Ταξίδευα για Κρήτη. Μόνη μου. Οι φίλες μου ήταν ήδη εκεί και με περίμεναν. Είχα οργανωθεί για το πολύωρο ταξίδι. Βιβλία, mp3, περιοδικά, ό,τι θα με βοηθούσε να ξορκίσω τη βαρεμάρα. Καθόμουν στο κατάστρωμα και σκεφτόμουν πόσο χρειαζόμουν λίγες μέρες ξεκούρασης μετά το πήξιμο που είχα φάει ένα χρόνο στη δουλειά.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σχέση δεν είχα, ούτε καμία εκκρεμότητα συναισθηματική. Ούτε ήθελα μπλεξίματα. Ήθελα μόνο να περάσω καλά με τις φίλες μου, που όλη τη χρονιά τις είχα σχεδόν χάσει αφού όλες δουλεύαμε ατελείωτες ώρες.
Ναι, καλά! “Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει” λένε. Τον είδα ξαφνικά μπροστά μου. Με τα μαύρα γυαλιά του και τη μικρή βαλίτσα του. Μόνος κι εκείνος. Όλα τα τραπεζάκια στο κατάστρωμα σχεδόν άδεια. Περιπλανήθηκε λίγο και ήρθε δειλά προς το μέρος μου. Έκανα πως διάβαζα. “Να καθίσω;”, με ρώτησε. “Και δεν κάθεσαι;”, απάντησα. Όμορφος, ψηλός, ηλιοκαμένος. Πιάσαμε την κουβέντα. Έμενε μόνιμα στο νησί αλλά ανεβοκατέβαινε στην Αθήνα για δουλειές. Είχε κάτι δωμάτια που τα νοίκιαζε σε τουρίστες όλο το χρόνο. Ήταν 33, είχε χωρίσει πριν από έξι μήνες από μια σχέση πολλών χρόνων, ήταν -ευτυχώς- έξυπνος, με έκανε να γελάω και με φλέρταρε διακριτικά.
Συνήθως είμαι πολύ σφιγμένη και δεν πολυμιλάω. Με εκείνον όμως ένιωσα από την αρχή πολύ άνετα. Είπα κι εγώ τα δικά μου, για τη δουλειά κυρίως, αφού η προσωπική μου ζωή βρισκόταν σε ένα τέλμα. Η ώρα περνούσε πολύ γρήγορα και φτάσαμε στο νησί χωρίς καν να το καταλάβω. Οι φίλες μου θα με περίμεναν στο λιμάνι. Χαιρετηθήκαμε, με φίλησε στο μάγουλο και ξεκίνησε να φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν μου ζήτησε τηλέφωνο, δεν μου είπε τίποτα. Απογοητεύτηκα. Ξαφνικά, ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Ήταν εκείνος. “Δεν θέλω να γίνω ενοχλητικός, αλλά θα ήθελα να σε ξαναδώ. Θα ήθελες να μου δώσεις το τηλέφωνο σου;”
Μου έστειλε μήνυμα το ίδιο βράδυ. Πήγαμε για ποτό. Ένιωθα σαν να τον ξέρω χρόνια. Πρώτη φορά ήμουν τόσο άνετη με άντρα που ήξερα τόσο λίγο. Μετά πήγαμε βόλτα στην παραλία. Κάθισα σε μια ξαπλώστρα. “Κάνε πιο κει”, μου είπε και στριμώχτηκε δίπλα μου. Κοιτούσαμε τα αστέρια και λέγαμε χαζομάρες. Γελούσαμε. Ξαφνικά, έσκυψε και με φίλησε. Βρεθήκαμε να κάνουμε σεξ εκεί στην ξαπλώστρα. Πρωτόγνωρο για μένα. Είμαι συνήθως πολύ συντηρητική. Και ξενέρωτη μπορείς να με πεις…
Ήταν τέλεια. Δεν ήξερα αν θα τον ξαναδώ, δεν με ενδιέφερε να σκεφτώ το αύριο, κάθε στιγμή ήταν μοναδική και ήθελα να τη ζήσω όσο πιο έντονα γινόταν. Με πήγε στο δωμάτιο, όπου έμενα με τα κορίτσια, με φίλησε κι έφυγε.
Την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο το πρωί. Ήρθε μαζί μας για μπάνιο, εγκλιματίστηκε αμέσως, και τα κορίτσια τον συμπάθησαν όλες πολύ. Το βράδυ κοιμηθήκαμε μαζί. Έτσι κύλησαν όλες οι μέρες. Θα έφευγα την επομένη. Δεν είχαμε κουβεντιάσει τίποτα για το τι και αν θα γινόταν μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα. Θα συνεχίζαμε; Δεν ήξερα. Και φοβόμουν να ρωτήσω. Είχα αρχίσει να δένομαι. Ήξερα όμως πως αυτές οι ιστορίες δεν κρατάνε. Και πως μια σχέση από απόσταση μπορεί να σου τσακίσει τα νεύρα. Έφυγα με την απορία.
Μόλις έφτασα στο λιμάνι του Πειραιά, με πήρε τηλέφωνο. Να μου πει ότι του λείπω. Μου φάνηκε υπερβολικό αλλά μ’ άρεσε. Τις επόμενες μέρες μιλούσαμε ασταμάτητα. Τηλέφωνα, μηνύματα. Πριν περάσει εβδομάδα, “Θα έρθω”, μου είπε, “δεν αντέχω, θέλω να σε δω…”
Ήρθε και ήταν τέλεια. Φύγαμε Σαββατοκύριακο. Δεν είχα κανέναν λόγο να γκρινιάξω, ήταν υπέροχος, ήταν όλα όσα είχα φανταστεί τη δύσκολη περίοδο μοναξιάς που προηγήθηκε.
Δεν ξέρω τι θα γίνει. Είπαμε να το δοκιμάσουμε. Φοβάμαι. Αλλά θα το ρισκάρω. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Όπως και να καταλήξει αυτή η ιστορία, κάτι μου λέει πως δεν θα μετανιώσω που αφέθηκα να τη ζήσω… Ευχηθείτε μου να είναι έτσι…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ