Γεια σας!
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Είχα πέντε χρόνια σχέση. Εγώ από πάντα λόγω απωθημένων από βιώματα γονέων ήμουν άκρως απορριπτική απέναντι στον σύντροφο. Έβριζα, μείωνα, τον είχα προσβάλλει, γενικώς φαινόταν ότι δεν τον αποδεχόμουν κι έβγαζα το άχτι μου λες και ήταν το μαξιλάρι μου. Του έβριζα τη μάνα η οποία είναι νεκρή και δεν τη γνώρισε ποτέ… Γενικώς το παιδί αυτό δεν είχε γνωρίσει φυσιολογική οικογένεια. Είχα φτάσει στο σημείο να τον χτυπήσω.
Εκείνος από την πλευρά του, πάντα δοτικός… Να με συνεφέρει, να με βοηθήσει, να με στηρίξει… Ήταν πάντα εκεί. Δεν με πείραζε όταν ξέφευγα, δεν ανταπέδιδε τα βρισίδια, αλλά προσπαθούσε να με ηρεμήσει με διάλογο.
Ήθελε να παντρευτούμε. Μου έλεγε: “Έλα να μείνουμε μαζί. Οι γονείς σου σε καταστρέφουν”. (Με είχε δει άπειρες φορές να λιώνω στα κλάματα από κάποια προσβολή του πατέρα μου). Δούλευε πάντα για να πηγαίνουμε όπου ήθελα, να μην έχω παράπονο μιας και πάντα είχα το ανικανοποίητο μέσα μου -όπως και ο πατέρας μου.
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, φαινόταν να εξαντλείται από τους συνεχείς καβγάδες άνευ λόγου και αιτίας. Έπρεπε να συζητάμε φωνάζοντας ένα θέμα επί ώρες, ξάγρυπνος, παρακαλώντας με να καταλάβω τι λέει. Απορρίψεις στα τηλέφωνα…
Με προειδοποίησε το καλοκαίρι ότι τα όριά του εξαντλούνται. Χαμπάρι εγώ…
Δούλευε εκτός Αθηνών για να μαζέψει λεφτά να λογοδοθούμε κλπ. Με παίρνει τηλέφωνο. Δεν απαντούσα. Πήρε τη μητέρα μου μιας και είχαμε γίνει οικογένεια. Και μόλις το έμαθα, αφού με βρήκε στο τηλέφωνο -εκείνος Αλεξανδρούπολη, εγώ εδώ- τον έκραξα άγρια: Είσαι ο χειρότερος που έχω γνωρίσει, καλά να πάθεις και ταλαιπωρείσαι έτσι, όταν κατέβεις Αθήνα θα μιλήσουμε… (δηλαδή να χωρίσουμε). Εκείνος κουρέλι.
Έρχεται, μπαίνει στο αμάξι, του λέω “τέλος” γιατί δεν μπορώ… δεν ξέρω… Είχαν πάρει τα μυαλά μου αέρα. Γενικώς την είχα ψωνίσει. Παρόλα αυτά, συναντιόμασταν. Με βοηθούσε. Δεν ξεκόψαμε γιατί πίστευα ότι θα ήταν πάντα εκεί.
Μετά από έναν τσακωμό με τον πατέρα μου, στον οποίο ήταν μπροστά, με πήγε βόλτα με το αμάξι. Του ξαναλέω χωρίζουμε, πιέζομαι, δεν ξέρω τι φταίει… Εγώ, εσύ, οι δικοί μου… Μου λέει: “Με χωρίζεις για τους γονεις σου; Εάν είναι να είσαι ευτυχισμένη και είμαι εγώ το πρόβλημα να πάω να γ@#% ο μ%$#@*”. Και αραιώσαμε κι άλλο.
Λοιπόν, πάλι όμως βρισκόμασταν και με βοηθούσε που έψαχνα για αμάξι. Τα νεύρα του όμως φαινόντουσαν σπασμένα και η υπομονή του ελάχιστη. Πλέον στους καβγάδες οι λόγοι ήταν ανύπαρκτοι, ανούσιοι.
Είχε αποστασιοποιηθεί και την τελευταία μέρα του λέω: Θα έρθεις να κοιμηθούμε μαζί. Μου λέει: Στέλλα, να έρθω, να κάνουμε σεξ και να μου πεις την επομένη τέλος πάλι, δεν μου λέει κάτι. Του λέω: Έλα και θα δούμε.
Ήρθε. Τον έβρισα γιατί τα είχα παρμένα γενικώς. Και μου λέει: Στέλλα, εγώ έτσι θέλω να είμαστε, αγκαλιά. Εσύ θέλεις; “Όχι” του λέω. Με ρωτάει: Με αγαπάς; Μιας και ποτέ δεν ανταποκρίθηκα στα “σ’αγαπώ”. Πίστευα ότι ήταν ντροπή να δείχνεις την αγάπη σου.
Μου είπε: Τέρμα! Αυτό ήταν, τελείωσε. Έχω χάσει κάθε αξιοπρέπεια ανδρική, έχω χάσει τον εαυτό μου… Δεν φταις εσύ, εγώ φταίω. Σε αγαπάω, σε λατρεύω, αλλά μόνο εγώ -εσύ όχι. Πρέπει να φύγω. Μακάρι να συναντηθούμε σε δυο χρόνια και να είμαστε πιο ώριμοι.
Μου λέει στην πορεία: Επειδή ντρέπομαι για αυτά που έχω τραβήξει και δεν τα έχω πει σε κανέναν, μπήκα σε ένα chat μια μέρα και μίλησα με μια άγνωστη. Δεν επεδίωξα να είναι γυναίκα και της μιλάω από τότε για σένα. Μόνο για σένα λέμε. Να ξαναπροσπαθήσουμε… Αλλά, ρε Στέλλα, μου λέει λόγια τα οποία δεν τα άκουσα ποτέ από το στόμα σου πέντε χρόνια. Όπως, αν έχω να φάω ή να με ακούσεις τι πρόβλημα έχω. Κάθε φορά που σου έλεγα ένα πρόβλημά μου, μου έλεγες: δεν με νοιάζει.
Τέλος πάντων, τον έβρισα που μπήκε σε chat. Ήθελε να μου δώσει το σταυρό της μάνας του, αρνήθηκα βεβαίως και του είπα: Πήγαινε να βρεις καμιά γυναίκα να σου αξίζει, εγώ σε είχα για πέταμα.
Μου λέει: Πάντα φοβόμουν μην με διώξεις εσύ. Και τώρα πρέπει να φύγω. Εγώ δεν θέλω να καταντήσω σαν τον πατέρα μου που παντρεύτηκε μια γυναίκα που δεν τον αγαπάει. Σε λατρεύω, να προσέχεις. (Ήθελε να με πάρει αγκαλιά)
Μετά από δυο μέρες τον πήρα γιατί θα έφευγε για δουλειά εκτός πάλι και άρχισα να τον πιέζω πάλι με το chat. Μου είπε: Στέλλα, δεν θα διορθωθείς ποτέ. Με παίρνεις τηλέφωνο, χαίρομαι γιατί λέω σκέφτηκε αυτή η κοπέλα…
Και τον έβρισα πάλι.
Και μου λέει: Στελλα, αυτή η κοπέλα (με νεύρα) μου είχε πει πως αν δεν τα βρούμε εμείς θα ήθελε να με γνωρίσει και το σκέφτομαι γιατί δεν αντέχω άλλο. Την επόμενη μέρα με πήρε και μου είπε ότι είναι ξεφτίλας και ότι με αυτήν την κοπέλα προσπάθησε να κάνει κάτι και δεν μπόρεσε.
Γενικά είναι άνθρωπος ο οποίος δεν έχει μάθει στα ψέματα. Τα σιχαινόταν. Μου είπε: Μακάρι να τον καταλάβω.
Ε λοιπόν από τότε με κυνήγησε να μου εξηγήσει, να τον συγχωρέσω. Τον απέρριπτα. Έβλεπα ότι ήταν πολύ πιεσμένος, μου άφηνε μηνύματα, έπαιρνε τους φίλους μου, πήρε τους δικούς μου να τους πει ευχαριστώ για όλα κλπ…. Συνέχισε να είναι με αυτήν την κοπέλα για κάποιο διάστημα αλλά χώρισαν.
Μου έστελνε μηνύματα ότι ήθελε να απαγκιστρωθεί από αυτήν τη σχέση και ότι είχε φτάει στα όριά του. Και που ήταν με την άλλη, συζητούσαν για εμάς. Το εξακρίβωσα.
Λοιπόν, αφού χώρισαν, του έστειλα αν θέλει να μιλήσουμε. Είπε ναι και ανοίξαμε το κουτί με τα παράπονά του. Δεν έκλεινε με τίποτα. Κλάματα… μιας κι εγώ όσο ήμασταν χώρια, σκέφτηκα… Τι έκανα για να κρατήσω αυτόν τον άνθρωπο; Τίποτα. Τον πέταξα. Εγώ θα με άντεχα; Όχι.
Και τώρα προσπαθούμε να σταθούμε στα πόδια μας, μπας και μπορέσουμε να το ξαναπάρουμε από την αρχή. Έχει αλλάξει. Έχω αλλάξει. Πάμε σε ψυχολόγο.
Η ψυχολόγος με κράζει… Ότι έχω σταθεί σε λάθος κομμάτι, ότι εκείνος μπόρεσε τόσο γρήγορα να προχωρήσει. Και μου λέει ότι είναι δικαίωμά του να κάνει ό,τι θέλει μετά από τέτοιο “ξέσκισμα” ηθικό.
Stellou90
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ