Μπορεί μια επίσκεψη στον ψυχολόγο να αποδειχτεί σωτήρια; Τι πρέπει να γνωρίζεις για το ρόλο του ειδικού, με ποιον τρόπο βοηθά στην επίλυση των προβλημάτων και τι πρέπει να κάνει ο γονιός για να είναι η θεραπεία αποτελεσματική;
Η άγνοια, η σύγχυση και το κοινωνικό ταμπού
“Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν σαφή αντίληψη του επαγγέλματος του ψυχολόγου και παρερμηνεύουν τις δυνατότητές του ή και τις προθέσεις του. Αναρωτιούνται μήπως μιλώντας στον ψυχολόγο εκτίθενται οι ίδιοι και τα παιδιά τους, ενώ -λίγοι πια- ανησυχούν μήπως το γεγονός ότι απευθύνονται σε ειδικό δείχνει αδυναμία από πλευράς τους ή υποδηλώνει κάποια πάθηση και κάποια σοβαρή δυσλειτουργία” λέει η Αλεξάνδρα Καππάτου, Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνει ο γονιός;
Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Καππάτου:
– Ο γονιός θα πρέπει καταρχάς να αποδεχτεί ότι ο γιος ή η κόρη του αντιμετωπίζει προβλήματα και έχει ανάγκη τη βοήθεια ενός “τρίτου”. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο για το γονεϊκό εγωισμό, λαμβάνοντας υπόψη και τις ενοχές που συνήθως αισθάνεται ο πατέρας ή η μητέρα.
– Στη συνέχεια ο γονιός θα πρέπει να δεχτεί να αφηγηθεί την οικογενειακή του ιστορία σε έναν ειδικό, με όλα όσα “δεν λέγονται” ή κρατιούνται μυστικά.
– Για να αποδώσει η επίσκεψη στον ψυχολόγο, ο γονιός πρέπει να έχει πεισθεί ότι απευθύνεται σε έναν ειδικό επαγγελματία που έχει εκπαιδευτεί στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο ανθρώπινος ψυχισμός. Η αδυναμία ενός ανθρώπου να επιλύσει μόνος του ένα ψυχικό πρόβλημα δεν θα έπρεπε να θεωρείται μειωτική για την προσωπικότητά του και είναι σαφές ότι η αυτάρκεια στην επίλυση των προβλημάτων αποτελεί πλάνη.
Πως βοηθά ο Ψυχολόγος;
“Ο ψυχολόγος ασχολείται με την μελέτη και την έρευνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ψυχικής οργάνωσης, από τη φυσιολογική μέχρι την παθολογική. Πιο συγκεκριμένα, με ειδικές δοκιμασίες αξιολογεί τις ικανότητες και τις τάσεις του ατόμου, και διερευνά τα προβλήματα του στο νοητικό και συναισθηματικό τομέα και στη συμπεριφορά. Σε εκείνους που τον επισκέπτονται παρέχει έπειτα από αξιολόγηση, συμβουλές, ανάλογα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Τέλος, με διάφορες μεθόδους θεραπείας αντιμετωπίζει τα ψυχολογικά προβλήματα που παρουσιάζουν ενήλικες και παιδιά.
Τέτοια προβλήματα είναι το άγχος, οι φοβίες, οι δυσκολίες στην επικοινωνία, τα προβλήματα συμπεριφοράς κ.α. Στον ψυχολόγο απευθύνεται όποιος αντιμετωπίζει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, χωρίς αναγκαστικά το πρόβλημα αυτό να ανάγεται στη σφαίρα της ψυχικής ασθένειας”, εξηγεί η κυρία Καππάτου.
Η πρόληψη, ο στόχος και η διαδικασία
– Σε περίπτωση, που ένα παιδί παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα ή μπλοκάρισμα το οποίο δεν υποχωρεί, μια επίσκεψη στον ψυχολόγο μπορεί να είναι ακόμα και σωτήρια. Όσο αφήνουμε το πρόβλημα, υπάρχει πιθανότητα να επιδεινωθεί και ένα ελαφρύ σύμπτωμα, που μόλις έχει ξεκινήσει, μπορεί να καταλήξει να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη λειτουργία ίσως και στον ψυχισμό του παιδιού. Επιβάλλεται, επομένως, οι γονείς να δρουν προληπτικά.
– Μερικές φορές, για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος αρκεί οι γονείς να διαφοροποιήσουν τη στάση τους και να ακολουθήσουν στο εξής ένα νέο πρότυπο συμπεριφοράς προς το παιδί. Το πρότυπο αυτό μπορεί να τους το υποδείξει ο ψυχολόγος, ο οποίος και θα τους καθοδηγήσει κατά την εφαρμογή του.
– Στόχος του ψυχολόγου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να βοηθηθούν οι γονείς, ώστε να μπορέσουν να βελτιώσουν, να αλλάξουν ή να διαπραγματευτούν εκ νέου αυτό που χρειάζεται, π.χ. τη στάση τους σε κάποιο θέμα, προκειμένου να βοηθήσουν το παιδί τους. Επισκεπτόμενοι τον ειδικό, έχουν κάνει ήδη ένα τεράστιο βήμα. Σε άλλες περιπτώσεις ίσως χρειάζεται για κάποιο διάστημα ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση του παιδιού ή και συμμετοχή επιστημόνων άλλων ειδικοτήτων.
– Για τον ψυχολόγο, κάθε παιδί είναι μια ξεχωριστή οντότητα. Έτσι, κάθε φορά καλείται να απαντήσει σε διάφορα ερωτήματα όπως: ποια είναι η αιτία για την οποία το συγκεκριμένο παιδί λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, πως έφτασε σε αυτό το σημείο, σε ποιον από την οικογένεια μπορεί να υπολογίζει για την βελτίωση της κατάστασης του παιδιού κ.λπ.
– Μερικές φορές στις δυσκολίες προστίθεται και η άρνηση του ίδιου του παιδιού, αλλά τις περισσότερες φορές τόσο το μικρό παιδί όσο και ο έφηβος είναι πολλοί συνεργάσιμοι. Συνήθως αισθάνονται εμπιστοσύνη και μιλούν ανοιχτά στο ψυχολόγο.
Ο ψυχολόγος επιθυμεί γενικά να συναντήσει και τους δυο γονείς και το παιδί. Καθένας από τους γονείς εκφράζει τους λόγους που ζητάει βοήθεια, εξηγεί πώς βλέπει από την πλευρά του το πρόβλημα και συνθέτει την ιστορία του ατόμου και της οικογένειας. Το απλό γεγονός ότι μιλούν σε ένα τρίτο, που είναι “ειδικός”, ακόμη και αν δεν ήταν πολύ θετικοί ο ένας απέναντι στον άλλον, τους επιτρέπει όχι μόνο να εκφραστούν αλλά και να διαλύσουν τυχόν παρεξηγήσεις που τους χώριζαν. Στη συνέχεια αυτών των πρώτων συναντήσεων (γενικά μιας ή δυο), ο ψυχολόγος προτείνει να συναντήσει το μικρό παιδί ή τον έφηβο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ