με τον σύζυγό της στο εξωτερικό. Δεν μπορούσε να κάνει καμία περαιτέρω προσπάθεια, μου εξηγεί, για να κάνει καριέρα έξω μιας και είχε να σκέφτεται και έναν άλλο άνθρωπο. Ήταν εξάλλου πολύ ρεαλίστρια με το γεγονός ότι και να προσπαθούσε να κάνει κάτι στην Αμερική, θα ήταν πάντα η «ξένη». Δεν είχε, όπως λέει, την κλασική ελληνική φιγούρα και θα χρειαζόταν, με όλα αυτά, να δώσει μία τεράστια μάχη. «Ρούφηξα αυτό που ήταν να ρουφήξω από την πόλη», αναφέρει χαρακτηριστικά για τα χρόνια που έζησε στη Νέα Υόρκη. Αυτό την έκανε καλύτερη και σαν ηθοποιό αφού είχε τη δυνατότητα να κάνει σπουδές αλλά και να δει από κοντά πώς δουλεύουν έξω. Κάτι που πιστεύει ότι είναι πολύ σημαντικό για έναν ηθοποιό και ειδικά για τα νέα παιδιά. Το να ζήσουν και κάπως αλλιώς, αλλού από τη χώρα που μεγαλώνουν.
«Μόνο έτσι καταλαβαίνεις τον κόσμο. Καταλαβαίνεις ότι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια προβλήματα απλά τα εκφράζουν διαφορετικά.» Κάποια κακά χαρακτηριστικά δεν τα συναντάμε μόνο στην Ελλάδα αλλά υπάρχουν παντού, όπως επίσης παντού κερδίζει η διακριτικότητα και η αγάπη προς τον άνθρωπο.
«Οι άνθρωποι παλεύουν με τα ίδια θέματα παντού. Για αυτό και η τέχνη είναι παγκόσμια.» Αυτός είναι και ο λόγος που μία ξένη ταινία ή ένα έργο που δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα του μπορεί να σε συγκλονίσει, γιατί κάτι υπάρχει κοινό.
Η τέχνη μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο να αλλάξει; Γελάει και απαντάει χαριτολογώντας ότι τον κόσμο δεν μπορεί να τον βοηθήσει τίποτα. «Η αλήθεια είναι ότι ένα μεγάλο έργο βοηθάει γιατί σε κάνει να νιώθεις ότι δεν είσαι μόνος», μου λέει. «Σε βγάζει από το μικρόκοσμό σου και σε πάει σε κάτι πιο μεγάλο, ποιητικό, υπαρξιακό. Κι αυτό είναι μία ανάταση.» Ανακαλύπτεις ότι υπάρχει κάτι άλλο πέρα από τον μικρό, μίζερο κόσμο μας.
Ο ρόλος και η συνεργασία με τον Μαρκουλάκη
Ένα μεγάλο έργο είναι και αυτό στο οποίο πρωταγωνιστεί του Αμερικανού συγγραφέα Tracy Letts που καθρεφτίζει την παθογένεια και της ελληνικής οικογένειας. Δυσλειτουργικές οικογένειες υπάρχουν παντού. Ο ρόλος της είναι μία γυναίκα που πέρασε άσχημα παιδικά χρόνια και αυτό το πέρνα με τη συμπεριφορά της στα δικά της παιδιά. «Την αγαπώ και την λυπάμαι», λέει για την Βάιολετ. Η ίδια δικαιολογεί την συμπεριφορά της ηρωίδας της χωρίς να την επικροτεί. Με την ίδια ένταση που δημιουργεί και ο θεατής συναισθήματα απέναντι στο ρόλο και στην καθηλωτική ερμηνεία της Θέμιδας Μπαζάκα.
«Ο Κωνσταντίνος μου λέει είναι τέρας», λέει και μου δίνει το έναυσμα να ρωτήσω για τη συνεργασία τους. Η λέξη που χρησιμοποιεί για να τη χαρακτηρίσει είναι το «φανταστική». «Του έχω κάνει «πρόταση γάμου». Θέλω να δουλεύω μόνο με αυτόν. Τον αγαπάω πολύ!»
Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζονται. Έχουν βρει ο ένας στον άλλον τα στοιχεία που θαυμάζουν και εκτιμούν. Ο Κωνσταντίνος έχει εντοπίσει σε εκείνη το ιδιαίτερο χιούμορ της. Εκείνη έχει ξεχωρίσει το γεγονός ότι είναι ένας σκηνοθέτης που δεν έχει παρωπίδες. Την άποψή της αλλά και του κάθε ηθοποιού δεν την απορρίπτει απλά αλλά την εξετάζει για να αποκλείσει με επιχειρήματα ότι κάτι δεν ταιριάζει στο ρόλο. «Γιατί είναι ηθοποιός και έχει υποφέρει κι αυτός» λέει γελώντας.
Οι πρόβες είναι ψυχοφθόρες; «Η πρόβα είναι το πιο δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς αλλά και το πιο δύσκολο. Όλοι την πρόβα αποζητάμε.» Όταν μια παράσταση ανεβεί, κάπως μηχανικά πολλές φορές ο ρόλος πάει. Το σώμα έχει μνήμη και όλο αυτό το πράγμα λειτουργεί ακόμα και όταν ο ηθοποιός μπορεί να είναι άρρωστος ή όχι στην καλύτερη ψυχολογική κατάσταση. Στην διαδικασία της πρόβας όμως γίνεται όλη η αναζήτηση, η ανακάλυψη και η «κατάκτηση» του ρόλου. «Φυσικά παλεύεις κα με δαίμονες που εμφανίζονται κατά καιρούς.»
Από αυτό ορμώμενη την ρωτάει αν λειτουργεί και λίγο σαν ψυχοθεραπεία όλο αυτό και είναι κάθετη. «Θυμώνω πάρα πολύ όταν το ακούω να το λένε. Δεν θεραπεύεσαι από το θέατρο. Ίσα ίσα που μερικές φορές αναγνωρίζεις πράγματα στους ρόλους σου που λες «θεέ μου, το έχω κι εγώ» Άσε που μπορεί και να σου αφήσει και κανένα κουσούρι κανένας.» Γελάει. «Που δεν συμβαίνει αλλά λέμε τώρα.»
«Για να θεραπεύσεις πρέπει να στρωθείς στην δουλειά με ένα ψυχοθεραπευτή ή ψυχαναλυτή και να θεραπεύσεις και αν το πετύχεις», συνεχίζει. Για εκείνη αυτό που μπορεί αντ’ αυτού να πετύχεις είναι να σε εκτονώσει, να σε «ανοίξει», να σε προβληματίσει, να σε κάνει και χαρούμενο, να σε αλαφρώσει.
Η σχέση με τους γύρω της και η πολιτική
Δηλαδή δεν ισχύει ότι μέσα από το ρόλο σου συμβαίνει αυτό γιατί παρατηρείς την εξέλιξη του χαρακτήρα και μαθαίνεις μέσα από αυτόν; «Εγώ όποιον σκατένιο άνθρωπο γνώρισα στη ζωή μου, όσο καλός σκηνοθέτης/ηθοποιός/ζωγράφος/καλλιτέχνης είναι το ίδιο σκατένιος μένει.» «Έμαθε τίποτα ο Kevin Spacey από όλους αυτούς τους Σαιξπηρικούς ρόλους που έχει παίξει; Δεν θεραπεύεσαι. Αν δεν θέλεις εσύ ο ίδιος. Αν δεν έχει αναμετρηθεί με τον εαυτό σου και δεν έχεις δει πράγματα που δεν σου αρέσουν.»
Η δυναμικότητα του χαρακτήρα της φαίνεται ακόμα και σε αυτό, στον τρόπο που στηρίζει τη γνώμη της. Της λέω ότι μου μοιάζει «τσαμπουκαλού» στις συνεργασίες της και ότι σκαρώνει καβγαδάκια και φυσικά δεν το αρνείται. Την αγαπάνε όμως και δύσκολα θα ακούσεις να λένε για εκείνη κάτι αρνητικό. Άλλωστε οι περισσότεροι έχουν δουλέψει και ξαναδουλέψει μαζί της. «Δεν είμαι μια τρελή. Μπορεί να έχω έντονο ύφος αλλά έχω μία μεγάλη αίσθηση δικαίου», μου λέει. «Μη δω κάποιον να φερθεί άσχημα σε κάποιον, θα μπω μπροστά να τον υπερασπιστώ.»
Αυτό το χαρακτηριστικό το είχε πάντα. Οι γονείς της, όπως κάθε γονιός, της έλεγαν γατί μπλέκεται αλλά εκείνη δεν δίσταζε να μαλώσει με ταξιτζήδες, οδηγούς λεωφορείων και όπου έβλεπε ότι υπάρχει «αδύναμος» που έπρεπε να υπερασπιστεί. «Αυτό το έχω ακόμα. Άμα κάποιος μιλήσει άσχημα σε ένα συνεργείο ή σε κάποιον που έχει ένα μικρό ρόλο μέσα εκεί…»
Γνωρίζοντας την κι από κοντά, δεν μου κάνει εντύπωση αυτό που λέει. Πριν όμως, θα αναρωτιόμουν: «Μα καλά είστε η Θέμις Μπαζάκα; Δεν σας τρομάζει τι θα πουν για εσάς;» «Ναι αλλά εγώ δεν σκέφτομαι έτσι. Εγώ εκείνη την ώρα είμαι ένας άνθρωπος που βλέπω κάποιον ανυπεράσπιστο. Να υπάρχει μία αδικία.»
Ο αυθορμητισμός είναι αυτό που την ακολουθεί στον τρόπο που ενεργεί. Ωστόσο, με τα χρόνια όλο αυτό έχει μαλακώσει. «Μεγάλωσα. Κουράστηκα να μαλώνω και να καυγαδίζω.» «Γενικότερα έχω μία μεγαλύτερη ανοχή, κατανόηση, στωικότητα. Λέω: Ασ ’το αυτό να περάσει.»
Μήπως παίζει ρόλο σε αυτό και το γεγονός ότι έχει περάσει μεν πολλά αλλά παραμένει θετικός και αισιόδοξος άνθρωπος; «Δεν είμαι αισιόδοξη. Την έχω χάσει τα τελευταία χρόνια. Γατί από κάπου πρέπει και να την αντλείς. Δεν μπορείς μόνο από μέσα σου», μου λέει και μιλάει για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Η Ελλάδα, όπως λέει, έχει πέσει στα πατώματα και όταν κάποια σημάδια δείχνουν ότι κάποια πράγματα ορθοποδούν οι άνθρωποι δείχνουν σημάδια ότι την ξαναπάνε σε εκείνο που ήταν. «Κανείς δεν έχει αλλάξει», τονίζει. «Δεν διορθώνεται αν δεν διορθωθεί ο καθένας προσωπικά.»
«Εγώ πιστεύω ότι η μόνη λύση είναι ο κάθε άνθρωπος να κάνει καλά τη δουλειά του. Να την κάνει καλά, με συνείδηση και αγάπη. Τίποτα άλλο δεν ζητάω από τους ανθρώπους.» Για εκείνη μόνο τότε θα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Αν ο καθένας κάνει αυτό που έχει αναλάβει να κάνει. Από τον ταξιτζή, τον ταμία στο σούπερ μάρκετ ή τον φούρναρη. «Για τον καθένα θα είναι αφόρητο αυτό που κάνει αν δεν το αγαπάει.»
«Οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι όταν αυτό που άνουν το αγαπάνε», λέει και εξηγεί πως δεν αφορά μόνο τους καλλιτέχνες. Δεν είναι όλοι προορισμένοι να κάνουν τέχνες και να γίνουν καρδιοχειρουργοί αλλά μπορούν να κάνουν καλά αυτό που έχουν επιλέξει να κάνουν. «Αυτό που έχεις επιλέξει ή που σε επέλεξε. Γιατί καμιά φορά σε επιλέγει η δουλειά. Κάνε τη καλά. Με αγάπη.»
Κάνει μία μικρή αναφορά στο πώς λειτουργεί το σύστημα με την εξυπηρέτηση στις δημόσιες υπηρεσίες. Με την αγένεια και την κακή συμπροφορά που γίνεται ντόμινο. «Η πολιτική συνείδηση από την κοινωνική συνείδηση προκύπτει. Άμα δεν ξέρεις ποια είναι τα προβλήματα, δεν θα διεκδικήσεις. Αν δεν ξέρεις ο προηγούμενος τι σου έλυσε και τι δεν σου έλυσε…» Κάθε φορά που μιλάει για κάποιο κοινωνικό ζήτημα παθιάζεται. Ο δυναμισμός και ο αντισυμβατικός χαρακτήρας της είναι παρονομαστής σε κάθε κουβέντα.
Εύλογα αναρωτιέμαι αν θέλει να ασχοληθεί με την πολιτική. Μου αποκαλύπτει ότι όλα τα κόμματα την έχουν πλησιάσει αλλά δεν σκοπεύει να το κάνει. «Ο καλλιτέχνης, πιστεύω ότι, πρέπει να είναι πάντα στην αντιπολίτευση. Η εξουσία φθείρει. Βολεύεσαι.»
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ