Site icon TLIFE

Βασίλης Ζούλιας: Η «μάχη» με την ηρωίνη και οι απόπειρες αυτοκτονίας

Υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα στη μόδα και ο πρώτος στιλίστας στα περιοδικά. Ένα φαινόμενο για την εποχή του, που ουσιαστικά το εξαργύρωσε στη δεκαετία του millennium δημιουργώντας τη δική του συλλογή με την επωνυμία του. Όμως τα ναρκωτικά και οι απόπειρες αυτοκτονίας υπήρξαν σταθεροί συνοδοιπόροι στη ζωή του. Μέχρι που μια μέρα άλλαξαν όλα για εκείνον…

Old Athens. Το δικό του brand, μια ολόκληρη φιλοσοφία πίσω από αυτό. Με ένα μαγικό τρόπο τα ρούχα του Βασίλη Ζούλια είναι πιο σύγχρονα και από τα ultimate fashion items. Γιατί έχουν ένα «sui generis» χαρακτήρα. Σαν το δικό του. Το ατελιέ του στεγάζεται στην οδό Ακαδημίας 4, στο διαμέρισμα όπου είχε μείνει η Μελίνα Μερκούρη όταν παντρεύτηκε τον πρώτο της άντρα, τον Χαροκόπο, γόνο πλούσιας οικογένειας, εκεί γύρω στο 1937.

Μυρίζει άρωμα παλιάς Αθήνας ακόμα και στις τελευταίες του λεπτομέρειες. Ακόμα και στην κούπα όπου πίνει το τσάι του, κι ας είμαστε στους καλοκαιρινούς μήνες. Μιλάει ήρεμα, αργά, με απόλυτη σταθερότητα και επίγνωση σε αυτά που λέει. Ακόμα και όταν διηγείται τις πιο σκοτεινές ιστορίες της ζωής του. Γιατί άλλωστε πόσοι μπορούν στα αλήθεια να ξεφύγουν από τα ναρκωτικά και τις τάσεις αυτοκτονίες –η τελευταία παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή– και να καταφέρουν να αναδυθούν από τις στάχτες τους; «Αν κάτι με κράτησε στη ζωή, ήταν η αγάπη μου για τη μόδα» εξομολογείται στο περιοδικό People και την Βένια Καραγιάννη.

Και ήταν αυτή εκείνη η βάρκα με την οποία ξεκίνησε το δικό του ταξίδι στα 15 του χρόνια, όταν αποφάσισε να αφήσει το σχολείο και να δουλέψει ως πωλητής στον Valentino, για να πάρει λίγο αργότερα προαγωγή στον Παρθένη. Κι αυτή είναι η ιστορία του…

Τα πέτρινα χρόνια

Ο Βασίλης γεννήθηκε στη Μήλο. Δύσκολη παιδική ηλικία. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν μικρός, κοντά στα 7 του χρόνια. Κι αυτό έμεινε πάνω του σαν στάμπα σε ένα αραχνοΰφαντο ευαίσθητο μεταξωτό ύφασμα, όπως η ψυχή ενός μικρού αγοριού. «Δεν έχω πολλές αναμνήσεις από τη Μήλο, μόνο από τις διακοπές», εκμυστηρεύεται.

«Θυμάμαι τη γιαγιά μου, ήταν η κλασική γιαγιά του αναγνωστικού βιβλίου – με μαύρα ρούχα, στρογγυλά γυαλιά, που κρατούσε ένα αδράχτι και μαγείρευε σε φούρνο με ξύλα. Στα 7 μου χρόνια, που χώρισαν οριστικά οι γονείς μου, ήρθαμε στην Αθήνα. Tην Αθήνα την ένιωσα αμέσως σπίτι μου, εκεί στη Λ. Αλεξάνδρας όπου μεγάλωσα. Μέχρι τότε αισθανόμουν σαν μια βαλίτσα που πηγαινοερχόταν από εδώ και από εκεί. Το κατάλαβα για τα καλά το διαζύγιο των γονιών μου. Τα ζούσα τα προβλήματά του. Ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια για εμένα. Η μαμά μου ευτυχώς μετά ξαναπαντρεύτηκε και είχε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή της. Όμως με εμένα ήταν διαφορετικά. Ένα παιδάκι δεν αισθάνεται ασφάλεια σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν χτίζεται σωστά η αυτοεκτίμησή του κι αυτό έχει να κάνει με τη διαθεσιμότητα των συναισθημάτων από τους γονείς. Αν δεν υπάρχουν, τότε εκεί δημιουργείται και το πρόβλημα. Ο πατέρας μου ήταν συναισθηματικά απών και μετά απών και σαν φυσική παρουσία. Σήμερα έχουμε καταπληκτική σχέση, τον αγαπώ και τον σέβομαι, αλλά τα παιδικά χρόνια δεν ήταν έτσι. Η μητέρα μου ήταν μια υπέροχη γυναίκα, που πήρε τη ζωή στα χέρια της και διάλεξε το δύσκολο δρόμο, να μεγαλώσει ένα παιδί μόνη της, κάνοντας οποιαδήποτε σκληρή δουλειά. Δεν λέω ότι δεν ήταν παρούσα με τον τρόπο της, όμως έπρεπε να φέρει και τα λεφτά στο σπίτι».

Στο σχολείο ήταν καλός μαθητής, έπαιρνε εύκολα τα γράμματα. Όμως, στα 15 του έκανε την επανάστασή του και τα παράτησε. Λίγο μετά μπήκαν οι πρώτες ουσίες στη ζωή του. Στην αρχή τα χάπια. Στα 19 η ηρωίνη. Παρ’ όλα αυτά, με το που σταμάτησε το σχολείο, ξεκίνησε να δουλεύει. «Ήθελα να φύγω από το σπίτι, να είμαι ανεξάρτητος οικονομικά. Η μητέρα μου ήταν της αμερικανικής σχολής. Έλεγε πως «άμα το παιδί θέλει να πάει να δουλέψει, να το κάνει». Στα 16 μου έκανα την πρώτη μου φωτογράφιση ως στιλίστας, ήταν το 1979 στο περιοδικό Icon, που το είχε o Άρης Τερζόπουλος. Τότε δούλευα στον Παρθένη. Ήταν να κάνει την επιμέλεια μόδας η Κατερίνα Τερζοπούλου αλλά δεν μπορούσε να έρθει. Μου είπε τότε ο Παρθένης «πάρε τα ρούχα και κάνε τη δουλειά». Την άνοιξη του ’80 πήγα στον Μπίλι Μπο. Ήταν φανταστικά για ένα παιδί που ήθελε να ασχοληθεί με τη μόδα. Έκανα τα πάντα. Βιτρίνες, πώληση, σχέδιο, το στάιλινγκ για τις επιδείξεις μόδας και το ’84 μου ζήτησε η Laura de Nigris να κάνω στάιλινγκ στο περιοδικό Γυναίκα. Τότε σκέψου δεν υπήρχε καν αυτός ο όρος. Γράφαμε απλώς «επιμέλεια ρεπορτάζ».

Τα ναρκωτικά όμως ήταν πάντα δίπλα του. Για δέκα ολόκληρα χρόνια. Και δεν ήταν κρυφό στον κύκλο του. «Οι εργοδότες μου το συγχωρούσαν γιατί είχα ταλέντο. Και προσπαθούσαν ο καθένας με τον τρόπο του να με βοηθήσουν, αλλά ο εθισμένος δεν ακούει κανέναν. Απλώς τραβάει το δρόμο του. Η αλήθεια είναι ότι πίνεις για να δουλεύεις και δουλεύεις για να πίνεις, αυτός ήταν ο στόχος μου. Ό,τι και να γινόταν το προηγούμενο βράδυ, θα σηκωνόμουν το πρωί, θα έκανα μπάνιο, θα ντυνόμουν με τα καλύτερα ρούχα και θα πήγαινα να δουλέψω. Σε όποια κατάσταση κι αν ήμουν. Δεν ήμουν από αυτούς που έφτασαν στα πεζοδρόμια. Όχι όμως ότι δεν πέρασα εξευτελισμούς».

Η απόπειρα αυτοκτονίας στα δικαστήρια της Ευελπίδων

Η αστυνομία δεν άργησε να τον συλλάβει. Τη δεύτερη φορά βρισκόταν στο σπίτι της Ματούλας ‒ συνέλαβαν και εκείνη, μάλιστα μπήκε φυλακή. «Η μητέρα μου έμαθε για τα ναρκωτικά όταν μπλέχτηκε και η αστυνομία. Πολύ πόνο της έχω προκαλέσει, όμως το διαχειρίστηκε σωστά και με στήριξε με τρόπο αξιοθαύμαστο. Ήταν δίπλα μου. Θυμάμαι πως όταν είχα πηδήξει από τον πρώτο όροφο από τα δικαστήρια της Ευελπίδων, με πήρε σπίτι να με περιθάλψει».

Ήταν μια ιστορία που γράφτηκε στις εφημερίδες και άλλαξε τον τότε νόμο για τους χρήστες. Η τραγική ειρωνεία της τύχης; Το 1987 έκανε μια φωτογράφιση για το περιοδικό ΚΛΙΚ με τίτλο «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα». Η μαυρόασπρη φωτογραφία τον έδειχνε ως «πτώμα» με διάφορα καρφιτσωμένα ψαλίδια πάνω του. Ένα χρόνο μετά η ίδια πόζα –αληθινή αυτή τη φορά– ήταν στην εφημερίδα Απογευματινή. Ο Βασίλης καταδικάστηκε για κατοχή μικροποσότητας στο δικαστήριο της Ευελπίδων και για να αποφύγει τη φυλακή, την ώρα που του έβγαλαν τις χειροπέδες για να χαιρετήσει τη μητέρα του που είχε παραστεί στη δίκη, ξέφυγε, έτρεξε στο παράθυρο και έπεσε στο κενό». Όμως έζησε. «Ήθελα να πεθάνω. Γενικά ένας εθισμένος θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του. Κάνοντας χρήση άλλωστε πεθαίνεις καθημερινά. Είχα κάνει κι άλλες απόπειρες αυτοκτονίας παλιότερα. Δεν αγαπούσα τη ζωή, δεν αγαπούσα τον εαυτό μου. Κανένας ναρκομανής δεν αγαπάει τον εαυτό του. Η πρώτη μου απόπειρα αυτοκτονίας ήταν όταν ήμουν 7 χρόνων – ήπια χλωρίνη. Ήταν μάλλον μια απόπειρα προσοχής. Αργότερα έκοψα τις φλέβες μου. Στα 15 μου το επιχείρησα ξανά σε συνδυασμό με κάτι χάπια. Όμως όταν πήδηξα από το μπαλκόνι της Ευελπίδων τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Δεν ήθελα να ζήσω. Η πρώτη κουβέντα που είπα στη μάνα μου στο νοσοκομείο ήταν «Γαμώτο ζω» και η δεύτερη «Το παλτό το μάζεψες από το δρόμο;». Μου είχε φέρει να φορέσω στο δικαστήριο ένα παλτό Kenzo με γούνα, ένα αντίστοιχο κοστούμι με ένα μαντίλι Ralph Lauren με λαχούρια και σουέντ παπούτσια Weston. Αυτή η κωμικοτραγική ατάκα που είπα νομίζω ότι λέει πολλά και εξηγούνται ακόμα περισσότερα για μένα».

Ο Βασίλης βγήκε από το νοσοκομείο, άλλαξε σπίτι, έφυγε από το διαμέρισμα στο Κολωνάκι για να «αλλάξει ζωή» και βρήκε πάλι δουλειά στον Άρη Τερζόπουλο. Ήταν τότε που ο πρόεδρος του δικαστηρίου τού ζήτησε προσωπικά συγγνώμη για την άδικη απόφασή του. «Όταν έπεσα από το μπαλκόνι, είχα πει στον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναπιώ. Έλα όμως που ξαναήπια. Ήμουν με τις πατερίτσες ακόμα στο καινούριο μου σπίτι και εκεί που αρχειοθετούσα τα περιοδικά ξεφυλλίζοντας ένα από αυτά έπεσε από τις σελίδες του ένα χαρτάκι με ηρωίνη που είχα φυλάξει. Ξέρεις τι απογοήτευση είναι να έχεις πέσει από το μπαλκόνι και μετά να ξαναπίνεις; Ήμουν 29 χρόνων κι ένιωθα 88, όπως νιώθει δηλαδή κάθε ναρκομανής».

Η απεξάρτηση

Πώς ένας εθισμένος στα ναρκωτικά –δέκα χρόνια σταθερής χρήσης– ζητά βοήθεια και τα καταφέρνει; «Δεν πήγαινε άλλο», εξηγεί ο Βασίλης Ζούλιας. «Και δεν μπορούσα να το κάνω και μόνος μου. Όλα τα χρόνια που έκανα χρήση προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να το κόψω. Κάθε Δευτέρα έλεγα «θα το κόψω». Ήμουν από αυτούς που ταλαιπωρούνται, το κόβουν και μετά πάλι από την αρχή. Έπιασα συναισθηματικό πάτο. Η ψυχή μου πια δεν άντεχε, ήμουν ώριμο φρούτο. Τότε είχαν ξεκινήσει οι ομάδες – ουσιαστικά είναι το πρόγραμμα απεξάρτησης των 12 βημάτων, όπου πηγαίνω ακόμα, όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί θέλω. Εκεί ουσιαστικά έκανα την παραδοχή ότι είμαι ναρκομανής, ότι θέλω βοήθεια και αφέθηκα στη βοήθεια αυτήν. Από τον Οκτώβριο του 1992 που μπήκα στο πρόγραμμα είμαι σε πλήρη αποχή από όλες τις ουσίες και 25 χρόνια καθαρός. Δεν έκανα και καμία υποτροπή. Είχα κάνει όλες μου τις υποτροπές πριν μπω στο πρόγραμμα».

Διάβασε όλη τη συνέντευξη στο People που κυκλοφορεί

© 2024 tlife.gr