«Το μεγάλο μας τσίρκο», «Βίβα Ασπασία», «Οδυσσέα γύρισε σπίτι». Τα παραπάνω, είναι μερικά μόνο από τα θεατρικά έργα που αφήνει πίσω του ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος έφυγε από τη ζωή χθες το μεσημέρι.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η οικογένεια του ακαδημαϊκού Ιάκωβου Καμπανέλλη, που πέθανε στις 29 Μαρτίου, παρακαλεί τους ενδιαφερόμενους αντί για στεφάνια τα χρήματα να διατεθούν στην οργάνωση «Γιατροί χωρίς Σύνορα».
Η εξόδιος ακολουθία του Ακαδημαϊκού Ιάκωβου Καμπανέλλη θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο, 2 Απριλίου 2011, ώρα 11.30 π.μ., στον Ιερό Ναό Αγίας Ζώνης Κυψέλης.
Η ταφή θα γίνει στο Β΄ Νεκροταφείο Αθηνών (Λεωφόρος Ηρακλείου και Τράλλεων, Άνω Πατήσια)
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1922 στη Νάξο. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1935, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νίκαια. Στην Κατοχή, αναμείχθηκε στην Αντίσταση αλλά το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν όπου κρατήθηκε ως τις 5 Μαϊου 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις. Από τη συγκεκριμένη εμπειρία του έγραψε το γνωστό αφηγηματικό έργο «Μαουτχάουζεν» στο οποίο βασίστηκε ο ομότιτλος κύκλος τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης θεωρείται παγκοσμίως ο θεμελιωτής της μεταπολεμικής ελληνικής δραματουργίας και είχε ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Κύπρου, Θεσσαλονίκης και Αθηνών. Το 1999 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην Εδρα της Θεατρικής Δραματουργίας της Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη ενώ του είχε επίσης απονεμηθεί η διάκριση του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος των Ιπποτών του Παναγίου Τάφου.
Τον Ιούλιο του 2008 ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έδωσε μια συγκλονιστική συνέντευξη στο περιοδικό ΒΗΜΑmen:
Eχουν συμβεί μερικά γεγονότα στη ζωή μου όπου αυτό που ήταν δυστυχία έγινε τύχη χρυσή. Πιστεύω πάρα πολύ στην τύχη. Είναι φοβερό πράγμα, «διαβολεμένο». O καημός μου που δεν μπόρεσα να πάω στο πανεπιστήμιο, γιατί έπρεπε να δουλεύω από πολύ μικρός και κατάφερα να τελειώσω μονάχα μια νυχτερινή τεχνική σχολή, μου έσωσε αργότερα τη ζωή. Γιατί, όταν βρέθηκα στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν, αντί να με στείλουν σε κάποιο εξωτερικό συνεργείο, όπου οι συνθήκες ήταν φριχτές, βλέποντας ότι ήμουν τεχνικός σχεδιαστής με έβαλαν να αντιγράφω τα στοιχεία των κρατουμένων σε καρτέλες.
Μήνες αργότερα, όταν εργαζόμουν στο τεχνικό τους γραφείο, ο επικεφαλής SS που μας φρουρούσε κατηγόρησε εμένα και κάποιους άλλους για συνεργασία σε κατασκοπεία. Μας πήγαινε για εκτέλεση, αλλά, καθώς επιστρέφαμε στο στρατόπεδο από ένα εργοτάξιο, μια μοτοσικλέτα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση τον σκότωσε και έτσι γλιτώσαμε.
Xαρακτηριστικό της γενιάς μου είναι ότι μας κυοφορούσε η εποχή. Δύσκολα χρόνια, με φόβο αλλά και ελπίδες για να αγωνιστούμε και να νικήσουμε τις δυσκολίες με το πάθος και το μυαλό μας. Θέλαμε να μιλήσουμε, να έχουμε έναν «λόγο». Γι’ αυτό γράψαμε. Και αυτή είναι η αιτία που υπήρξαμε μια δημιουργική γενιά.
Oταν μου έρχονται η διάθεση και η ανάγκη καταπιεστικά, αφήνω τα πάντα και πηγαίνω να γράψω. Από εκείνη τη στιγμή, δύσκολα θα «εγκαταλείψω» τους χαρακτήρες μου για να κάνω κάτι άλλο. Φορές που έχει χρειαστεί να διακόψω, έχω «τσακώσει» τον εαυτό μου να τους λέει: «Περιμένετε και καθήστε φρόνιμα, δεν θ’ αργήσω».
Eνας θεατρικός συγγραφέας δεν ζει μόνο με τους δικούς του χαρακτήρες, αλλά και με αυτούς του παγκόσμιου θεάτρου. Κουβεντιάζει μαζί τους, δημιουργεί συμπάθειες και αντιπάθειες. Εγώ, για παράδειγμα, αγαπώ την Κλυταιμνήστρα και αντιπαθώ την Ηλέκτρα.
Για να γράψεις για κάποιον χαρακτήρα πρέπει να νιώσεις όπως αυτός. Είναι μια διαδικασία «μεταμόρφωσης». Γίνεσαι κι εσύ ένα από τα πρόσωπα του έργου. Χρειάζεται να είσαι καλός παρατηρητής και να μπορείς να δεις βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, για να καταφέρεις να ζωντανέψεις έναν χαρακτήρα ώστε να συμπεριφερθεί με συνέπεια και πειθώ, σαν να ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος.
Tο θέατρο μπορεί να αναπαριστά κάτι και αυτό να συγκλονίσει περισσότερο απ’ όσο όταν το ίδιο γεγονός συμβαίνει στην πραγματική ζωή. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου. Αυτή με συνάρπασε και με πήγε στον έρωτα του θεάτρου.
Πρέπει να είμαστε πολύ απαιτητικοί με τον εαυτό μας. Υπάρχει πάντοτε η καλύτερη μορφή αυτού που γράφουμε και είναι απόλαυση να εξαντλήσεις τις ικανότητές σου, όσο είναι δυνατόν.
Ο λόγος για να γράψει κανείς δεν μπορεί να είναι απλώς επειδή του αρέσει το θέατρο. Το κίνητρο πρέπει να έχει σχέση με την ύπαρξή του. Στις μέρες μας βέβαια, αυτό είναι πιο δύσκολο από άλλοτε. Oχι γιατί δεν υπάρχει τραγωδία στην κοινωνία μας. Το δράμα όμως στα χρόνια της δεκαετίας ’50-’60 ήταν πιο διακριτό απ’ όσο τώρα. Το να γράψεις δράμα λόγω φτώχειας είναι λιγότερο δύσκολο από το να γράψεις το δράμα ενός ανθρώπου που υποφέρει από μοναξιά.
Η τέχνη δεν διδάσκει. Διαπιστώνει και ύστερα αποκαλύπτει. Το θέατρο είναι η «διάγνωση» της περιπέτειας της ανθρώπινης συνείδησης. Φανερώνει, αλλά δεν δίνει λύσεις. Πρόκειται στην ουσία περί επιστροφής του προβλήματος. O θεατής δεν μπορεί να δει το πρόβλημά του και ο συγγραφέας τού το παραδίδει σε μορφή που να μπορεί να δει τι του συμβαίνει και γιατί.
Οταν βγήκα από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, είχα μια αίσθηση ματαιότητας και έβλεπα τη ζωή με την ωριμότητα ενός γέρου. Αυτή η εμπειρία μου αφαίρεσε στη μελλοντική μου ζωή την τάση που έχει κάθε άνθρωπος να είναι κάποιες στιγμές κακός. Δεν παριστάνω τον άγιο, δεν λέω ότι το κατάφερα. Αλλά ο συναισθηματικός μου κόσμος, η διανόησή μου, η προσωπικότητά μου, συγκροτήθηκαν εκεί. Αν δεν είχα ζήσει αυτή την εμπειρία, δεν θα ήμουν αυτός που είμαι.
Οφείλω πολλά στη γυναίκα μου. Παρ’ ότι περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια, δεν την πείραζε που δεν μπορούσα να της εξασφαλίσω μια ευχάριστη ζωή. Αγάπησε όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και τον συγγραφέα Καμπανέλλη και με τα χρόνια έγινε ο καλύτερος κριτής της δουλειάς μου.
Πυρήνας της ευτυχίας είναι η αγάπη στους δικούς μας. Δεν συγκρίνω καμία χαρά από τη συγγραφική μου ζωή με τη χαρά που παίρνω παίζοντας σκάκι με τη μεγάλη μου εγγονή ή ακούγοντας τα παραμύθια που μου διηγείται η μικρή. Είναι οι πιο ουσιαστικές ώρες ευτυχίας μου.
Θεωρώ τον εαυτό μου ερασιτέχνη συγγραφέα. Δεν γράφω επειδή μπορώ, αλλά επειδή θέλω. Το «θέλω» είναι εσωτερική ανάγκη, το «μπορώ» είναι εμπορευματοποίηση. Το γράψιμο για μένα πρέπει να είναι ανάγκη – υπαρξιακή, ψυχική και εξομολογητική.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ