Ο χωρισμός είναι άλλος ένας τομέας όπου αποδεικνύεται η τεράστια φαντασία -ή μήπως η δειλία και η ευθυνοφοβία- κάποιων αντρών. Ας δούμε μερικές…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
-Νύχτα ήταν που η φίλη μου η Α. έλαβε ένα μεγάλο καλαίσθητο πακέτο από τον μπάρμαν του μπαρ στο οποίο συχνάζαμε. Και συχνάζανε με τον καλό της. “Τι καλό παιδί!” της έλεγαν όλοι. Τι καλά που τα πηγαίνανε.
Τι καλό να κρύβει το πακέτο άραγε; Που φυσικά δεν ήταν από το αγόρι της μπάρας. Ήταν από εκείνον… Ένα παιδικό παιχνίδι, ένα δανεισμένο βιβλίο, ένα υπέροχο παλτό που είχαν δει μαζί σε ένα ταξίδι και μια κάρτα. Μια κάρτα διάλυσης και αποχωρισμού. Βαθύτατης συγνώμης που δεν τα είχε καταφέρει να σταθεί επαξίως πλάι της, που δεν άντεξε.
Κοιτάμε την Α. Κοιτάμε το κουτί. Περιεργαζόμαστε το περιεχόμενο. Πώς να πεις σε έναν «πεσμένο» άνθρωπο, ότι «είναι υπέροχο το παλτό!». Απορίες αμφιταλαντευόμενων… Ξόδεψε μια περιουσία για να της πει ότι την αγαπάει τόσο (μεν) αλλά δεν μπορούν να είναι μαζί (δε). Άβυσσος ο πάτος του πακέτου, ασορτί με την ψυχή του.
-Σε άλλη περίπτωση, η Μ. βρέθηκε να αναζητά… τον κλώνο του Κόπερφιλντ. Ένα χρόνο μετά ακόμη δεν έχει εντοπίσει ίχνη του. «Υπήρχαν διαφωνίες», μου λέει, «αλλά ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα φτάναμε στο χωρισμό. Με πήρε τηλέφωνο ένα απόγευμα και κλαίγοντας μου ανακοίνωσε ότι μ’ αγαπάει πολύ αλλά δεν μπορούμε να είμαστε μαζί γιατί είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι». Τον πήρε πίσω τόσες φορές. Δεν σήκωνε το κινητό του. Μερικές φορές ήταν απενεργοποιημένο. «Την έστησα έξω από το σπίτι του. Δεν εμφανίστηκε ποτέ». Η γη και να τον κατάπιε, λογικά τώρα θα τον είχε ξεβράσει.
-Για την Σ. τα πράγματα ήταν ακόμα πιο ανεξήγητα. «Από την μια μέρα στην άλλη εξαφανίστηκε», μας περιγράφει. «Είχε κλειστό το κινητό του, είχε κατεβασμένο το σταθερό του, υποψιάζομαι ότι μετακόμισε κιόλας. Ήταν ένας άνθρωπος που απλά εξαφανίστηκε χωρίς καμία εξήγηση, μια δικαιολογία, κάτι…». Τον πέτυχε όμως. Δηλαδή το αυτοκίνητό του, μετά από κάποιους μήνες όπου αναρωτιόταν αν πέθανε. Και του το έσπασε. Ήταν η δική της εξήγηση. Ξεκάθαρη…
-Η Β. πάλι βρέθηκε να τα πίνει σε ένα μπαρ με τις φίλες της σε διακοπές όταν πήρε το «εν αιθρία» sms. Αλλού εκείνη, αλλού αυτός. Οι δικές τους από κοινού διακοπές δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα. Και δεν ξεκίνησαν ποτέ…
Το sms έγραφε: «είμαι με την πρώην μου και πάμε για μπάνιο». Προσπάθησε να τον εντοπίσει και δεν τα κατάφερε παρά μόνο νωρίς το ξημέρωμα. Δεν είχε κοιμηθεί φυσικά. «Ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε» μου λέει «όταν τον πέτυχα στο τηλέφωνο το χάραμα.» Προσπάθησε να της εξηγήσει ότι δεν έγινε και τίποτα. Αλλά τελικά δεν άλλαξε και τίποτα. Πήγε και τον συνάντησε στο νησί που εκείνος δούλευε. Την ξαναφοβήθηκε ο Θεός…
-Η Γ. πάλι είχε κάνει το μπάνιο της, ετοιμαζόταν και περίμενε το μήνυμα της επιβεβαίωσης για την ώρα που θα βρισκόντουσαν για να βγούνε για ποτό. Αντ’ αυτού έλαβε ένα μήνυμα που της έλεγε ότι «δεν μπορούν να είναι μαζί». Δεν ήταν μπαρ, ήταν η απόφασή του. «Δεν καταλάβαινα από που μου είχε έρθει. Δεν είχα καμία ένδειξη! Έκανα μπάνιο και ετοιμαζόμουν να πάμε για ένα ποτό, όπως είχαμε πει», θυμάται. Και πλέον έχει ξεχάσει. Και γελάει. «Είναι ηλίθιοι». Συμφωνούμε.
-Για την Ν. πάλι, την εξαφάνιση διευκόλυνε η απόσταση. Αυτή εδώ, αυτός στο εξωτερικό. Την εντόπισε μέσω Facebook. Της εκμυστηρεύτηκε τον κρυφό του έρωτα, των ετών. Ήρθε και τη βρήκε. Είπε να δοκιμάσει μαζί του. Οι τρόποι του και τα συναισθήματά του την γοήτευσαν. Άρχισαν να βγαίνουν. Εκείνος έπρεπε να φύγει. Κράτησαν την επικοινωνία. Την υπόσχεση ότι σύντομα θα είναι πάλι κοντά της. Μια, δυο, τρεις. Ήρθε μια μέρα που δεν ξαναπάντησε στα mail της. «Θα σου εξηγήσω κάποια στιγμή. Έχω διάφορα», της είπε μόνο. Δεν της εξήγησε ποτέ. Αρχικά εκείνη ανησύχησε. Τώρα μου λέει «απλά μην τον πετύχω μπροστά μου!».
-Το διαδίκτυο διευκόλυνε και τον πρώην της Κ. Μιλούσαν στο chat. Τακτικά. Εκείνη την ημέρα δεν μίλησαν. Μπήκε μόνο για να της γράψει: «άστο καλύτερα». Και βγήκε off line. Δεν τον πήρε ποτέ πίσω. Δεν της έδωσε ποτέ καμία εξήγηση. Απλά σφύριξε κλέφτικα την επόμενη φορά που συναντηθήκανε. Είναι να απορείς γιατί δεν του «σφύριξε» η ίδια τίποτα στο κεφάλι.
-Για την Κ. το μήνυμα ήρθε ξαφνικά ένα απόγευμα. Έπινε καφέ στο μπαλκόνι της. Αλλά όχι της παρηγοριάς. Όλα πήγαιναν καλά στη σχέση της. «Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Πιέζομαι», της έγραψε. Τον πήρε τηλέφωνο. Της κόστισε. «Γιατί πιέζεται;». Τον ξαναπήρε τηλέφωνο. Τίποτα. Τον συνάντησε τυχαία μετά από χρόνια. Ήταν με την τωρινή της σχέση. Της είπε πόσο όμορφη είναι, πόσο έχει αλλάξει. «Το καταχάρηκα» μου λέει και έπιασε αγκαζέ τον φίλο της. Το ενδεχόμενο να τον πίεζε το στενό του παντελόνι; Όχι, δεν το σκέφτηκε.
-Κράτησα για το τέλος της ιστορία της Χ. Σχέση παθιασμένη. Με έναν μεγαλύτερό της άντρα. Προσπαθούσαν να είναι μαζί παρά τις αντιξοότητες της διαφορετικής καθημερινότητάς τους, τη διαφορά της ηλικίας τους. Κάποια στιγμή αποφάσισε εκείνος να δώσει μια λύση. Έστειλε ένα sms. «Γιατί με μήνυμα;» αναρωτήθηκε η Χ.
«Εσείς οι νέοι είστε τόσο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, που αναγκαζόμαστε να την χρησιμοποιήσουμε και εμείς για να σας προσεγγίσουμε και να εκφραστούμε». Κάγκελο! Μου περιγράφει το περιστατικό και γελάει. Πώς να χωρέσει ο νους ότι η δικαιολογία στη άτολμη πράξη του ήταν το χάσμα των γενεών;
Πες μας και τη δική σου ιστορία χωρισμού…
της Δήμητρας Βγενοπούλου
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ