Βασισμένο στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του Φίλιπ Ροθ, το «Αμερικανικό Ειδύλλιο» παρακολουθεί μια οικογένεια που η φαινομενικά ειδυλλιακή ζωή της γκρεμίζεται από την κοινωνική και πολιτική αναταραχή της δεκαετίας του ’60.
Ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ («August: Osage County», «Salmon Fishing in the Yemen») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο και πρωταγωνιστεί ως ο Σίμουρ «Σουηδός» Λιβόβ, ένας κάποτε θρυλικός αθλητής του Λυκείου που είναι σήμερα επιτυχημένος επιχειρηματίας, παντρεμένος με την Ντόουν, μια πρώην βασίλισσα ομορφιάς.
Αλλά το χάος σιγοβράζει κάτω από το αψεγάδιαστο προσωπείο της ζωής των Λιβόβ. Όταν η αγαπημένη του έφηβη κόρη, η Μέρι, εξαφανίζεται, αφότου κατηγορηθεί για την διάπραξη μιας βίαιης πράξης, ο Σουηδός αφιερώνει τη ζωή του στο να την βρει και να επανενώσει ξανά την οικογένεια του.
Αυτό που θα ανακαλύψει θα τον ταρακουνήσει συθέμελα, εξαναγκάζοντας τον να δει κάτω από την επιφάνεια και να αντιμετωπίσει το χάος που δίνει σχήμα στον κόσμο γύρω του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στην ταινία «Αμερικανικό Ειδύλλιο» πρωταγωνιστούν, επίσης η βραβευμένη με Όσκαρ® Τζένιφερ Κόνελι («A Beautiful Mind») ως η Ντόουν, η Ντακότα Φάνινγκ («Charlotte’s Web», «War of the Worlds») ως η Μέρι, η βραβευμένη με Έμμυ® Ούζο Αντούμπα («Orange Is the New Black»), και ο υποψήφιος για Όσκαρ® Ντέιβιντ Στράθερν («Lincoln», «Good Night, and Good Luck»).
Το βιβλίο, στο οποίο βασίζεται η ταινία, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις.
“Τέλεια σύζυγος, ιδανικό σπίτι, τέλειο μωρό. Η τύχη του είχε χαμογελάσει.
Έτσι τον σκεφτόμουν. Ήταν ο Σουηδός. “
– Νέιθαν Ζούκερμαν
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Σε μια μεταπολεμική εποχή, όπου ανθεί η αισιοδοξία και η αθωότητα, ο αθλητής – θρύλος του γυμνασίου, ο Σέιμουρ “Σουηδός” Λιβόβ παντρεύεται την Μις New Jersey, κληρονομεί το πολλών εκατομμυρίων δολαρίων εργοστάσιο γαντιών του πατέρα του και ξεκινά μια ζωή απόλυτης ευδαιμονίας, μεγαλώνοντας την αγαπημένη κόρη του Μέρι σ’ ένα μεγάλο εξοχικό σπίτι, στη γαλήνια, αριστοκρατική γειτονιά του Old Rimrock, στο New Jersey. Ο Σουηδός είναι πυλώνας της κοινότητας, υπόδειγμα επιχειρηματία, φιλάνθρωπο αφεντικό και αφοσιωμένος οικογενειάρχης, αλλά και γαλουχημένος με μια σταθερή πίστη στο αμερικανικό όνειρο.
Στη δεκαετία του ‘60, εν μέσω της ανησυχίας που τροφοδότησε ο πόλεμος στο Βιετνάμ, η οργισμένη και ατίθαση 16χρονη κόρη του Μέρι θεωρείται η βασική ύποπτος σε μία τρομοκρατική ενέργεια με ένα θύμα, στο προάστιο που διαμένουν οι Λιβόβ. Αυτό τσακίζει συναισθηματικά τον πατέρα της και το όραμά του για τον κόσμο. Αποφασισμένος να βάλει και πάλι μία τάξη στη ζωή του, ο Σουηδός προσπαθεί να εντοπίσει την κόρη του που κρύβεται , ν’ αποκαταστήσει το κύρος της οικογένειας Λιβόβ και να διαχειριστεί τα δικά του συναισθήματα.
Το ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ, βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ, ομώνυμο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, εξιστορόντας τις βαθιές αλλαγές που συνέβησαν τον τελευταίο μισό αιώνα στην κοινωνία της Αμερικής. Η κινηματογραφική μεταφορά, που χρειάστηκε σχεδόν 13 χρόνια για να ολοκληρωθεί, επικεντρώνεται στην αναζήτηση ενός πατέρα για την κόρη του, αλλά και στα θέματα της αβεβαιότητας, της μοίρας, της οικογένειας και της απώλειας.
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Ο σεναριογράφος Τζον Ρομάνο, ο οποίος είναι κάτοχος διδακτορικού στη λογοτεχνία και έχει διδάξει αγγλικά στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, ενδιαφέρθηκε για μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε μία από τις πιο συγκλονιστικές και μεταβατικές περιόδους της Αμερικής: από την περίοδο της αισιοδοξίας που είχε κυριαρχήσει μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ταραχώδη δεκαετία του ’70, ενώ ταυτόχρονα κινείται ανάμεσα σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα, εξετάζοντας το πώς μπορούν να επηρεάσουν ακόμα και τις πιο ιδιωτικές οικογενειακές στιγμές.
Ο Ρομάνο αισθανόταν ότι είχε ένα όπλο στον κρόταφο του, στην προσπάθειά του να παραμείνει πιστός στην ιδιαίτερη γλώσσα και στην παρατηρητική δύναμη του Ροθ, αλλά και να «παντρέψει» αυτά τα δύο στοιχεία με τους ρυθμούς της κινηματογραφικής αφήγησης.
ΓΙΟΥΑΝ ΜακΓΚΡΕΓΚΟΡ: ΑΠΟ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΣΟΥΗΔΟΥ ΣΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
Ο βραβευμένος δύο φορές με Χρυσή Σφαίρα, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ είχε εκφράσει την επιθυμία να ενσαρκώσει τον κεντρικό χαρακτήρα του Σουηδού στην ταινία, πολύ πριν βάλει την υπογραφή του ως σκηνοθέτης. Ήταν η αγάπη του για το βιβλίο που τον οδήγησε να πάρει την απόφασή και να κάνει το άλμα προς το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, με μία ταινία μεγάλου μήκους. Ήταν για αυτόν μία σπάνια ευκαιρία, δεδομένου ότι ήθελε από παλιά να σκηνοθετήσει, αλλά όχι απλά για να πει ότι σκηνοθέτησε. Ήθελε πρωτίστως να βρει μία ιστορία που να αισθάνεται βαθιά μέσα του ότι αξίζει να ειπωθεί.
Αλλά και οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν ενθουσιασμένοι στην προοπτική συνεργασίας μαζί του, τόσο σε υποκριτικό, όσο και σε σκηνοθετικό επίπεδο. Όσο προετοιμαζόταν για την παραγωγή, ο Μακ Γκρέγκορ δούλευε σκληρά για να μπορέσει να μπει στο πετσί του πολυεπίπεδου χαρακτήρα του πρωταγωνιστή της ταινίας. Ο ρόλος του Σουηδού Λιβόβ ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός, καθώς έπρεπε να τον ενσαρκώσει από τα νιάτα μέχρι τα γεράματά του, αλλά και να αναδείξει το συμβολισμό πίσω από αυτόν – ο Σουηδός συμβόλιζε το Αμερικανικό πρότυπο του αθλητή, βιομήχανου, πατέρα – παραμένοντας ταυτόχρονα ρεαλιστικός και ανθρώπινος. Όμως, παρόλο που ο Σουηδός ενσαρκώνει τον αμερικανικό μύθο, η τροχιά της ζωής του τον στρέφει βίαια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σ’ όλη τη ζωή του, κάνει πάντα αυτό που θέλουν οι άλλοι, αυτό που περιμένουν από αυτόν να κάνει. Ποτέ δεν αμφισβητεί την ηθική του, τις πεποιθήσεις του, την αίσθηση που έχει για το σωστό και το λάθος. Όμως, εκεί οφείλεται και η συντριβή του.
ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ RIMROCK
Όταν ο Σουηδός παντρεύεται την Ντον Ντάιερ, την ντόπια και περιζήτητη Ιρλανδή καθολική Βασίλισσα Ομορφιάς, η οποία καταφέρνει να κερδίσει την εύνοια ακόμα και του Εβραίου πατέρα του, μετακομίζουν μαζί στην ήρεμη γειτονιά του Old Rimrock, ενσαρκώνοντας έτσι την πεμπτουσία της επιτυχημένης νεοσύστατης αμερικανικής οικογένειας. Για να ερμηνεύσει τον απαιτητικό και σύνθετο ρόλο της Ντον, η πρώτη επιλογή των σκηνοθετών ήταν η βραβευμένη με Όσκαρ Τζένιφερ Κόνελι. Οι παραγωγοί την πλησίασαν οκτώ χρόνια πριν ξεκινήσει η παραγωγή της ταινίας. Η Κόνελι εξέφρασε αμέσως το ενδιαφέρον της, το οποίο παρέμεινε αμείωτο καθόλη τη μακρά διαδικασία εξέλιξης της ταινίας.
Η Κόνελι βλέπει την Ντον ως μια γυναίκα που ξεκίνησε γνωρίζοντας τι ήθελε στη ζωή και που ήταν έτοιμη να το ζήσει. Καθώς η συμπεριφορά της κόρης της γίνεται όλο και πιο επαναστατική, οι μηχανισμοί αντιμετώπισης της αποδεικνύονται πολύ διαφορετικοί από εκείνους του συζύγου της. Η Ντον προσπαθεί να διαχειριστεί το γεγονός ότι η οικογένειά της διαλύεται, διαγράφοντας συναισθηματικά το παρελθόν και αντιμετωπίζοντας στωικά στο παρόν, σε αντίθεση με τον Σουηδό, που προσπαθεί να διορθώσει το παρελθόν.
Η Ντακότα Φάνινγκ συνεργάστηκε στενά με τον ΜακΓκρέγκορ και την Κόνελι για να ενσαρκώσει την έφηβη, αλλά και ενήλικη Μέρι Λιβόβ, που ταράζει συθέμελα τη βουκολική σχεδόν ζωή της οικογένειάς της όταν εν μία νυκτί μετατρέπεται από τυπική έφηβη σε καταζητούμενη τρομοκράτη. Ούσα ηθοποιός από την ηλικία των 6, το ταλέντο της Φάνινγκ έχει διαπιστωθεί, τόσο σε μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες όπως το The Twilight Saga και War of the Worlds, αλλά και δραματικούς ρόλους, όπως στο The Secret Lives of Bees και I Am Sam.
Το μυστήριο με την Μέρι είναι ότι καθόλη τη διάρκεια των παιδικών της χρόνων δεν υπάρχουν ενδείξεις για την μετέπειτα πορεία της. Είναι μία γλυκειά, υποδειγματική κόρη, της οποίας το μόνο εμφανές ελάττωμα – ένα πρόβλημα στην ομιλία – εξηγείται από τους ειδικούς ως μία μορφή αντίδρασης στην αψεγάδιαστη εικόνα και τη σχεδόν τρομακτική τελειότητα των γονιών της. Καθώς φτάνει στην εφηβεία, η Μέρι αποκτά όλο και μεγαλύτερη επίγνωση του κατασπαραγμένου από τον πόλεμο κόσμου, μία πραγματικότητα που βρισκεται στον αντίποδα της ομορφιάς και της ευκολίας που χαρακτηρίζει το οικογενειακό της περιβάλλον. Η απελπισία της, βλέποντας εικόνες από τον πολέμο του Βιετνάμ στην τηλεόραση μετατρέπεται σε φλογερή αγανάκτηση, η οποία στη συνέχεια μεταλάσσεται σε ανησυχητική αγριότητα και μίσος, πολύ πιο έντονο και σκοτεινό από αυτό ενός τυπικού έφηβου. Όταν συμμετέχει σε μία οργάνωση διαμαρτυρίας για τον πόλεμο, οι απόψεις της γίνονται ακόμη πιο ριζοσπαστικές. Και στη συνέχεια ένας εκρηκτικός μηχανισμός σκάει στο ταχυδρομείο του Rimrock, σκοτώνοντας τον υπάλληλο και οικογενειακό φίλο των Λιβόβ.
Η Φάνινγκ μαγεύτηκε τόσο από την πολυεπίπεδη ιστορία της ταινίας, αλλά και από τις πολλές πτυχές της Μέρι, η οποία ταλαντεύεται σαν εκκρεμές, ανάμεσα σε διαφορετικές φιλοσοφίες και συναισθήμάτα. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν ότι είχε να ερμηνεύσει ένα χαρακτήρα σε διαφορετικά στάδια της ζωής του, ενσαρκώνοντας την Μέρι από 16 μέχρι 43 ετών. Όσο κρύβεται, ζώντας στις “παρυφές” της κοινωνίας, η Μέρι ασπάζεται τον Τζαϊνισμό, ακολουθώντας τις διδαχές μιας αρχαίας ινδικής θρησκευτικής αίρεσης που αποφεύγει οποιαδήποτε μορφή βίας εναντίον οποιασδήποτε ζωντανής ψυχής, σε τέτοιο σημείο που τα μέλη της φορούν μάσκες για να αποφύγουν να σκοτώσουν μικροσκοπικά έντομα με την αναπνοή τους. Αυτή η νέα πλευρά της Μέρι, ήταν εξίσου συναρπαστική για την Φάνινγκ.
Μια διαφορετική πλευρά του χαρακτήρα του Σουηδού σκιαγραφείται στον επαγγελματικό του χώρο, το εργοστάσιο γαντιών Newark Maid. Επιστάτρια εκεί είναι η Βίκυ, μία έγχρωμη γυναίκα (η βραβευμένη δύο φορές με Emmy, Ούζο Αντούμπα), η οποία επηρεάζει σημαντικά στον Σουηδό. Η Βίκυ, για χρόνια στο εργοστάσιο, βλέπει την καταιγίδα που πρόκειται να ξεσπάσει και που εκφράζεται με ρατσιστικές συγκρούσεις και ταραχές. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να ισορροπήσει τη σχέση της με το αφεντικό της, ο οποίος της έχει παραχωρήσει αρμοδιότητες που δεν δίνονται συχνά σε έγχωμες γυναίκες. Οπότε και εκείνη από τη μεριά της του το αναγνωρίζει και τον στηρίζει. Βασιζόμενη στη αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης τους, δε διστάζει να του λέει ξεκάθαρα τη γνώμη της, παίρνοντας πολλές φορές το μέρος των εργαζομένων. Ο Σουηδός την αισθάνεται σχεδόν σαν αδερφή του. Τον στηρίζει ακόμα και όταν χρειάζεται να τραβήξει το δικό της δρόμο. Στο εργοστάσιο, αυτή είναι το γιν και ο Σουηδός το γιανγκ.
Ο αφηγητής στην ταινια, ο οποίος μαθαίνει την τύχη του Σουηδού από τον αδελφό του σε μία συνάντηση πρώην συμμαθητών, είναι ο συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν. Το ρόλο παίζει ο Ντέιβιντ Στράδερν, υποψήφιος για βραβείο Όσκαρ για την ταινία Good Night, and Good Luck. Ο Στράδερν βλέπει το ρόλο του ως τον αγωγό μέσω του οποίου το κοινό θα δυεισδύσει στα άδυτα της οικογένειας Λιβόβ.
Ένας από τους πιο δύσκολους ρόλους για να βρεθεί καταλληλη ηθοποιός ήταν αυτός της Ρίτα Κοέν της αινιγματικής, προκλητικής ριζοσπαστικής πολιτικού που αποτελεί τη μόνη σύνδεση του Σουηδού με την Μέρι, όταν η τελευταία κρύβεται. Οι παραγωγοί βρήκαν, μετά από μήνες αναζήτησης, εκείνη που έψαχναν στο πρόσωπο της ανερχόμενης ηθοποιού Βάλορι Κάρι (τηλεοπτικές σειρές House of Lies και The Following). Η Ρίτα αξιοποιεί το δεσμό της με την Μέρι για να χειραγωγήσει τον Σουηδό για τους δικούς της σκοπούς. Ποτέ δεν αποκαλύπτει τα πραγματικά της κίνητρα, ενώ χρησιμοποιεί ψευδώνυμο όταν επικοινωνεί μαζί του.
Ο Ρούμπερ Έβανς, ενσαρκώνει τον Τζέρι Λιβόβ, τον νεότερο αδελφό του Σουηδού, χειρούργο και παιδικό φίλο του Νέιθαν Ζούκερμαν. Παρότι ειναι αδελφός του Σουηδού, οι πεποιθήσεις τους διαφέρουν πολύ, δημιουργώντας έτσι μια περίπλοκη οικογενειακή δυναμική. Ο Τζέρι βλέπει τη ζωή μέσα από ένα πολύ λογικό και ρεαλιστικό πρίσμα. Και παρόλο που αγαπάει τον αδελφό του, είναι βαθιά απογοητευμένος από αυτόν και θέλει να τον ταρακουνήσει και να τον ξυπνήσει από τον εφιάλτη που ζει. Το σύνολο των ηθοποιων που παίζουν τα μέλη της οικογένειας Λιβόβ συναντήθηκαν μια εβδομάδα πριν τα γυρίσματα για να γνωριστούν, να συνδεθούν και να μπορούν έτσι να δείχνουν σαν οικογένεια. Μίλησαν μεταξύ τους αρκετά για το οικογενειακό τους παρελθόν, συναρμολόγησαν τα κομμάτια του οικογενειακού τους παζλ, και διαπίστωσαν ότι τελικά δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η “τέλεια αμερικανική οικογένεια”.
ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ
Καθώς η ταινια διαδραματίζεται σε αρκετές δεκαετίες και σε χρονικές περιόδους στις οποιές συμβαίνουν μεγάλες πολιτιστικές αλλαγές, έτσι και η αισθητική της διαφοροποείται αντικατοπτρίζοντας αυτές τις διαφορετικές φάσεις. Για να επιτευχθεί αυτό, ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ συνεργάστηκε στενά με την ομάδα που αποτελείτο από τον κινηματογραφιστή Μάρτιν Ρούε, τον σχεδιαστή παραγωγής Ντάνιελ Μπ. Κλάνσι και την ενδυματολόγο Λίντσει Αν Μακ Κέι.
Η προσέγγιση ήταν να “ηχούν” και οπτικά οι σαρωτικές αλλαγές στη ζωή του Σουηδού: από την προσδοκία, στην καταστροφή, στην εμμονή. Έτσι, στην αρχή της ταινίας στην παλέτα κυριαρχούν έντονα χρώματα, αντικατοπτρίζοντας τις λαμπερές ελπίδες της μεταπολεμικής Αμερικής. Μετά την έκρηξη, που εκτός από το ταχυδρομείο, διαλύει και την οικογένεια Λιβόβ, τα χρώματα αρχίζουν να ξεθωριάζουν, συμπληρώνοντας τη δραματική τροπή που παίρνει η ζωή του Σουηδού.
Ο Κλάνσι άντλησε ιδιαίτερη έμπνευση από τον Αμερικανό ζωγράφο Edward Hopper, γνωστό για τα εμβληματική ρεαλιστικά πορτρέτα του, της Αμερικής του ’50, τα γεμάτα μυστήριο και λαχτάρα. Επιχείρησε ν’ αναβιώσει το παρελθόν, παρουσιάζοντάς το με μία πρωτότυπη ματιά. Δεν ήθελε η ταινία να μοιάζει με μία καλογυαλισμένη βερσιόν της δεκαετίας του ‘40. Ήθελε να δείχνει “βρώμικη” και γεμάτη “ρωγμές”. Για να το πετύχει αυτό συνεργάστηκε στενά με τον διευθυντή φωτογραφίας Ρούε, και οι δυό τους πραγματοποίησαν δοκιμές φωτός στο κάθε σετ ξεχωριστά. Στόχος τους ήταν ο φωτισμός να γίνεται από θερμός, σταδιακά πιο ψυχρός και γκρι.
Και τα σετ έπρεπε επίσης να εξελίσσονται, ειδικά εκείνο του εργοστασίου. Η επιχείρηση που ευδοκιμούσε στη δεκαετία του ’50 και του ’60, στη συνέχεια, “σβήνει” με το πέρασμα των εποχών και της μόδας. Το εργοστάσιο αρχικά δείχνει καθαρό και φωτεινό και στη συνέχεια σκοτεινό και παλιακό. Τα μηχανήματα δείχνουν παρωχημένα, τα φώτα γκρίζα και βρώμικα. Τα γυρίσματα στη βιομηχανική πόλη του Πίτσμπουργκ, αντικατέστησαν το New Jersey, ενισχύοντας το ρεαλισμό της ταινίας.
Η ταινία είναι από μόνη της και ένα ταξίδι στην ιστορία της μόδας, υπογραμμίζοντας– υπό την καθοδήγηση της ενδυματολόγου Μακ Κέι – τις μεταβάσεις από πολλές διαφορετικές περιόδους και στιλ. Όπως και στο σχεδιασμό της παραγωγής, η χρωματική παλέτα στις ντουλάπες των πρωταγωνιστών γίνεται όλο και λιγότερο φανταχτερή όσο το αμερικανικό όνειρο του Σουηδού κλονίζεται. Το 1958, στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τον Γιούαν να φορά ένα όμορφο, ακριβό, ναυτικό μπλε μάλλινο κοστούμι. Στο τέλος της ταινίας, φορά αποχρώσεις του γκρι και χρώματα που τον ¨ξεθωριάζουν”. Παραμένει ωστόσο το ίδιο κομψός, θυμίζοντας το ένδοξο παρελθόν του. Στην ίδια λογική, η ντουλάπα της Ντον περνά από στάδια, ώστε ν’ αντανακλά το συναισθηματικό ταξίδι της. Όταν την πρωτοβλέπουμε είναι ένα χωριατοκόριτσο, ντυμένο με φωτεινά χρώματα. Όταν η ζωή της αναποδογυρίζει και βρίσκεται στο σανατόριο, το χρώμα έχει αφαιρεθεί από τα ρούχα της.
Η Μακ Κέι σχεδίασε όλα τα κοστούμια και τα καπέλα του Σουηδού, αλλά αγόρασε πολλά κομμάτια της γκαρνταρόμπας της Φάνινγκ από vintage καταστήματα του Πίτσμπουργκ. Η σχεδιάστρια ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη με το πανωφόρι που φορά η Μέρι όταν επανασυνδέεται με τον πατέρα της, χρόνια αργότερα. Ήθελε κάτι άμορφο, φθαρμένο και μεγάλο σε μέγεθος, παρόλο που η Μέρι είναι μικρόσωμη, ευάλωτη και ψυχρή. Επίσης, η δυνατότητα που είχε να δώσει έμφασή στις ενδυματολογικές πινελιές – αξεσουάρ, καπέλα, γάντια, που έχουν σχεδόν χαθεί από τη σύγχρονη ντουλάπα – ήταν μεγάλη χαρά για την Μακ Κέι.
Μια γλυκόπικρη αίσθηση απώλειας είναι πανταχού παρούσα στο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ: απώλεια που συμβαίνει μέσα στην οικογένεια, αλλά και φθορές που έχουν απομυθοποιήσει το αμερικανικό όνειρο τον τελευταίο μισό αιώνα. Και όμως, πάνω και πίσω απ΄όλα αυτά υπάρχει πανταχού παρούσα η πατρική αγάπη, σαν ένα φως που δεν σβήνει ποτέ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ