Καλησπέρα σε όλες και όλους! Αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία που με ταλαιπώρησε ψυχολογικά εδώ και χρόνια…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Πριν από πέντε χρόνια γνώρισα τον Κ. στον τόπο καταγωγής μου. Είχα βγει ένα βράδυ με μια φίλη μου, εκείνος έτυχε να βρίσκεται στο ίδιο μαγαζί, η φίλη μου τον γνώριζε και συστηθήκαμε. Γίναμε όλοι μια παρέα, περάσαμε καλά και στο τέλος της βραδιάς ζήτησε τα τηλέφωνά μας για να ξαναβρεθούμε. Όταν μετά από μια βδομάδα μου έστειλε μήνυμα να βγούμε οι δυο μας, κατάλαβα ότι είχε πάρει μόνο το δικό μου τηλέφωνο και όχι της φίλης μου. Βγήκαμε και μετά από μερικές μέρες (κατά τη διάρκεια των οποίων μου έστελνε μηνύματα), κατάλαβα πως θέλει κάτι παραπάνω από μένα. Πράγματι, μετά από δύο μήνες που ήρθε στην πόλη που σπούδαζα, μου αποκάλυψε τα συναισθήματα και τις προθέσεις του. Εκτίμησα την ειλικρίνειά του, ωστόσο του εξήγησα πως δεν μπορώ να ανταποκριθώ. Ήμουν ήδη σε μια σχέση και τα συναισθήματά μου για εκείνον ήταν μόνο φιλικά. Δήλωσε πρόθυμος να αρκεστεί στη φιλία μου. Κρατήσαμε λοιπόν μια τυπική επαφή (έναν καφέ και δυο ευχές τα Χριστούγεννα και το Πάσχα). Αυτό με έβγαλε από τη δύσκολη θέση να τον απορρίψω και να του το ξεκόψω απότομα, δεν φανταζόμουν όμως τι θα ακολουθούσε…
Για κακή μου τύχη, ο Κ. είναι γιος μιας γειτόνισσάς μας, οι οικογένειές μας γνωρίζονται πολλά χρόνια. Είναι έξι χρόνια μεγαλύτερός μου, ζει και εργάζεται στην πόλη μας (εγώ ζω στην πόλη των σπουδών μου και συνέχισα με μεταπτυχιακές σπουδές). Θεώρησα λοιπόν καλό να ενημερώσω τη μητέρα μου για το περιστατικό, γιατί στην κλειστή κοινωνία της πόλης μας όλα μαθαίνονται γρήγορα και δεν ήθελα να το μάθει από τρίτους. Ο Κ. όμως συνάντησε κάποια στιγμή τον πατέρα μου τυχαία και άρχισε να του λέει πόσο τον συμπαθεί, του μιλούσε για μένα με θαυμασμό κλπ. Όταν ο πατέρας μου επέστρεψε στο σπίτι, έγινε χαμός: “Ο Κ. είναι ένα πολύ καλό παιδί και εσύ είσαι ψηλομύτα, δεν τον θες. Μεγαλοπιάστηκες με τα διδακτορικά σου και σου πέφτει λίγος!” Από τότε δεν έχανε ευκαιρία να μου το υπενθυμίζει και να με κάνει να νιώθω άσχημα. Κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και έκλαιγα μόνη κρυφά, γιατί ένιωθα πως δεν με καταλαβαίνει. Δεν μπορούσε να δει πως ουσιαστικά δεν ταιριάζω με αυτόν τον άνθρωπο, το μόνο κοινό που έχουμε είναι η γειτονιά μας. Οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις μας, οι στόχοι μας, οι απόψεις μας για τη ζωή δεν συγκλίνουν. Και το κυριότερο, δεν με ελκύει ερωτικά. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου είναι σε άλλη πόλη και δεν μπορώ να εγκαταλείψω τις προοπτικές μου για να με καμαρώσουν οι γονείς μου νύφη δίπλα του. Το γεγονός πως οι γονείς μου τον είδαν σαν ευκαιρία για την “αποκατάστασή” μου με εξόργιζε. Κι όταν συνειδητοποίησα πως όσες φορές βγήκαμε, εντελώς τυχαία (!) περνούσαν οι φίλοι του να μας δουν (ήθελε να τους δείξει το “τρόπαιο” που προσπαθεί να κατακτήσει), έδωσα τέλος στις “φιλικές” συναντήσεις μας.
Πριν από μερικούς μήνες, κι ενώ πέρασαν πέντε χρόνια με την τυπική επικοινωνία που προανέφερα, ο Κ. μου ζήτησε να βρεθούμε. Προσπάθησα να τον αποφύγω με κάποια δικαιολογία αλλά στο τέλος υποχώρησα. Στην τελευταία αυτή συνάντηση με ρωτούσε για αρκετή ώρα αν έχω κάποια σχέση, κι όταν του απάντησα αρνητικά, εκείνος πήρε θάρρος κι άρχισε να με ρωτά αν οι γονείς μου με πιέζουν να παντρευτώ τώρα που πλησιάζω τα 30, αν έχουν βάλει κάτι στην άκρη για να με βοηθήσουν με τον γάμο μου (!) κι άλλα παρόμοια. Ενοχλημένη από τις ερωτήσεις του, ζήτησα να φύγουμε. Εκείνος όμως μου ζήτησε και πάλι να κάνουμε μια προσπάθεια για σχέση. Μου είπε ξανά πως με θαυμάζει, πως μαζί μου μαθαίνει ένα σωρό καινούρια πράγματα, πως θέλει δίπλα του μια γυναίκα με το δικό μου μορφωτικό επίπεδο, για να τον κάνει καλύτερο. Θεωρεί πως είμαι η ιδανική για αυτόν και όλα αυτά τα χρόνια δεν έκανε καμία αξιόλογη σχέση ή γνωριμία. Ξαφνιάστηκα, γιατί ήλπιζα πως μετά από τόσα χρόνια είχε κατορθώσει να διαχειριστεί την απόρριψή μου, πως είχε βρει κάποια άλλη να τον ενδιαφέρει. Η απάντησή μου ήταν για άλλη μια φορά αρνητική. Παρά το γεγονός πως είμαι δυόμισι χρόνια μόνη, δεν τον είδα σαν “καβάντζα”. Δεν αξίζει σε κανένα τέτοια μεταχείριση.
Μετά την τελευταία άρνησή μου, δεν επικοινωνήσαμε ξανά. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, και για εκείνον και για μένα. Οι γονείς μου δεν λένε πια τίποτα, ενίοτε μόνο κάνουν νύξεις για τη “χαμένη ευκαιρία”, αλλά ως εκεί. Είναι οι γονείς μου, τους αγαπώ και τους οφείλω πολλά, όχι όμως την προσωπική μου ευτυχία στο βωμό της δικής τους. Εξακολουθώ να είμαι μόνη, αλλά δεν με προβληματίζει καθόλου αυτό. Ακολουθώ τους στόχους μου και προσπαθώ να βελτιώσω τη ζωή μου σε όλα τα επίπεδα, παρά τις δυσκολίες που ανακύπτουν (όπως όλοι μας, εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας). Είναι στο χέρι του καθενός μας να ζει όπως επιθυμεί, ανεξάρτητα από τις επιρροές του περιβάλλοντός του. Οι επιθυμίες μας δεν συμπίπτουν πάντα με τις επιθυμίες των άλλων, ωστόσο δεν πρέπει να τις παραγκωνίζουμε για να μη δυσαρεστήσουμε τα “καλά παιδιά” που παρουσιάζονται κατά καιρούς στο δρόμο μας. Με συμβιβασμούς και ημίμετρα κανείς δεν έγινε ευτυχισμένος… Σωστά;
Αθηνά
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ