Λέμε στα παιδιά την αλήθεια, διατηρούμε και μεταδίδουμε την ψυχραιμία μας και τους μιλάμε με απλό και κατανοητό λεξιλόγιο. Αυτές είναι οι τρεις βασικές οδηγίες που δίνουν οι ειδικοί για τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε και να διαχειριστούμε τα παιδιά μετά τα γεγονότα μιας φυσικής καταστροφής. Αυτοί είναι οι χειρισμοί που συμβουλεύουν να ακολουθήσουμε και τώρα, μετά την φονική πυρκαγιά που σημειώθηκε στην Ανατολική Αττική και τις συγκλονιστικές ιστορίες που έρχονται συνεχώς στο φως της δημοσιότητας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Φυσικά, ίσως το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνει κάθε γονιός είναι να απομακρύνει τα παιδιά από την τηλεόραση και το διαδίκτυο, αφού δεν υπάρχει λόγος να εκτίθενται στο οπτικό υλικό που αναμεταδίδεται από τις πληγείσες περιοχές. Ωστόσο, ο ενήλικας που έχει τη δυνατότητα να επιλέξει για τον εαυτό του να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και να μάθει τις τραγικές ατομικές ιστορίες που προκύπτουν από τα πρόσφατα γεγονότα, θα πρέπει να έχει επεξεργαστεί πρωτίστως ο ίδιος τις πληροφορίες που έχει λάβει και να ξεκαθαρίσει το περιεχόμενο που θα μεταφέρει τελικά στα παιδιά. Όπως λέει στο Tlife η ψυχίατρος και θεραπεύτρια οικογένειας, Αλεξία Κλεισούρα: “Πριν επιχειρήσουν οι γονείς να εξηγήσουν στα παιδιά τι έχει συμβεί, θα πρέπει ο καθένας να έχει κάνει μια διεργασία μέσα του, να έχει αντιληφθεί την έκταση και την ένταση των γεγονότων και έπειτα να μιλήσει με ψυχραιμία στα παιδιά”. Η ίδια επισημαίνει: “Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει οι γονείς να αποκρύπτουν τα γεγονότα από τα παιδιά. Ωστόσο, πρέπει να φροντίζουν να προσαρμόζουν την αλήθεια στην αντίστοιχη ηλικία του κάθε παιδιού, αλλά και τις εξατομικευμένες ανάγκες του. Πέρα από τις γενικές οδηγίες, θα πρέπει ο καθένας να αφουγκραστεί και τι μπορεί να αντέξει το παιδί του. Και φυσικά, οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι πάντοτε προσαρμοσμένες στο λεξιλόγιο του κάθε παιδιού”.
Οι ειδικοί τονίζουν πως, μιλώντας στα παιδιά για την πυρκαγιά και όσα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά της, σημαντικό είναι οι γονείς να μην μεταδίδουν τον δικό τους τρόμο και πανικό, αλλά να εστιάζουν στην προσωπική ψυχραιμία που πρέπει να διατηρήσει ο καθένας και στη συνεργασία που πρέπει να αναπτύσσεται σε μία στιγμή κρίσης. Εκείνο που χρειάζεται να τους γίνει κατανοητό είναι πως σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να ακούμε τις γενικές οδηγίες που δίνονται από τους επίσημους φορείς και να συνεργαζόμαστε μεταξύ μας.
Επιπλέον, θα πρέπει οι γονείς να επιδείξουν σταθερότητα στην αντιμετώπισή τους, αφού όπως λέει η ψυχίατρος: “Επειδή οι συζητήσεις μεταξύ ενηλίκων αυτή την περίοδο έχουν μεγάλη ένταση και είναι επικεντρωμένες σε αυτό το ζήτημα, θα πρέπει οι γονείς να είναι προσεκτικοί όταν τα παιδιά είναι παρόντα. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο ο καθένας να έχει κάνει μια εσωτερική διεργασία, ώστε να καταφέρει να λειτουργεί με σταθερότητα απέναντι στο παιδί. Την ίδια στιγμή, είναι ανούσιο να προσπαθήσει ο γονέας να καθησυχάσει το παιδί, χωρίς να μεταφέρει και τη λύπη του και αποκρύπτοντας το γεγονός πως συνέβησαν άσχημα πράγματα. Διαφορετικά, το παιδί κινδυνεύει να πληροφορηθεί για τα γεγονότα από εξωτερικούς παράγοντες. Και να μην ξεχνάμε πως δύο παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν στρες στα παιδιά είναι αφενός η ελλιπής πληροφόρηση, και αφετέρου οι υπερβολικά πολλές πληροφορίες, τις οποίες δεν αντέχουν. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο το μέτρο”.
Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση με τα παιδιά γύρω από το θέμα δεν μπορεί να είναι ένα μεμονωμένο και σύντομο γεγονός, αλλά απαιτεί χρόνο τον οποίο οι γονείς πρέπει να επενδύσουν στα παιδιά τους. Μάλιστα, όπως τονίζει η ψυχίατρος: “Οι γονείς πρέπει να είναι άμεσα διαθέσιμοι για τις επόμενες ώρες, ημέρες ή όσο χρόνο χρειαστεί, ώστε τα παιδιά να έχουν το περιθώριο να επεξεργαστούν τις πληροφορίες και αν το θελήσουν να επανέλθουν στη συζήτηση σε δεύτερο χρόνο. Χρειάζεται να είναι ‘ανοιχτοί’ και να ακούσουν τις απορίες που μπορεί να προκύψουν από τα παιδιά τους και κυρίως να αντιληφθούν τα συναισθήματα που θα αναδυθούν”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ