Πριν από τρεις ημέρες οι γονείς της 11χρονης Ρενί, επέστρεψαν από τη Βουλγαρία όπου κήδεψαν το αδικοχαμένο κοριτσάκι. Η οικογένεια προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της και να φτιάξει τη ζωή της, μετά από αυτό το μεγάλο κακό που τους βρήκε. Το TLIFE επικοινώνησε με τη κυρία Τσάνκα, τη μητέρα της Ρενί.
”Γυρίσαμε εγώ και ο άντρας μου πριν από τρεις μέρες στο Ελαιοχώρι. Άφησα όμως πίσω τον μικρότερο γιο μου το Ντάνι, γιατί δεν είχαμε λεφτά ώστε να πληρώσουμε το λεωφορείο για να επιστρέψει κι εκείνος. Εγώ δουλεύω σε μια γιαγιά που τη φροντίζω και μας αφήνει με τον άντρα μου να μένουμε σπίτι της. Υπάρχει όμως πρόβλημα για το πού θα μείνουμε αν έρθει κι ο γιος μου. Ρωτάω τους γείτονες, αλλά φοβούνται. Κανείς δεν μας δίνει σπίτι. Μας βοηθούν όμως και τους ευχαριστώ. Ο άντρας μου δεν έχει δουλειά. Θέλω να έρθει εδώ ο γιος μου, δεν μπορώ να είναι μακριά μου, έχω συνέχεια το μυαλό μου εκεί”, δηλώνει η κυρία Τσάνκα απελπισμένη.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Έχει ξεπεράσει το αρχικό σοκ και προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή. Επικοινωνήσαμε με τον κύριο Καρλή, δήμαρχο Κορυθίου, ο οποίος μας περιέγραψε την υπάρχουσα κατάσταση. ”Είναι γεγονός ότι αντιμετωπίζουν τρομερές δυσκολίες. Χθες δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε. Είχα πάρει μία απόφαση σαν δημοτικό συμβούλιο να ενισχύσουμε την οικογένεια οικονομικά αλλά δεν μου το ενέκρινε ο επίτροπος επειδή δεν είναι δημότες μας. Αυτά τα πράγματα είναι παράξενα και απαράδεκτα. Δεν μπορούμε να ενισχύσουμε ανθρώπους που ανήκουν στο δήμο μας παρόλο που μένουν εδώ, δουλεύουν και είναι νόμιμοι. Ευτυχώς η γυναίκα είναι οικιακή βοηθός σε μια γιαγιά. Ο πατέρας κάνει κάποιες αγροτικές δουλειές, οικοδομές κτλ. αλλά δεν έχει μεροκάματο, είναι δύσκολο στο χωριό. Περιμένει τη συγκομιδή της ελιάς για να πάρει κάποια χρήματα”, δηλώνει.
Και συνεχίζει: ”Πριν γίνει το περιστατικό με το Ρενί, έμεναν σε ένα υπόγειο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό σε άθλιες συνθήκες. Οι δημότες μου είναι φιλόξενοι άνθρωποι αλλά στα χωριά μας έχουν μείνει μόνο οι ηλικιωμένοι οι οποίοι ζουν με μια αγροτική σύνταξη περίπου 300€ οπότε είναι αρκετά δύσκολο να τους βοηθήσουν. Κάνουν όμως ό,τι μπορούν”.
Ο κύριος Κάρλης μιλάει και για τον δράστη αλλά και για το τι απέγινε η οικογένειά του. ”Ο δράστης μετακομίσθηκε στις φυλακές Τριπόλεως όπου έγιναν επεισόδια με τους συγκρατούμενούς του και παραλίγο να έχει την κατάληξη του Δουρή. Μετά οδηγήθηκαν τρεις αλλοδαποί και δύο Έλληνες σοβαρά τραυματισμένοι στο νοσοκομείο από τη συμπλοκή. Έτσι μεταφέρθηκε στις φυλακές Κορίνθου. Η οικογένειά του ήταν στην Αθήνα όπου τους φιλοξένησε κάποιος αδερφός. Μετά ήρθαν στο χωριό. Έχουν αγοράσει ένα δικό της σπίτι με δάνειο όπου έμενε η γυναίκα με τον γιο τους. Η κοινωνία όμως δεν μπορούσε να τους αποδεχτεί μετά από αυτό που έγινε. Ήταν τόσο βαρύ το κλίμα που αναγκάστηκαν πριν από μία εβδομάδα να φύγουν στην Αλβανία. Πιστεύω ότ δεν θα επιστρέψουν. Ήταν άνθροωποι υπεράνω κάθε υποψίας, δεν έφταιγε σε τίποτα η γυναίκα και το παιδί, αλλά η κοινωνία σε στιγματίζει. Δέχονταν απειλές από αλλοδαπούς και ίσως φοβήθηκαν”.
Πλέον η ζωή στο Ελαιοχώρι έχει επανέλθει στους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Οι γονείς όμως έχουν πάρει κάποια μέτρα και δεν αφήνουν τα παιδιά να παίζουν μέχρι αργά τη νύχτα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ