Είναι φορές που νιώθω ότι θα σκάσω. Ξύπνημα στις 6.45 το πρωί. Μετά βίας ακούω το κινητό μου. Το χρησιμοποιώ πάντα ως ξυπνητήρι. Τα πόδια μου βαριά. Τα μάτια μου καίνε από την κούραση. Ντύσιμο παιδιών για σχολείο. Τουλάχιστον έχω λίγα λεπτά μέσα στον πανικό του ” θα χάσεις το σχολικό Λυδία” , να τα χαϊδέψω και να τα αγκαλιάσω. Μεγάλο προνόμιο για την εργαζόμενη μάνα τα λίγα λεπτά της αγκαλιάς. Μπαίνουν στο σχολικό και νιώθω πάντα ένα μικρό σφίξιμο στην καρδιά την ώρα του αποχαιρετισμού.
Ντύνομαι με το ζόρι. Κατά βάθος θέλω να πιω καφέ στο κρεβάτι με τις ώρες… Θέλω να φορέσω μια φόρμα με φαρδύ λάστιχο στη μέση να μη με σφίγγει και ένα τεράστιο παλιό Τ-shirt. Φοράω ένα λευκό φόρεμα και μπεζ peep-toe γόβες. Αλίμονο. Η δημόσια εικόνα της Τατιάνας δεν πρέπει να καταρρεύσει στα επαγγελματικά ραντεβού που ακολουθούν. Βγάζω μια μικρή κραυγή την ώρα που το πόδι μου πιέζεται να εισχωρήσει στο δωδεκάποντο.
Φεύγω από το σπίτι και ακολουθεί μια διαδρομή μισής ώρας μέχρι το γραφείο. Κατά τη διάρκειας αυτής πρέπει να γίνουν τηλεφωνήματα. Ούτε δευτερόλεπτο της ημέρας δεν πάει… χαμένο. Το να ακούσω μουσική για παράδειγμα, ούτε λόγος. Οι απλές καθημερινές απολαύσεις των φυσιολογικών ανθρώπων που ακούνε ραδιόφωνο μέχρι τη δουλειά απαγορεύονται. Ο χρόνος με… καταδιώκει.
Ακολουθούν από εννέα έως δώδεκα ώρες πιεστικής δουλειάς. Μιας δουλειάς που χρειάζεται μεγάλα αποθέματα ψυχικής δύναμης. Είναι έτοιμη η εκπομπή για σήμερα; Είναι καλή; Πως διαχειριζόμαστε αυτό το δύσκολο θέμα; Ο καλεσμένος άλλαξε γνώμη, δεν έρχεται -αυτό κι αν είναι καταστροφή! Τατιάνα κάποιος σου επιτίθεται πάλι; Τι θα κάνεις;
Ψυχραιμία. Χριστέ μου, ψυχραιμία!
Μοναδική πολυτέλεια της ημέρας ο χρόνος για κάποια τηλεφωνήματα στον άντρα μου και τα παιδιά μου.
Επιστροφή στο σπίτι στις οκτώ, στις εννέα, στις δέκα, στις έντεκα. Ποτέ δεν ξέρω πότε ακριβώς. Με ζώνουν οι τύψεις. Πιέζομαι. Σκάω. Πονάω. Στενοχωριέμαι. Έχω ανάγκη να βλέπω τα παιδιά περισσότερο. Μου λείπουν πολύ. Τους λείπω.
Ένας αγώνας δρόμου για να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο. Να πούμε τα νέα μας. Να διαβάσουμε. Να παίξουμε. Να χουζουρέψουμε. Ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα. Δεν προλαβαίνω. Με κυνηγάει.
Η μέρα τελειώνει. Είναι δέκα και μισή το βράδυ. Πίνω ένα ποτήρι κρασί. Τρώω ένα καλομαγειρεμένο πιάτο φαγητό. Το τραπέζι καλοστρωμένο. Το φαγητό με το σύζυγό μου είναι ιεροτελεστία. Αυτό κατέκτησα μετά από τόσα χρόνια δουλειάς. Αυτή τη ΜΙΑ, ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ, ώρα στην ημέρα μου. Μέχρι να βαρύνουν τα βλέφαρά μου από την κούραση της μέρας.
Ζεις τελικά; σκέφτομαι. Έφτασες 40. Ζεις ή ζεις για να δουλεύεις;
Το ρεπορτάζ του Τlife για την εργαζόμενη γυναίκα μου φάνηκε πολύ χρήσιμο. Εσένα;
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ